Χριστόφορος Βερναρδάκης TwitterFacebookYouTubeLinkedInGoogle Plus
 



Broadcast live streaming video on Ustream



Υπάρχει σήμερα «πολιτικό κενό»;
Αναπτύσσεται τον τελευταίο καιρό στη χώρα μας μια φιλολογία για την ίδρυση νέων πολιτικών κομμάτων. Αναφέρομαι σε «φιλολογία» και όχι, όπως θα έπρεπε ίσως, σε «δημόσια συζήτηση», γιατί είναι κατά τη γνώμη μου προβληματικό το γεγονός ότι και αυτό το ζήτημα αντιμετωπίζεται στην Ελλάδα με περισσότερη παραπολιτική διάθεση παρά με διάθεση αποτίμησης των σύγχρονων δεδομένων.
 
Για το ενδεχόμενο ίδρυσης νέων κομμάτων, αλλά κυρίως για τη μακροχρόνια βιωσιμότητά τους, υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα δύο μεγάλα ερωτηματικά:
 
  • Το πρώτο ερωτηματικό αφορά στη μορφή διακυβέρνησης (government) που θα επιλεγεί για τη χώρα την επόμενη δεκαετία. Θα επιλεγεί ένα πολυκομματικό (πολυπολικό) σύστημα διακυβέρνησης ή, αντίθετα, θα επιλεγεί ο δρόμος των ισχυρών (μονοκομματικών κατά βάση) κυβερνήσεων που υλοποιείται μέχρι σήμερα;
 
Η πρώτη επιλογή απαιτεί μια βαθειά κουλτούρα πολιτικών συγκλίσεων και      συνδιαχείρισης, με καθαρούς και ανοικτούς θεσμικούς όρους. Απαιτεί, επίσης, την ενδυνάμωση θεσμών όπως η Δημόσια Διοίκηση, που θα πρέπει να λειτουργούν με όρους συνέχειας, «απολιτικότητας» και αποτελεσματικού management, διότι πολύ πιθανόν να καλείται σε αρκετές περιπτώσεις περιπλοκής του «πολιτικού παιχνιδιού» να εξασφαλίζει την καθημερινή διαχείριση και υλοποίηση σχεδίων. Είναι σαφές, ότι η επιλογή αυτή απαιτεί βαθύτατη ρήξη με τη σημερινή δομή της πολιτικής και διοικητικής εξουσίας και μάλιστα με όρους διευρυμένης συναίνεσης μεταξύ κομμάτων, κοινωνικών εταίρων και οικονομικών συμφερόντων.
 
Η δεύτερη επιλογή είναι η συνέχεια του σημερινού μοντέλου διακυβέρνησης, που στηρίζεται στη ισχυρή (μονοκομματική) κυβέρνηση, η οποία είναι θεσμικά ο μόνος ενοποιητικός-συνεκτικός παράγοντας της κρατικής λειτουργίας.
 
Η πρώτη επιλογή – κακά τα ψέμματα – δεν είναι σήμερα ρεαλιστική. Ετσι, αν για παράδειγμα επιλεγόταν ένας αναλογικός εκλογικός νόμος που εκ των πραγμάτων θα οδηγούσε σε συγκυβερνήσεις, το πιθανότερο αποτέλεσμα θα ήταν μια παρατεταμένη ακυβερνησία, η οποία δεν θα μπορούσε να υποκατασταθεί ούτε από τη Διοίκηση (όπως στην Ιταλία π.χ. όταν αυτή αντιμετώπισε παρόμοια προβλήματα) ούτε από κάποιον άλλο πόλο της κρατικής εξουσίας (π.χ. τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, λόγω περιορισμένων αρμοδιοτήτων). Στην περίπτωση αυτή το αποτέλεσμα θα ήταν η αποτυχία της αναλογικής, αλλά και η συγκέντρωση εκλογικών δυνάμεων στα μεγαλύτερα κόμματα διακυβέρνησης. Κάτι τέτοιο άλλωστε δίδαξε και η εμπειρία του ’89, οπότε και εφαρμόστηκε το αναλογικότερο έως σήμερα εκλογικό σύστημα μετά τη μεταπολίτευση.
 
Η δεύτερη επιλογή , παρότι εξασφαλίζει μέχρι σήμερα ισχυρές κυβερνήσεις και υπ’αυτήν την έννοια είναι πιο «ρεαλιστική», εμφανίζεται «κουρασμένη». Τα μεγάλα κόμματα της διακυβέρνησης, κυρίως δε το ΠΑΣΟΚ που κυβερνά πολλά χρόνια, χρειάζονται δημοκρατικές «ενέσεις» προς δύο κατευθύνσεις: προς το εσωτερικό τους με την αναγνώριση και πολιτική συνύπαρξη τάσεων και ρευμάτων, προς τα έξω με την κατοχύρωση της αυτονομίας της πολιτικής απέναντι στις οικονομικές εξαρτήσεις.
 
΄Οσο οι κινήσεις αυτές δεν πραγματοποιούνται, η «φιλολογία» περί νέων κομμάτων θα αναπτύσσεται και τα κόμματα διακυβέρνησης θα βρίσκονται «σε κρίση», χωρίς ωστόσο ούτε απάντηση στο κεντρικό ερώτημα της μορφής διακυβέρνησης να δίνεται, αλλά ούτε και η προοπτική συγκρότησης νέων κομμάτων να εμφανίζεται βιώσιμη.
 
  • Το δεύτερο ερωτηματικό που υπάρχει σε σχέση με τα υπό ίδρυση νέα κόμματα είναι το τί είδους «πολιτικό κενό» θα επιδιώξουν να καλύψουν. Στην πολιτική όταν μιλάμε για «πολιτικό κενό» δεν εννοούμε απλώς ένα «κενό αξιοπιστίας» ή ένα «κενό προσώπων». Κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, εννοούμε το κενό πολιτικής εκπροσώπησης ευρύτατων εκλογικών-κοινωνικών δυνάμεων, το οποίο εμφανίζεται όταν οι τελευταίες αναζητούν και επιδιώκουν ένα διαφορετικό πρόγραμμα από το κόμμα που παραδοσιακά στήριζαν ή ψήφιζαν. Οι πρόσφατες εκλογές του Απριλίου 2000 έδειξαν ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Αντιθέτως, η σύγκλιση των κομμάτων διακυβέρνησης σε βασικές οικονομικές και πολιτικές στρατηγικές επιδοκιμάστηκε από την καταγραφή ενός εκπληκτικού ποσοστού δικομματισμού. Επιβεβαιώνεται, επίσης, από την άμβλυνση παραδοσιακών ιδεολογικών ή ιστορικών διαιρέσεων, τάση που ενισχύεται όσο ο πολιτικός λόγος στην Ελλάδα «στρογγυλεύεται» και εξομοιώνεται.
Πολιτικά κενά θα μπορούσαν θεωρητικά να εμφανιστούν στο σημερινό κομματικό σύστημα, από ένα «ριζοσπαστικό» ή «ανατρεπτικό» πολιτικό λόγο που θα εμφανιζόταν είτε από τα δεξιά είτε από τα αριστερά. Οχι όμως από το μέσον, χώρος που καλύπτεται από τις ούτως ή άλλως πολυσυλλεκτικές πολιτικές δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Βεβαίως, μια τέτοια απόπειρα δημιουργίας «κεντρώου κόμματος» υπό συνθήκες «στασιμότητας-κρίσης» των κομμάτων διακυβέρνησης θα επηρέαζε συγκυριακά το πολιτικό σκηνικό. Θα απείχε ωστόσο πολύ από το να θεωρηθεί μακροχρόνια βιώσιμη και αυτόνομη κομματική λύση. Εκτός και αν η απάντηση στο πρώτο ερωτηματικό δοθεί συγκροτημένα και συναινετικά προς την εκδοχή του πολυκομματικού συστήματος διακυβέρνησης.