Χριστόφορος Βερναρδάκης TwitterFacebookYouTubeLinkedInGoogle Plus
 



Broadcast live streaming video on Ustream



Ο Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς μπροστά στις εκλογές – Ορισμένες «αφανείς» τάσεις του εκλογικού σώματος
Ενα από τα βασικότερα διακυβεύματα των εκλογών αυτών είναι το ποσοστό που θα λάβει τελικά ο Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς και τα ενωτικά ψηφοδέλτια που έχουν συγκροτηθεί. Οι εκτιμήσεις της VPRC που προέρχονται τόσο από τις συστηματικές έρευνες του τηλεφωνικού βαρόμετρου όσο και από την τελευταία έρευνα με κάλπη συγκλίνουν στο όριο του 3%, με ένα μικρό περιθώριο στατιστικού σφάλματος. Επειδή η διαχρονική τάση του ποσοστού υπήρξε συστηματικά ανοδική θα πρέπει μάλλον να αποκλειστεί το ενδεχόμενο το τελικό ποσοστό να είναι κάτω από το όριο αυτό. Το ερώτημα που τίθεται από πολλούς/ές είναι πόσο πιο πάνω από το 3% μπορεί να φθάσει. Η απάντηση δεν είναι εύκολη προφανώς, ωστόσο ορισμένες ενδείξεις μπορούν να καταγραφούν:
 
α) Είναι καταγεγραμμένο γεγονός, ότι η συγκρότηση του Συνασπισμού Ριζοσπ.Αριστεράς άργησε να γίνει και άρα να καταγραφεί η νέα ιδεολογικο-πολιτική σύνθεση που εκφράζει. Μέχρι πριν ένα μήνα, μόλις το ένα τρίτο της κοινής γνώμης γνώριζε τη συγκρότησή του. Η Ερευνα Πολιτικής Συμπεριφοράς της VPRC (Ιανουάριος 2004) επιχειρώντας να διερευνήσει σε βάθος τις επιδράσεις της συγκρότησης του σχήματος, κατέληξε σε ένα ποσοστό 5.8% του εκλογικού σώματος που αποτελείται από πολίτες που, ταυτοχρόνως, γνώριζαν την ύπαρξη της συνεργασίας, αναγνώριζαν ότι γι’αυτούς έχει ‘πολύ μεγάλη και μεγάλη σημασία’ και τοποθετούνταν στις αριστερές θέσεις της κλίμακας Αριστερά / Δεξιά (1, 2 και 3). Το ποσοστό αυτό αποτελεί κατά κάποιο τρόπο τον ευρύτερο πολιτικό περίγυρο του χώρου, το ακροατήριο που δυνάμει θα μπορούσε να αποτελέσει και εκλογική βάση.
 
β) Ο σκληρός εκλογικός πυρήνας του συνδυασμού, αποτελούμενος από πολίτες που δηλώνουν ότι ‘μόνον τον Συνασπισμό Ριζοσπαστικής Αριστεράς και κανέναν άλλο πολιτικό χώρο μπορούν να ψηφίσουν’ καταγράφηκε στην ίδια έρευνα στο 2.5%. Το ποσοστό αυτό θα μπορούσε να εκληφθεί και ως το κάτω όριο εκλογικής επιρροής. Δίπλα στο ποσοστό αυτό κινείται ένα άλλο της τάξης του 1% που είναι ‘πιθανόν να ψηφίσει τον Συνασπισμό’ σε αυτές τις εκλογές και που αποτελεί τον κύκλο άμεσης πολιτικής επιρροής. 
 
γ) Το τελικό ποσοστό του Συνασπισμού Ριζοσπ.Αριστεράς θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό από την τελική συσπείρωση σε σχέση με τους ψηφοφόρους του κόμματος στις εκλογές του 2000. Μέχρι σήμερα, τα σχετικά ποσοστά κυμαίνονται περίπου στα επίπεδα του 60%. Από το ποσοστό δηλ. του 2000 (3.2% επί των εγκύρων) μόλις το 1.9% δείχνει αποφασισμένο να ξαναψηφίσει το συνδυασμό. Η υπόλοιπη πρόθεση ψήφου προέρχεται από άλλους χώρους (ΠΑΣΟΚ, νέοι ψηφοφόροι, Λευκό/Ακυρο/Αποχή και μικρότεροι συνδυασμοί). Το στοιχείο αυτό δείχνει το πόσο ευμετάβλητο – ασταθές είναι το εκλογικό σώμα του Συνασπισμού, κάτι το οποίο καθιστά πολύ δύσκολη την εκτίμηση για το τελικό ποσοστό. Ετσι, ενώ η συσπείρωση των δυνάμεων που έχει γίνει πράγματι προσφέρει σημαντικό μερίδιο εκλογικής δύναμης και δημιουργεί την αίσθηση ‘μικρού πολιτικού ρεύματος’ εντούτοις, ακριβώς επειδή δεν αθροίζεται στο παλαιό 3.2% του ΣΥΝ αλλά σε υποσύνολό του, κυμαίνεται στα όρια του 3%. Αρα, όσο περισσότεροι/ες παλαιοί ψηφοφόροι του ΣΥΝ ξαναψηφίσουν την επόμενη Κυριακή τον χώρο τόσο μεγαλύτερη θα είναι η καταγραφή της δυναμικής της ενότητας που δημιουργήθηκε.
 
δ) Υπάρχει, τέλος, από πολλούς η απορία γιατί το ΚΚΕ καταφέρνει, παρά τις διαρροές που επίσης έχει, κυρίως προς ΝΔ και προς ΠΑΣΟΚ, να διατηρείται στα ίδια περίπου εκλογικά επίπεδα. Η απάντηση είναι προφανής. Το ΚΚΕ είναι το κόμμα με την περισσότερο δομημένη ιδεολογικά και πολιτικά ταυτότητα. Μπορεί η ταυτότητα αυτή να είναι ‘αρχαϊκή’ ή ‘κλειστοφοβική’, δεν παύει να είναι όμως μία ταυτότητα συγκεκριμένη και συμπαγής. Αντίθετα, ο χώρος της υπόλοιπης αριστεράς διασχίζεται ιστορικά από μεγάλες αντιφάσεις, που έχουν την επίδρασή τους στην κοινή γνώμη. Μεγάλο τμήμα αριστερών ψηφοφόρων διατυπώνει ακόμη και σήμερα το φόβο για μια ενδεχόμενη συνεργασία ΣΥΝ-ΠΑΣΟΚ μετά τις εκλογές, στη βάση μιας ιστορικής πολιτικο-ιδεολογικής ταυτότητας που έχει στο μυαλό του. Στο ζήτημα αυτό οι μετεκλογικές, πλέον, εξελίξεις θα είναι καθοριστικές σε σχέση με τους συσχετισμούς και τις πολιτικές της αριστεράς.