Χριστόφορος Βερναρδάκης TwitterFacebookYouTubeLinkedInGoogle Plus
 



Broadcast live streaming video on Ustream



Εκλογές 2007: κρίση του δικομματισμού, κοινωνική διαμαρτυρία και εκλογικές τάσεις
 Το περιβάλλον των εκλογών
 Οι εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου είναι οι πρώτες εκλογές της μεταπολιτευτικής περιόδου που διεξάγονται χωρίς κεντρικό, ισχυρό και διακριτό πολιτικό διακύβευμα. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο χαρακτήρα που έχουν λάβει τα δύο κόμματα εξουσίας και, κατά συνέπεια, στη μορφή που έχει προσλάβει πλέον ο μεταπολιτευτικός δικομματισμός. Ο τελευταίος από το 1977, οπότε και άρχισε να μορφοποιείται, έως και τα μέσα της δεκαετίας του ’90, εξέφρασε δύο αντιθετικές πολιτικές γραμμές και προγράμματα (‘αλλαγή – συντήρηση’, ‘κοινωνικό κράτος – λιγότερο κράτος’, κ.λπ) και δύο διαφορετικά κοινωνικά μπλοκ πολιτικών εκπροσωπήσεων.
Η σύγκλιση των κομμάτων διακυβέρνησης στις γενικές γραμμές που ορίζουν οι πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού και της αγοράς έχει μεταλλάξει καταρχήν τα ίδια τα κόμματα αυτά, έχοντάς τα μεταβάλλει σε ολοένα και πιο αποπολιτικοποιημένα και πολυσυλλεκτικά πολιτικά μορφώματα, αλλά και τη μορφή του μεταπολιτευτικού «προγραμματικού δικομματισμού» σε μια τυφλή αντιπαράθεση δύο ομάδων εξουσίας για τον έλεγχο της κρατικής διοίκησης και της πολιτικής διεύθυνσης, χωρίς διακριτό ιδεολογικό και κοινωνικό στόχο.
 
 Το πρώτο και ίσως κρισιμότερο σημείο που πρέπει λοιπόν να επισημανθεί είναι ότι οι εκλογές του Σεπτεμβρίου διεξάγονται μέσα σε ένα περιβάλλον έντονης κοινωνικής και ιδεολογικής διαμαρτυρίας. Η σοβαρή κρίση κοινωνικής εκπροσώπησης τωνδύο μεγάλων κομμάτων βρίσκεται στο επίκεντρο της διεργασίας αυτής και θα πρέπει να αναμένεται η καταγραφή της στις εκλογές.
Οι μεταπολιτευτικές εκλογές μέχρι σήμερα οριοθετούνταν, ανάλογα και με τη συγκυρία, από την κοινωνική απογοήτευση του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος. Πάντοτε όμως προέβαλλε η εναλλακτική (δικομματική) λύση. Σήμερα φαίνεται να περνάμε σε μια άλλη φάση με τα εξής χαρακτηριστικά: α) η απογοήτευση μεταβάλλεται σε διαμαρτυρία, β) η διαμαρτυρία αφορά και τα δύο κόμματα εξουσίας και, το σημαντικότερο, γ) εμφανίζεται ως μια διευρυμένη κριτική στο πολιτικό σύστημα και στις κεντρικές πολιτικές διακυβέρνησης της τελευταίας δεκαετίας.
 
 Η διαμαρτυρία αυτή δεν εξελίσσεται βεβαίως ισόρροπα. Οι τρεις βασικοί και ομόκεντροι κοινωνικοί πυρήνες αμφισβήτησης του δικομματισμού είναι οι νεότερες ηλικιακές ομάδες του εκλογικού σώματος (έως 40 ετών), οι κάτοικοι των αστικών κέντρων και οι εργαζόμενοι στον (απορυθμισμένο εργασιακά) ιδιωτικό τομέα. Στον αντίποδα θα βρούμε τους κοινωνικούς πυρήνες του δικομματισμού και του συστήματος διακυβέρνησης που είναι οι μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες, οι κάτοικοι της αγροτικής και ημιαστικής περιφέρειας και οι ‘εξασφαλισμένοι’ εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα.   
 
Οι τάσεις των εκλογών
Πώς διαμορφώνονται εν κατακλείδι οι τάσεις του εκλογικού σώματος εν όψει των εκλογών. Για τις 16 Σεπτεμβρίου θα πρέπει βάσει και των παραπάνω να περιμένουμε τις εξής καταγραφές:
 
α) μεγαλύτερη του κανονικού αποχή, αλλά και περισσότερη ‘αντιπολιτική ψήφο’ (Λευκά και άκυρα). Η αύξηση αυτή θα αποκρύψει επιφανειακά την πραγματική επιρροή των δύο μεγάλων κομμάτων, για το λόγο αυτό έχει μεγάλη σημασία το βράδυ των εκλογών να συγκριθούν και οι απόλυτοι αριθμοί των ψήφων των κομμάτων.
 
β) η σύγκλιση των κομμάτων διακυβέρνησης και η κρίση του καθεστωτικού πολιτικού συστήματος είναι οι δύο λόγοι που έχουν απομακρύνει πολύ την πιθανότητα κυβερνητικής αλλαγής. Ειδικότερα για το ΠΑΣΟΚ έχουν δημιουργήσει τις συνθήκες μιας βαθιάς κρίσης στις κοινωνικές του αναφορές. Το ΠΑΣΟΚ δεν φαίνεται να έχει ανακάμψει από το 2004 σε καμία κοινωνική / επαγγελματική ομάδα, ενώ αντίθετα έχει απολέσει σημαντικές δυνάμεις στο δυνατότερο την τελευταία δεκαετία πυρήνα του, τους μισθωτούς του δημοσίου τομέα. Η διαφορά των δύο κομμάτων, σύμφωνα με τα στοιχεία της VPRC, είναι εξαιρετικά απίθανο να είναι μικρότερη των δυόμισι ποσοστιαίων μονάδων υπέρ της ΝΔ, ενώ δεν αποκλείεται να φτάσει ακόμη και στα επίπεδα του 2004. Το άθροισμα του δικομματισμού επί των εγκύρων ψήφων πρέπει να αναμένεται στα επίπεδα του 80-81%, μειωμένο κατά πέντε μονάδες σε σχέση με το 2004 (μέση εκτίμηση για ΝΔ είναι το 42% και για το ΠΑΣΟΚ το 38-39%).
 
γ) Τα κόμματα της αριστεράς καταγράφουν μια σημαντική άνοδο σε σχέση με το 2004, γεγονός που αναμένεται να επαναφέρει την αθροιστική εκλογική επιρροή τους στα ιστορικά ανώτερα μεταπολιτευτικά επίπεδα του 12-13%. Η εκτίμηση για το ΚΚΕ κινείται στα επίπεδα του 7-7.5% και του ΣΥΡΙΖΑ του 4-5%. Ειδικότερα για τον ΣΥΡΙΖΑ το στοιχείο που καταγράφεται για πρώτη φορά είναι ότι δεν συμπιέζεται εκλογικά από κάποια πολιτική δύναμη, αλλά αυτοπροσδιορίζεται στη βάση μιας πολύ πιο σαφούς πολιτικής φυσιογνωμίας. Ο χώρος της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής αριστεράς εμφανίζεται στις εκλογές έχοντας να υπερασπίσει και να καταγράψει κοινωνικές κινηματικές δυναμικές στις οποίες πρωταγωνίστησε και καθόρισε την έκβασή τους, άρα είναι ίσως ο μοναδικός πολιτικός χώρος για τον οποίον οι επόμενες εκλογές έχουν ένα πρωτογενές διακύβευμα. Η διεύρυνση των συνδυασμών με τις δυνάμεις του παλαιού ΔΗΚΚΙ, σηματοδοτεί επίσης μια απρόσμενη δυναμική: είναι παρατηρημένο στην εκλογική συμπεριφορά, ότι κάθε (υπαρκτή στα μέτρα του κάθε πολιτικού σχηματισμού) διεύρυνση κατά τη διάρκεια μιας προεκλογικής περιόδου μπορεί να προσδώσει μια εξαιρετική εκλογική δυναμική. Το πάνω όριο της εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα της VPRC φτάνει το 5.6%, ενώ το δυνάμει ιδεολογικο-πολιτικό του ακροατήριο αγγίζει το 9%. Είναι βέβαιο, ότι κάθε παράταση του χρόνου εκλογών θα ενίσχυε την πιθανότητα καταγραφής μεγαλύτερου ποσοστού.
 
δ) Η δυναμική της προεκλογικής περιόδου θα καθορίσει, τέλος το ποσοστό του ΛΑΟΣ και την είσοδό του στη Βουλή. Αν διαμορφωθεί, όπως φαίνεται σήμερα, ευρεία πεποίθηση ότι η ΝΔ κερδίζει τις εκλογές, τότε ο ΛΑΟΣ θα καταφέρει να περάσει το όριο του 3%. Αν η αίσθηση είναι διαφορετική, τότε θα συμπιεστεί πολύ. Σε κάθε περίπτωση, η εκλογική του δύναμη θα είναι αρκετά κάτω από αυτήν του ΣΥΡΙΖΑ.