Απομένουν περίπου 35 ημέρες για τις εκλογές της 7ης Μαρτίου και το πολιτικό σκηνικό σε πολύ μεγάλο βαθμό είναι αποσαφηνισμένο. Αυτή τη στιγμή μπορούμε με ασφάλεια να σταθούμε στις εξής παραμέτρους:
Η κατάσταση του δικομματισμού
Ο δικομματισμός εμφανίζεται αλώβητος και το πιθανότερο είναι τα δύο μεγάλα κόμματα να υπερβούν κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες το αθροιστικό 87% των εκλογών του 2000. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από το σύνολο των συστηματικών (τηλεφωνικών και ‘πρόσωπο-με-πρόσωπο’) μετρήσεων της VPRC που δείχνουν ότι ο ευρύτερος αντιδικομματικός χώρος μόλις και ξεπερνά το 10% του εκλογικού σώματος. Ενδεχόμενο να βρεθεί ο δικομματισμός κάτω από το ποσοστό αυτό μπορεί να υπάρξει μόνο στην περίπτωση που το ΠΑΣΟΚ δείξει τις επόμενες ημέρες έντονα σημάδια πολιτικής αποσυσπείρωσης, κάτι όχι τελείως απίθανο μετά την τελευταία ‘υπόθεση Πάχτα’.
Η επιρροή της Ν.Δ.
Ο ένας πόλος του δικομματισμού, η Ν.Δ., εμφανίζεται σήμερα ισχυρότατος και συμπαγέστατος. Αν εξαιρέσει κανείς τις εντελώς ιδιαίτερες εκλογές της μεταπολίτευσης του 1974, η Ν.Δ. για πρώτη φορά στην ιστορία της εμφανίζει τόσο διευρυμένη κοινωνική και ιδεολογική επιρροή, η οποία μπορεί και να ξεπεράσει το 47% του εκλογικού σώματος. Στο 42.9% των εκλογών του 2000 (ποσοστό που εμφανίζει ελάχιστες διαρροές), η Ν.Δ. θα αθροίσει ένα σημαντικό ποσοστό εισροών από το ΠΑΣΟΚ (με τις μετριοπαθέστερες εκτιμήσεις θα είναι περίπου 3% του εκλογικού σώματος) και αξιοσημείωτο ποσοστό εισροών από όλα τα κόμματα της αριστεράς (ΚΚΕ, ΣΥΝ και ΔΗΚΚΙ). Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμισθεί το γεγονός, ότι με βάση το σημερινό πολιτικό περιβάλλον, όσο το ΠΑΣΟΚ επιχειρεί να διεμβολίσει την αριστερά (είτε με προσχωρήσεις στελεχών της σε αυτό είτε με ιδεολογικές – συμβολικές αναφορές είτε, τέλος, με αναφορές σε κυβερνήσεις συνεργασίας) τόσο περισσότερο εμφανίζεται η λεγόμενη ‘αντικαθεστωτική ψήφος’, δηλαδή μετατόπιση ψηφοφόρων της αριστεράς προς τη Ν.Δ. για λόγους ‘πολιτικής αλλαγής’.
Η κρίση του ΠΑΣΟΚ
Ο άλλος πόλος του δικομματισμού, το ΠΑΣΟΚ, βαδίζει στις εκλογές τραυματισμένος τόσο πολιτικά όσο και ηθικά. Είναι πλέον βέβαιον, ότι αν δεν είχε συμβεί η αλλαγή ηγεσίας το εκλογικό αποτέλεσμα θα συνιστούσε μια πολιτική συντριβή για το ΠΑΣΟΚ και θα έμοιαζε πολύ (με αντίστροφη φορά) με το αποτέλεσμα των εκλογών του 1981. Με την αλλαγή ηγεσίας κατάφερε αφενός μεν να συσπειρώσει ένα σημαντικό τμήμα παλαιών ιστορικών ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ και αφετέρου να δημιουργήσει ενδιαφέρον για την πολιτική και προσδοκίες ανανέωσης της εικόνας της σε ένα μεγάλο τμήμα νέων, αλλά αδιάφορων για την πολιτική, ψηφοφόρων. Ωστόσο, δεν ανέκοψε τις διαρροές προς τη ΝΔ που είναι εξαιρετικά συμπαγείς και αποφασισμένες για την ψήφο τους εδώ και πολύ καιρό και, βεβαίως, δεν καταφέρνει, σήμερα τουλάχιστον, να διεισδύσει στον συμπαγή εκλογικό πυρήνα της ΝΔ. Το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται την ώρα αυτή σε ένα εξαιρετικά κρίσιμο σημείο σε σχέση με τις εκλογές του Μαρτίου. Υπάρχουν ενδείξεις αποσυσπείρωσης, λόγω των πρόσφατων περιστατικών, υπάρχουν ακόμη ενδείξεις μείωσης της επιρροής στο τμήμα εκείνο της νεολαίας που ‘ενδιαφέρθηκε’ για το πείραμα Παπανδρέου. Η αντίφαση, επίσης, μεταξύ συνέχειας και τομής με τη φθαρμένη σημιτική διακυβέρνηση (μόλις το 5% του εκλογικού σώματος υποστηρίζει τη συνέχεια της πολιτικής Σημίτη) έχει προβληματίσει και το τμήμα εκείνο του παλαιού ιστορικού ΠΑΣΟΚ που θα ήθελε σαφέστερες και πιο γρήγορες τομές. Όλα αυτά δεν αποκλείεται να δημιουργήσουν μια ‘παράσταση ήττας’ στο κυβερνών κόμμα, γεγονός που θα ήταν καταλυτικό ως προς τη διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων. Το ΠΑΣΟΚ θα επιχειρήσει μια τελευταία επικοινωνιακή και πολιτική αντεπίθεση με βάση το Συνέδριο και την άμεση εκλογή του Γ.Παπανδρέου από διευρυμένο σώμα. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, βάσει των σημερινών δεδομένων, το ΠΑΣΟΚ υπό τις καλύτερες συνθήκες δεν φαίνεται να μπορεί να ξεπεράσει το 42-43%.
Η αριστερά και οι προοπτικές του Συνασπισμού της ριζοσπαστικής αριστεράς
Θα μπουν τα κόμματα της αριστεράς στη Βουλή τον ερχόμενο Μάρτιο; Για το ΚΚΕ αυτό είναι σίγουρο, αν και τα ποσοστά του εμφανίζονται μειωμένα σε σχέση με το 2000. Για το ΔΗΚΚΙ ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Εμφανίζοντας επιρροή της τάξης του 1-1.5% δεν έχει ελπίδες εισόδου.
Για το Συνασπισμό της ριζοσπαστικής αριστεράς και το ψηφοδέλτιο που έχει συγκροτηθεί οι ενδείξεις αρχίζουν να γίνονται θετικές, χωρίς σε καμία περίπτωση να συνιστούν εφησυχασμό. Ας υπογραμμίσουμε κατ’αρχήν δύο αρνητικά στοιχεία που παρατηρούνται εν’όψει της εκλογικής μάχης. Το πρώτο, μικρότερης σημασίας, αφορά το γεγονός ότι ο συνδυασμός άργησε να εμφανισθεί χρονικά. Σήμερα ακόμη, μόλις το 45-47% του εκλογικού σώματος είναι πληροφορημένο για το ενωτικό ψηφοδέλτιο του Συνασπισμού και εξ’αυτών μόλις το 35% αξιολογούν τη σημασία του ως σημαντική. Τα ποσοστά αυτά απαιτείται να μεγαλώσουν τον επόμενο μήνα, διάστημα που δεν πρέπει να θεωρείται μεγάλο στο μέτρο που αυτή η προεκλογική εκστρατεία διεξάγεται σε ένα περιβάλλον ‘αποφασισμένου’ εκλογικού σώματος. Το δεύτερο στοιχείο αφορά τη συνοχή του εκλογικού σώματος της ανανεωτικής αριστεράς και του (παλαιότερου) Συνασπισμού. Το εκλογικό αυτό σώμα παρουσιάζει ισχυρό βαθμό μεταβλητότητας για τρεις βασικούς λόγους. Ο πρώτος είναι ότι ιστορικά η κουλτούρα του κυβερνητισμού και της συγκυβέρνησης υπερίσχυσε της κουλτούρας της αυτονομίας του χώρου. Ετσι, μετά το 1996 και την εκλογή Σημίτη αξιοσημείωτο κομμάτι της ανανεωτικής αριστεράς μετακινείται σε κάθε εκλογική αναμέτρηση προς το ΠΑΣΟΚ. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι ένα άλλο κομμάτι εκλογικής βάσης της ανανεωτικής αριστεράς εκινείτο προς αυτήν στη βάση κάποιων χαλαρών, κυρίως πολιτισμικών και όχι πολιτικών, κριτηρίων. Το κομμάτι αυτό είναι επίσης ευάλωτο σε μετακινήσεις και μάλιστα προς πολλαπλές κατευθύνσεις. Ο τρίτος λόγος, απόρροια των δύο προηγούμενων, είναι η κρίση της αριστερής ταυτότητας, η προϊούσα δηλαδή αποψίλωση του αριστερού εκλογικού σώματος και δη του ανανεωτικού, από στοιχεία ιδεολογικής, πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής συνοχής.
Το συμπέρασμα απ’όλα αυτά είναι ότι ο βαθμός συσπείρωσης του σημερινού Συνασπισμού σε σχέση με τους ψηφοφόρους του 2000 κινείται κατά μέσο όρο μεταξύ 55-60%, δηλαδή από το 3.2% των προηγούμενων εκλογών η βάση εκκίνησης καταγράφεται μεταξύ 1.7 και 2%. Σ’αυτό το ποσοστό υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι θα (ή μπορεί να) προστεθεί: α) περίπου μισή ποσοστιαία μονάδα που δηλώνει πρόθεση να μετακινηθεί από το ΠΑΣΟΚ προς τη ριζοσπαστική αριστερά, β) περίπου μισή ποσοστιαία μονάδα από τους νέους ψηφοφόρους, ειδικό εκλογικό σώμα στο οποίο θα πρέπει να ριχτεί ιδιαίτερο βάρος ώστε να ενδυναμωθούν τα ποσοστά αφού υπάρχουν περιθώρια, γ) οριακή, πλην σημαντική για τα δεδομένα του συνδυασμού, μετακίνηση ψηφοφόρων του ΚΚΕ, της (παλαιάς) άκρας αριστεράς και ανεξάρτητων αντι-κομματικών πολιτών (υπολογίζεται σε 0.3-0.4%).
Προφανώς, επιβάλλεται επίσης να μην υποτιμηθεί η προσπάθεια αύξησης της συσπείρωσης του παλαιού Συνασπισμού.
Για να επιβεβαιωθούν και στην κάλπη οι παραπάνω τάσεις και με δεδομένο ότι το σημερινό εκλογικό σώμα είναι και σταθεροποιημένο και δικομματικής επιρροής, η πορεία προς τις εκλογές θα πρέπει να γίνει με όρους κοινωνικής ενεργοποίησης και κινητοποίησης. Χρειάζεται ένα είδος ‘πορείας προς το λαό της αριστεράς’, που αποτελεί συνολικά το 15-17% του γενικού εκλογικού σώματος. Οι αριστεροί πολίτες και όσοι/ες στέκονται επικριτικά απέναντι στο υφιστάμενο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα πρέπει να γίνουν συμμέτοχοι της αντίστασης απέναντι στους μονόδρομους της εξουσίας και των θεσμών επικοινωνίας της.
|