Το Συνέδριο του Συνασπισμού επικύρωσε τη (δεδομένη) αλλαγή ηγεσίας και διαμόρφωσε μια νέα πλειοψηφία. Το γεγονός αυτό έχει αναμφίβολα μια ιστορική βαρύτητα: για πρώτη φορά μετά το 1974 στην ιστορία αυτού του πολιτικού χώρου (με όλες τις μετεξελίξεις του) ηττάται η κεντρική πολιτική γραμμή της ‘ανανεωτικής συνδιαχείρισης’ και διαμορφώνεται μια νέα ‘αριστερή’ πολιτική πλειοψηφία. Η εξέλιξη αυτή μπορεί να δημιουργήσει υπό προϋποθέσεις νέα δεδομένα στο χώρο της αριστεράς του κομματικού συστήματος, αφού: α) το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται σε κατάσταση δομικής κρίσης των σχέσεων εκπροσώπησής του, έχοντας εγκαταλειφθεί από τα μισθωτά στρώματα του ιδιωτικού τομέα, αλλά και έχοντας απολέσει τις επιρροές του στα διευρυνόμενα ‘φτωχά’ στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Οι κοινωνικές του προσβάσεις έχουν κατά βάσιν περιοριστεί στα (εξασφαλισμένα) στρώματα της κρατικής διοίκησης, δεχόμενες όμως και εκεί πιέσεις από τις αναδιαρθρώσεις που επιχειρεί η κυβέρνηση. β) το ΚΚΕ βρίσκεται σε κατάσταση πολιτικής και κοινωνικής περιχαράκωσης, αντιμετωπίζοντας πλέον οργανικά προβλήματα στρατηγικής και κοινωνικών συμμαχιών. Αναμφισβήτητα, η αλλαγή του σκηνικού στον ΣΥΝ πιέζει ακόμα περισσότερο το κόμμα αυτό, περιορίζοντας τα περιθώρια κινήσεων που είχε έως σήμερα.
Από την άλλη πλευρά, η δημιουργία νέων δεδομένων στο χώρο της αριστεράς, παρά την αλλαγή ηγεσίας και τους διαφαινόμενους νέους προσανατολισμούς, δεν μπορεί να θεωρείται ούτε αυτονόητη ούτε εύκολη υπόθεση. Θα μπορούσαν να επισημανθούν οι εξής κρίσιμοι παράμετροι που στοιχειοθετούν αυτήν την εκτίμηση:
α) η σχεδόν παντελής απουσία από την ελληνική κοινωνία μιας συνεκτικής αριστερής ταυτότητας. Αποτέλεσμα μακροχρόνιων εξελίξεων και πολιτικών εκ μέρους της παραδοσιακής καθεστωτικής αριστεράς, η ‘αριστερά’ στη σημερινή ελληνική κοινωνία συνιστά μια περιθωριακή και αδύναμη κατάσταση. Η ιδεολογική, κοινωνική και πολιτική της συνοχή είναι ασθενέστατη. Ακόμα και στις πλέον αυτονόητες για αυτήν ιδεολογικές ή θεσμικές θέσεις (π.χ. νομιμοποίηση των οικονομικών μεταναστών, επαναφορά της θανατικής ποινής, κ.λπ) διχάζεται. Η σημερινή αριστερά στην Ελλάδα είναι μια αριστερά που συγκροτείται κατά βάσιν στο συμβολικό – ιστορικό επίπεδο. Διατρέχεται από αντιφατικές ιδεολογικές θέσεις, ή κοινωνικές στάσεις, διχάζεται εύκολα σε πολιτικά ζητήματα, καταφεύγει σε δάνεια από τις κυρίαρχες ιδεολογίες και πολιτικές απόψεις. Η ανασύσταση μιας νέας αριστερής κοινωνικής ταυτότητας είναι το στρατηγικό σημείο που θα κρίνει το μέλλον των αριστερών κομμάτων στην Ελλάδα. Η ανασύσταση αυτή δεν είναι ‘εγκεφαλική’ διαδικασία. Προϋποθέτει την εξεύρεση των νέων εκείνων διαιρετικών τομών που μπορούν να αποτελέσουν τη βάση της πολιτικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης της αριστεράς και να διαμορφώσουν νέες κοινωνικές εκπροσωπήσεις. Κάτι τέτοιο, βεβαίως, απαιτεί μακροχρόνια στρατηγική και συνεπή αναφορά στις αντιθέσεις της κοινωνίας – μιας κοινωνίας που στο σύνολό της έχει αλλάξει βαθιά το αξιακό της πλαίσιο σε συντηρητική κατεύθυνση - χωρίς αμφιταλαντεύσεις και σεχταρισμούς. Ο στόχος μιας νέας κοινωνικής-πολιτιστικής και πολιτικής αριστεράς θα χρειαστεί χρόνο για να υλοποιηθεί και αυτό αποτελεί σοβαρό ανασχετικό στοιχείο.
β) η έλλειψη αριστερής κοινωνικής ταυτότητας έχει ως αποτέλεσμα τα κόμματα της αριστεράς και πριν απ’όλα ο Συνασπισμός, να στερούνται σήμερα οργανικών κοινωνικών συμμαχιών. Οι πολιτικές προσβάσεις και τα εκλογικά ποσοστά αυτού του χώρου προέρχονται κατά βάσιν από ό,τι απομένει σε ατομικό επίπεδο, από τις ιστορικές κοινωνικές προσβάσεις και τα παλαιά κοινωνικά κινήματα. Για το λόγο αυτό άλλωστε καταγράφονται τόσο μικρές επιρροές στις νεότερες γενιές και στις μικρότερες ηλικίες. Η ανασύσταση της αριστερής ταυτότητας θα μπορέσει να υλοποιηθεί μόνο στη βάση της συγκρότησης μιας νέας σχέσης κοινωνικής εκπροσώπησης. Τα επόμενα δύο χρόνια θα είναι κρίσιμα σ’αυτήν τη διαδικασία. Η σχέση που θα αναπτυχθεί με τα όποια κοινωνικά κινήματα προκύψουν και ο τρόπος που ο Συνασπισμός θα συμβάλλει στην αυτονομία τους και στην πολιτική τους ωρίμανση θα κρίνει αν μπορεί να ελπίζει κανείς σε αλλαγές. Επίσης, οι δημοτικές εκλογές του 2006 θα αποτελέσουν κομβικό σημείο. Αν ο Συνασπισμός συμβάλλει στη διαμόρφωση κοινωνικών κινηματικών συσπειρώσεων, ανοικτών στις αντιθέσεις των τοπικών κοινωνιών, με ισχυρή παρουσία νέων πολιτικών προσώπων και με ισχυρές πρωτοβουλίες ανάδειξης ‘ατζέντας’, τότε όχι μόνο μπορεί να ελπίζει σε καλά αποτελέσματα και οι προσβάσεις που θα κατακτήσει θα είναι αποτέλεσμα μιας αυτόνομης δυναμικής, αλλά θα έχει κάνει και ένα σημαντικό βήμα στη συγκρότηση μιας νέας κοινωνικής ριζοσπαστικής συμμαχίας.
γ) οι δύο προηγούμενες συνθήκες που ισχύουν σήμερα (απουσία ταυτότητας και κοινωνικών συμμαχιών) έχουν ως αποτέλεσμα τη γραφειοκρατικοποίηση του Συνασπισμού ως κόμματος και την πολιτική-οργανωτική αδυναμία του να αποτελέσει εργαλείο απελευθέρωσης κοινωνικών δυναμικών, όπως θα έπρεπε να κάνει ένα δημοκρατικό αριστερό κόμμα. Η μορφή του σημερινού κόμματος αποτελεί, ίσως, το σημαντικότερο εμπόδιο στην εκπλήρωση των δύο συνθηκών που περιγράφηκαν παραπάνω. Π.χ. πόσο εύκολο θα είναι για το ‘οργανωμένο κόμμα’, με τις σημερινές ηγετικές τοπικές του ομάδες και το πλαίσιο συμφερόντων μέσα στο οποίο λειτουργούν στις τοπικές κοινωνίες, να συμβάλλει στη δημιουργία ευρύτερων κοινωνικών συσπειρώσεων ενόψει των δημοτικών εκλογών;
Αν η έννοια του αριστερού κόμματος παραπέμπει στη συγχώνευση της (επαναστατικής) θεωρίας με το κοινωνικό κίνημα, τότε είναι προφανές ότι το κόμμα του Συνασπισμού στη σημερινή του μορφή, με τη σημερινή του λειτουργία και με τις σημερινές παγιωμένες εσωκομματικές σχέσεις δεν είναι δυνατόν να συμβάλλει ούτε στην ανασύσταση της αριστερής ταυτότητας ούτε στη συγκρότηση και εκπροσώπηση νέων κοινωνικών συμμαχιών. Συνεπώς, χρειάζεται μια σημαντική εσωτερική ανατροπή στη δομή, τη φιλοσοφία και τη λειτουργία του, προφανώς και στους ανθρώπους που το συναποτελούν. Είναι εφικτό κάτι τέτοιο;
Η νέα ηγεσία του Συνασπισμού θα κριθεί από τον τρόπο και το ρυθμό με τον οποίο θα απαντήσει στις τρεις παραπάνω διαδικασίες. Εχει μπροστά της ένα εξαιρετικά δύσκολο και περίπλοκο έργο, ενώ ταυτόχρονα δεν έχει μεγάλα χρονικά περιθώρια και, βεβαίως, έχει να αντιμετωπίσει τη δυσπιστία, την αδιαφορία ή την απογοήτευση μεγάλου μέρους των αριστερών της βάσης, λόγω των χειρισμών της προηγούμενης ηγεσίας σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ένα πρώτο κρίσιμο τεστ για τη νέα ηγεσία θα είναι να μπορέσει να ‘συγκινήσει’ στο μέτρο του εφικτού αυτό το δυναμικό, το οποίο αποτελεί και βαρόμετρο για την ενεργοποίηση ευρύτερων κοινωνικών ομάδων, κυρίως σε τοπικούς ή εργασιακούς χώρους.
|