Χριστόφορος Βερναρδάκης TwitterFacebookYouTubeLinkedInGoogle Plus
 



Broadcast live streaming video on Ustream



Θέλουν να κεφαλαιοποιήσουν τη χρηματοπιστωτική ασφυξία

Ενώ την περασμένη Δευτέρα οι θεσμοί αναγνώρισαν την ελληνική πρόταση ως κείμενο βάσης, την Πέμπτη απορρίφθηκε, με τις διαπραγματεύσεις να συνεχίζονται το Σάββατο. Τι επιδιώκουν;

Πρέπει κατά τη γνώμη μου να συνεκτιμηθεί η περίπτωση να επιδιώκουν στην πραγματικότητα μια μη-συμφωνία και μια παράταση των διαπραγματεύσεων ώστε να πιέσουν την Κυβέρνηση ολοκληρωτικά, μέχρι ταπεινώσεως.

Είναι συντονισμένη προσπάθεια;

Το στρατόπεδο των δανειστών δεν είναι απολύτως ενιαίο. Απέναντί μας έχουμε πολλούς συνομιλητές με αντικρουόμενα συμφέροντα, με διαφορετικές στρατηγικές και δυνατότητες επηρεασμού της διαπραγμάτευσης. Αλλά, ναι, ένα μέρος των δανειστών με επικεφαλής τον Σόϊμπλε λειτουργεί με κριτήριο την ταπείνωση της Κυβέρνησης και την επιβολή του ακραίου νεοφιλελευθερισμού ως του απόλυτου υποδείγματος στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Εάν η πολιτική αυτή κυριαρχήσει έναντι της χώρας, τότε η μόνη επιλογή είναι η ρήξη και η μεταφορά του πολιτικού κόστους στους δανειστές.

 

Όλες τους οι κινήσεις συντείνουν στην υλοποίηση της στρατηγικής της αριστερής παρένθεσης;

Γνωρίζουν πως εάν υποχωρήσουν έστω και οριακά στην ελληνική κυβέρνηση, τότε θα αλλάξει ο οδικός χάρτης της ΕΕ, με αποτέλεσμα να περιοριστεί η κυριαρχία των νεοφιλελεύθερων και να ακολουθήσει ντόμινο. Πιστεύω ότι εξαρχής η στρατηγική τους ήταν η μεγαλύτερη δυνατή χρονική παράταση, ώστε να δημιουργήσουν χρηματοπιστωτική ασφυξία στην Ελλάδα και να την κεφαλαιοποιήσουν πολιτικά. Μέχρι στιγμής δεν το έχουν καταφέρει.

 

Αν όμως δεν προκύψει συμφωνία; Την Τρίτη λήγει η συμφωνία-γέφυρα, όπως και η παράταση για την πληρωμή του ΔΝΤ.

Η ελληνική πλευρά δεν υπάρχει περίπτωση να πληρώσει τις δόσεις, άλλωστε δεν υπάρχουν τα χρήματα. Αυτό, όμως, οικονομικο-τεχνικά μπορούν να το διαχειριστούν. Μπορούν να βρουν έναν τρόπο ώστε να μη θεωρηθεί πιστωτικό γεγονός ή χρεωκοπία και να πουν ότι η διαπραγμάτευση συνεχίζεται. Όμως, θα έχει γίνει περισσότερο σαφές ότι είναι προσχηματική.

 
Νομίζω πως αυτό έγινε πασιφανές την Πέμπτη…

Ακριβώς, ενώ η πρώτη αντίδραση των δανειστών την Δευτέρα στην ελληνική πρόταση ήταν θετική, στη συνέχεια υπαναχώρησαν. Αυτό αποκαλύπτει ότι η ΕΕ δεν είναι ο πραγματικός χώρος μέσα στον οποίο παίρνονται οι αποφάσεις, όπως και ότι επιζητείται με κάθε τρόπο η συνέχεια του δόγματος του νεοφιλελευθερισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι πίσω από κάθε πρόταση που καταθέτουν φωτογραφίζονται συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα. Μάλιστα, η επιχειρηματολογία ορισμένων από τους «θεσμούς» αγγίζει πλέον τα όρια της γελοιότητας. Γι’ αυτούς η αύξηση της φορολογίας των κερδών των επιχειρήσεων από το 26% στο 29% αποτελεί υφεσιακό μέτρο, ενώ οι οριζόντιες μειώσεις μισθών και συντάξεων όχι.

 

Αν οι εταίροι δέχονταν την ελληνική πρόταση, χωρίς διευθέτηση του χρέους θα φτάναμε σε συμφωνία;

Καμία συμφωνία χωρίς σαφή προοπτική αναδιάρθρωσης και «κουρέματος» του χρέους δεν μπορεί αντικειμενικά να είναι βιώσιμη. Αυτό, άλλωστε, γίνεται πλέον από όλους αποδεκτό – πλην του Σόιμπλε.

 

Παρόλα αυτά η ελληνική πρόταση, όπως παραδέχτηκε και η κυβέρνηση, απέχει μακράν από το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Γιατί τόσες υποχωρήσεις;

Η πρόταση της Δευτέρας είναι ενταγμένη σε μια διαπραγματευτική πολιτική, η οποία κατάφερε να αποκαλύψει την προσχηματική διαδικασία τελεσίδικα. Είναι μια σκληρή πρόταση για τον ΣΥΡΙΖΑ – αφού βρίσκεται έξω από τα πολιτικά του όρια - και για τη χώρα, η οποία ωστόσο εμπεριέχει ορισμένα σημαντικά στοιχεία τα οποία θα πρέπει να αξιοποιηθούν. Αρχικά το ύψος του πλεονάσματος, στο 1%. Κατόπιν μια περισσότερο αναλογική φορολόγηση με καταρχήν μεταφορά του κόστους στα πλουσιότερα κοινωνικά στρώματα. Και, βεβαίως, την αλλαγή της εργασιακής νομοθεσίας του μνημονίου.

Από την άλλη, υπάρχει μια μικρή μεν αλλά υπαρκτή μείωση των μισθών και των συντάξεων μέσω των ασφαλιστικών εισφορών. Είναι προφανές ότι η συμφωνία αυτή δεν περιλαμβάνει το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, αλλά όμως συνεκτιμά τις διαπραγματευτικές δυνατότητες μιας χώρας χωρίς παραγωγική βάση, χωρίς οικονομικά διαθέσιμα ή έμπρακτες διεθνείς συμμαχίες, σε μια προσπάθεια να αλλάξει τη ροή των ασκούμενων πολιτικών.

 

Αυτή η πρόταση θα περνούσε από τη Βουλή;

Αυτή η πολύ μέτρια έως κακή συμφωνία – αν τελικώς προκύψει - θα πρέπει να ιδωθεί ως κίνηση τακτικής, σε μια προσπάθεια να διευρυνθεί ο χώρος άσκησης ενεργητικών πολιτικών. Θα πρέπει να συζητηθεί δημοκρατικά, με αντικειμενική στάθμιση των δεδομένων και νηφαλιότητα, όχι ιδεοληπτικά, γιατί πια έχουμε το πηδάλιο της χώρας και τις τύχες του ελληνικού λαού στα χέρια μας. Προφανώς η συζήτηση πρέπει να συνεκτιμήσει τους ευρύτερους κοινωνικούς και ταξικούς συσχετισμούς δύναμης, σε Ελλάδα και Ευρώπη, και να διαχωρίσει σαφώς την τακτική κίνηση από την στρατηγική επιλογή.

Είναι διαφορετικό πράγμα να μιλήσουμε καθαρά στον ελληνικό λαό και να του εξηγήσουμε γιατί και πώς καταφέραμε να φτάσουμε μέχρι εδώ – κάνοντας και μια δημόσια και αυστηρή αυτοκριτική αν χρειαστεί, και διαφορετικό να υπονοήσουμε ότι προσχωρούμε στις λογικές και τις μεθοδολογίες των μνημονιακών πολιτικών και του διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος.

Και για να γίνουμε πειστικοί θα πρέπει άμεσα, σε ορίζοντα τετραμήνου, να προχωρήσουμε εμπράκτως σε πολιτικές για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και σε σαρωτικές αλλαγές στο κράτος και τη δημόσια διοίκηση, στο πολιτικό σύστημα, στην καταπολέμηση της διαφθοράς και την οργάνωση της κοινωνικής πρόνοιας. Και απαραιτήτως στον έλεγχο του τραπεζικού συστήματος.

Ως τακτική, λοιπόν, συνοδευόμενη από τις παραπάνω δεσμεύσεις, μπορεί να περάσει. Θα πρέπει να παραδεχτούμε δημοσίως ότι παίρνουμε πιθανώς το ρίσκο μιας μέτριας ή και κακής συμφωνίας, αλλά, ταυτόχρονα, πρέπει να δημιουργήσουμε μια τεράστια κινητικότητα στην άσκηση της διακυβέρνησης, ώστε και να προκύψουν πρακτικά ισοδύναμα αλλά και για να πείσουμε τους πάντες, ακόμα και τους εαυτούς μας, ότι η Κυβέρνηση της αριστεράς δεν ήρθε για να διαχειριστεί την υφιστάμενη κατάσταση.

 

Και για το κόμμα το ίδιο ισχύει;

Το κόμμα πρέπει να πάρει μεγάλες κοινωνικές πρωτοβουλίες, να βγει από τη θέση του «ακολούθου» της Κυβέρνησης. Να δημιουργήσει κοινωνικά και πολιτικά αναχώματα σε κάθε γειτονιά και σε κάθε χώρο δουλειάς. Πρέπει να ξεκινήσει μια συντεταγμένη και διαφανή ενημέρωση της κοινωνίας. Να αναπτύξει κινήματα και πρακτικές, έτσι ώστε να διευρύνει το πλαίσιο εφαρμογής των πολιτικών ανατροπής. Να μην ξεχνάμε, ότι ο αντίπαλος οργανώνεται ακριβώς στο επίπεδο της ιδεολογίας και της οργανωτικής κινητοποίησης, όπως έδειξαν και οι πρόσφατες συγκεντρώσεις του «Μένουμε Ευρώπη». Αν το κόμμα δεν πάρει την κατάσταση στα χέρια του, μια μέτρια συμφωνία θα γίνει κακή και μια κακή κάκιστη.

Αν επίσης δεν διευρύνει τον καθαρώς δικό του χώρο παρέμβασης και μείνει ένα παρακολούθημα της Κυβέρνησης, τότε η συνέπεια θα είναι μια ιδεολογική μετάλλαξη.  

 

Όμως, όσα λες προϋποθέτουν κυβερνητικό έργο, και εδώ και μήνες έχει παγώσει το νομοσχέδιο για τις συλλογικές συμβάσεις για να μην θεωρηθεί μονομερής ενέργεια…

Να μην ξεχνάμε όμως, πως ό,τι έχει γίνει μέχρι στιγμής, έχει θεωρηθεί και ήταν μονομερής ενέργεια. Ωστόσο ναι, η Βουλή πρέπει άμεσα να ψηφίσει το νομοσχέδιο για τα εργασιακά. Είναι αλήθεια ότι η Κυβέρνηση έχει βαλτώσει, υπό την έννοια ότι περιμένουν όλοι τη διαπραγμάτευση και όλη η διοίκηση δουλεύει ως υποστηρικτικός μοχλός της διαπραγμάτευσης. Θα πρέπει άμεσα, λοιπόν, να αρχίσει η κυβέρνηση να κυβερνά. Και ουσιαστικά και τυπικά.

 

Την ίδια ώρα οι ηγεσίες της Νέας Δημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού βρίσκονταν στις Βρυξέλλες, πιέζοντας προς την αντίθετη πλευρά. Έπαιξε ρόλο η στάση τους;

Πριν λίγο καιρό έλεγαν καλύτερα μια μέτρια συμφωνία παρά μη συμφωνία. Τελευταία έλεγαν καλύτερα μια κακή συμφωνία από μια μη συμφωνία. Όταν φάνηκε ότι υπάρχει μια κακή συμφωνία, όλο το σύστημα «Μένουμε Ευρώπη» αποκαλύφθηκε, καθώς οχυρώθηκε πίσω από το ΔΝΤ και την πολιτική των οριζόντιων περικοπών σε μισθούς και συντάξεις. Πρόκειται ουσιαστικά για «ένα κόμμα», το «κόμμα του Μνημονίου», δηλαδή της ακραίας νεοφιλελεύθερης πολιτικής, το οποίο όμως δεν πρέπει να υποτιμήσουμε. Λειτουργεί ως «υποσύστημα των θεσμών» μέσα στη χώρα, επιδιώκοντας την απονομιμοποίηση της Κυβέρνησης.

 

Ωστόσο στελέχη της κυβέρνησης, όπως ο κ. Πανούσης, δήλωσαν επίσης πως καλύτερα μια κακή συμφωνία από τη μη-συμφωνία. Πώς θα αντιμετωπίσει η κυβέρνηση τέτοιες κινήσεις στο εσωτερικό της;

Εδώ υπάρχει ο κίνδυνος που ανέφερα πριν, να κυριαρχήσει η άποψη που στην πραγματικότητα υπονοεί ή επιθυμεί, τη μετατροπή μιας τακτικής υποχώρησης σε μια στρατηγική επιλογή. Η άποψη αυτή θέλει να επιβάλλει στον ΣΥΡΙΖΑ μια στρατηγική μετάλλαξη, από κόμμα των λαϊκών συμφερόντων και προσδοκιών σε κόμμα διαχείρισης της κρίσης, με ομόρροπο προς την κατεστημένη εξουσία τρόπο.

Εννοείται, ότι το «κόμμα ΣΥΡΙΖΑ», παρά τα πολλά και δομικά προβλήματα λειτουργίας που έχει, δεν θα αφήσει να υπάρξει μια τέτοια εξέλιξη. Θα διασφαλίσει την ενότητά του, μέσα από τη δημοκρατία του, τη συντροφικότητά του και τις σταθερές αξίες της αριστεράς.