Η εβδομάδα που πέρασε χαρακτηρίστηκε από την εκλογή του Γ.Παπανδρέου στην προεδρία του ΠΑΣΟΚ με άμεση εκλογή και από την προσχώρηση σε αυτό των πρώην στελεχών της Ν.Δ. και της κεντρο-αριστεράς (Μάνος, Ανδριανόπουλος, Δαμανάκη, Ανδρουλάκης). Τα δύο αυτά γεγονότα επέδρασαν ελάχιστα στον εκλογικό συσχετισμό, κυρίως γιατί αλληλοεξουδετερώθηκαν. Αναλυτικότερα:
Η άμεση εκλογή του Γ.Παπανδρέου κινητοποίησε ένα μεγάλο αριθμό εκλογέων του ΠΑΣΟΚ και δημιούργησε αναμφισβήτητα ένα θετικό κλίμα συσπείρωσης στο κυβερνών κόμμα. Ταυτόχρονα, ωστόσο, πόλωσε απέναντί του τους ψηφοφόρους των άλλων κομμάτων, καθώς και ένα μεγάλο κομμάτι των λεγόμενων ‘αναποφασίστων’. Η θετική ψυχολογία που δημιουργεί μια τέτοια κίνηση στο εσωτερικό ενός κόμματος έχει την αντανάκλασή του σε ένα – πιθανότατα – αρνητικό κλίμα στην ευρύτερη κοινωνία. Οι εκλογικοί λοιπόν συσχετισμοί δεν στάθηκε κατά συνέπεια δυνατόν να ανατραπούν.
Η διεύρυνση του ΠΑΣΟΚ με τη σειρά της, αν και δεν έχει ακόμη αποτυπωθεί ολοκληρωμένα στο επίπεδο των προεκλογικών συσχετισμών, εμφανίζεται αρκετά προβληματική. Το ΠΑΣΟΚ θα έπρεπε – και αυτό διεφάνη αρχικά ότι θα γινόταν με την αντικατάσταση Σημίτη και την εκλογή του Γ.Παπανδρέου – να κινηθεί προς τις εκλογές ξαναβρίσκοντας τη λαϊκότητά του και ανασυνθέτοντας τη συμπαγή κοινωνική βάση των ‘μη-προνομιούχων’, όπως θα άρμοζε σε ένα τυπικό σοσιαλδημοκρατικό πολιτικό κόμμα. Η ρήξη με τον ‘σημιτικό εκσυγχρονισμό’ εμφανίσθηκε ως αναγκαία, από τη στιγμή που το κόμμα κλυδωνιζόταν τόσο σε ιδεολογικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Οι συγκεκριμένες όμως διευρύνσεις που επιχειρεί σήμερα βρίσκονται σε ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Ακυρώνουν το παραδοσιακό ιστορικό στίγμα του κόμματος και επιβεβαιώνουν ότι αρχίζει πλέον να απέχει πολύ από την εργατική – λαϊκή σοσιαλδημοκρατία και να προσεγγίζει το χαρακτήρα ενός σοσιαλ-φιλελεύθερου κόμματος, κατά τα πρότυπα του Νέου Εργατικού Κόμματος του Τόνυ Μπλέρ. Η ιστορική αυτή αλλαγή στη φυσιογνωμία του ΠΑΣΟΚ έρχεται ως συνέχεια και όχι ως ρήξη με την ‘περίοδο Σημίτη’. Δημιουργεί έτσι μεγάλο πρόβλημα στην εκλογική συνοχή του κόμματος, παρά τα αναμφισβήτητα φαινόμενα πολιτικού κυνισμού που παρατηρούνται συνολικά στο κομματικό σύστημα. Η προσέλκυση των στελεχών αυτών δεν είναι ικανή να προσδώσει χαρακτήρα κοινωνικής διεύρυνσης (πρόκειται για πολιτικά πρόσωπα, η δημοτικότητα των οποίων είναι εξαιρετικά χαμηλή και δεν ξεπερνά το ποσοστό του 25%, στους δε ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ είναι ακόμα χαμηλότερη). Κινδυνεύει αντίθετα να δώσει ένα τόσο ‘χαλαρό’ ιδεολογικό στίγμα που να προκαλέσει κατάσταση αποσυσπείρωσης του παραδοσιακού κοινωνικού κορμού. Οταν το πρόβλημα του σημερινού ΠΑΣΟΚ είναι ότι υπολείπεται της ΝΔ στα ‘φτωχά’ και ‘λαϊκά’ κοινωνικά στρώματα, καταλαβαίνει κανείς γιατί η διεύρυνση αυτή καθίσταται προβληματική.
Βεβαίως, οι δυναμικές που αναπτύσσονται σήμερα στο ΠΑΣΟΚ θα φανούν πολύ μετά τις εκλογές. Η αλλαγή του κόμματος, η μετατόπιση των κοινωνικών εκπροσωπήσεων και οι νέες πολιτικές ηγεσίες που θα διαμορφωθούν θα δώσουν το στίγμα τους αργότερα. Μπορεί πράγματι η νέα πραγματικότητα να έχει κοινωνικό έρεισμα και να σταθεροποιηθεί. Δεν μπορεί όμως να αποκλειστεί το ενδεχόμενο, η νέα κατάσταση να εξελιχθεί σε πολιτικό τραγέλαφο και στην ουσία το κόμμα να μετεξελιχθεί σε ένα κόμμα ‘παραδοξολόγων’ (κάτι που στην περίπτωση του Στ.Μάνου και του Μ.Ανδρουλάκη, αλλά και του Α.Ανδριανόπουλου, είναι πολλές φορές ορατό). Σε κάθε περίπτωση το πολιτικό σκηνικό βαίνει σε συνολική ανατροπή. Το ΠΑΣΟΚ ως κόμμα των λαϊκών τάξεων της μεταπολίτευσης φαίνεται να τελειώνει οριστικά. Οι τελευταίες θα πρέπει να βρουν ενδεχομένως νέες πολιτικές εκπροσωπήσεις και νέα υποκείμενα εκπροσώπησης.
|