Χριστόφορος Βερναρδάκης TwitterFacebookYouTubeLinkedInGoogle Plus
 



Broadcast live streaming video on Ustream



Δημοτικές / Νομαρχιακές Εκλογές 2006: Το κομματικό σύστημα σε εξέλιξη
 Οι Δημοτικές και Νομαρχιακές εκλογές της προσεχούς Κυριακής αποτελούν την πρώτη μεγάλη εκλογική αναμέτρηση μετά τις Βουλευτικές Εκλογές του 2004. Αν και πρόκειται για εκλογές «δευτέρας τάξεως» αποτελούν πάντοτε – κυρίως οι Νομαρχιακές - ένα δείκτη της γενικότερων εκλογικών συσχετισμών. Ωστόσο, οι φετεινές τοπικές εκλογές παρουσιάζουν επιπλέον ορισμένες κρίσιμες διαφορές που αντανακλούν σε σοβαρές διεργασίες του συντελούνται στο κομματικό σύστημα.
 Η σημαντικότερη ιδιαιτερότητα των εκλογών αυτών είναι η ανάδειξη στοιχείων αποδόμησης των κομμάτων διακυβέρνησης (ΠΑΣΟΚ –ΝΔ) και των οργανωτικών τους μηχανισμών σε τοπικό επίπεδο. Τα (θεσμοποιημένα) μαζικά κόμματα της μεταπολίτευσης, με την ισχυρή κοινωνική – πελατειακή διείσδυση και στον μικρότερο ακόμα κοινωνικό χώρο, δέχονται ισχυρούς τριγμούς. Το φαινόμενο αυτό δεν εκφράζεται (μόνο) με τα λεγόμενα «αντάρτικα κομματικά ψηφοδέλτια», που άλλωστε υπήρχαν και στις προηγούμενες εκλογές. Αποτελεί ένα ευρύτερο πλέον φαινόμενο που αποτυπώνεται έντονα στις συστηματικά παρατηρούμενες αποστοιχίσεις μεταξύ κομματικής προτίμησης και δημαρχιακής-νομαρχιακής ψήφου και το οποίο δεν αφήνει ανεπηρέαστη ούτε τα κόμματα της αριστεράς.
Η κατάσταση αυτή οφείλεται (ή καταλήγει;) σε δύο καινούργια ποιοτικά δεδομένα:
 
α) στη σημαντική ισχυροποίηση των «προσώπων» έναντι της πολιτικής ή της κομματικής προέλευσης. Οι δημοτικές (ιδίως) εκλογές, βεβαίως, πάντοτε ήταν και εκλογές «προσώπων». Η ποιοτική διαφορά έγκειται στο ότι το φαινόμενο αυτό αφενός μεν διευρύνεται και στο υψηλότερο επίπεδο των νομαρχιακών εκλογών αφετέρου δε αλλάζει χαρακτηριστικά: το «πρόσωπο» του υποψηφίου λειτουργεί προς το κοινωνικό – εκλογικό σώμα αυτονομημένα (και όχι συμπληρωματικά, όπως στο παρελθόν) από το κομματικό περιβάλλον και συγκροτεί «θεσμικές σχέσεις εκπροσώπησης», υποκαθιστώντας την παραδοσιακή λειτουργία των κομμάτων. Το αποτέλεσμα είναι η οιονεί διαμόρφωση πολλών τοπικών «κομμάτων», με δική τους ιεράρχηση στόχων, δικό τους κοινωνικό ακροατήριο και δική τους στρατηγική.
Το «πρόσωπο» αρχίζει και συγκεντρώνει επάνω του ολοένα και περισσότερο «αποπροσωποποιημένα» ιδεολογικο-πολιτικά χαρακτηριστικά και καθίσταται ισχυρός προσδιοριστικός παράγων της τοπικής ψήφου.
Αν το «πρόσωπο» και οι συντεταγμένες του είναι ισχυρά μπορεί να ενισχύσει την εικόνα του κόμματος προέλευσης ή να απορροφήσει τους κραδασμούς της κομματικής κρίσης. Αν η επιλογή του «προσώπου» είναι ατυχής, έχει αντίστροφα αποτελέσματα.
 
β) στη δημιουργία ισχυρών τοπικών διαπλοκών συμφερόντων. Η μετατόπιση της ψήφου από τις κομματικές ταυτίσεις στις «προσωπικές» εκπροσωπήσεις οφείλεται στα σοβαρά (ή τουλάχιστον πολύ σοβαρότερα σε σχέση με το παρελθόν) διακυβεύματα των τοπικών εκλογών: αναπτυξιακές πολιτικές, δημιουργία νέων τεχνικών υποδομών, απορρόφηση και διαχείριση σημαντικότατων οικονομικών πόρων, «ακριβότερες» και πιο περίπλοκες αρμοδιότητες. Οι τοπικές κοινωνικές και οικονομικές ελίτ κινητοποιούνται με στόχο να ελέγξουν και να διευθύνουν τη σημαντική μετατόπιση πόρων προς την περιφέρεια και η κινητοποίηση αυτή δεν ευθυγραμμίζεται απολύτως με την (προηγούμενη) κομματική ταυτότητα. Η για να το διατυπώσουμε διαφορετικά, οι τοπικές ομαδοποιήσεις αμφισβητούν τα συγκεντρωτικά κόμματα στο θεσμοθετημένο τους «δικαίωμα» να διαχειρίζονται κεντρικά τις τοπικές πολιτικές και τους αναλογούντες πόρους. Οι νέες συσπειρώσεις συμφερόντων που δημιουργούνται (τα τοπικά «κόμματα») είναι πολυσυλλεκτικές και πρωτότυπες. Τα πολιτικά κόμματα δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να «ελέγξουν» με τον κλασικό τους τρόπο την εξέλιξη αυτή.             
 
       Τα δεδομένα αυτά ερμηνεύουν μια σειρά από «αφανείς» τάσεις των φετεινών τοπικών εκλογών. Πρώτον, το γεγονός ότι η εκλογική αναμέτρηση είναι σχεδόν τελειωμένη από καιρό στους μεγάλους Δήμους της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και, ίσως, του Πειραιά, καθώς και στην Υπερνομαρχία Αθήνας, στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης και στη Νομαρχία Ανατολικής Αττικής, ενώ σε πολλούς Δήμους και Νομαρχίες της Περιφέρειας ή ακόμα και σε περιφερειακούς Δήμους του Λεκανοπεδίου, μαίνεται μια σκληρή προεκλογική μάχη με αστάθμητους παράγοντες. 
Δεύτερον, το γεγονός ότι οι οικονομικές προεκλογικές δαπάνες των τοπικών συνδυασμών έχουν αυξηθεί σε υψηλότατο βαθμό, ενώ για πρώτη φορά και σε τέτοια έκταση παρατηρείται το φαινόμενο της «επαγγελματικής» προεκλογικής καμπάνιας με τη συνδρομή γραφείων επικοινωνίας, διαφημιστικών εταιρειών και πολιτικών δημοσκοπήσεων. Τρίτον, το γεγονός ότι η αποδυνάμωση των κομμάτων σε τοπικό επίπεδο έχει την παράλληλη συνέπεια να έχει δημιουργήσει σε αρκετές περιπτώσεις ένα ευδιάκριτο κοινωνικό – εκλογικό ακροατήριο αριστερών, κοινωνικών, ριζοσπαστικών, οικολογικών ή εναλλακτικών συσπειρώσεων. Όμως, όπως οι τοπικές συσπειρώσεις συμφερόντων βρίσκονται σε αναντιστοιχία με τα συγκεντρωτικά κόμματα διακυβέρνησης, έτσι και οι κοινωνικές αυτές συσπειρώσεις βρίσκονται σε σημαντικό βαθμό σε αναντιστοιχία με τα υφιστάμενα κόμματα της αριστεράς. Οι δύο αυτές παράλληλες αναντιστοιχίες που τείνουν να διαμορφωθούν, δίνουν αυτή τη στιγμή την εικόνα ενός κομματικού συστήματος σε μεταβατική κατάσταση. Από τη μια μεριά υπάρχει η κεντρική οργανωτική δομή των πολιτικών κομμάτων, με τη δική τους στελεχιακή ιεραρχία, με τη δική τους πολιτική «ατζέντα», με τη δική τους πολιτική στρατηγική. Από την άλλη μεριά υπάρχουν τοπικά στελέχη και συσπειρώσεις, με τις δικές τους προτεραιότητες και τη δική τους «ατζέντα». Στη μεταπολιτευτική περίοδο η δεύτερη κατάσταση εντασσόταν (υποτασσόταν) οργανικά στην πρώτη. Σήμερα παρατηρείται στο σύνολο της χώρας μια διάρρηξη της σχέσης αυτής. Αν μάλιστα προχωρήσει τα επόμενα χρόνια η προοπτική της αιρετής περιφερειακής διοίκησης, πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι οι αλλαγές που θα επιβληθούν de facto στη δομή και στο χαρακτήρα των σημερινών πολιτικών κομμάτων, ακόμα και της αριστεράς, θα είναι κοσμογονικές.