Οι δημοσκοπήσεις που δημοσιοποιούνται τις μέρες αυτές δίνουν μια πρώτη αποτύπωση του εκλογικού και πολιτικού ανταγωνισμού, εν’όψει των εκλογών της 7ης Μαρτίου. Τα κρισιμότερα συμπεράσματα είναι τα εξής:
α) η συσπείρωση του ΠΑΣΟΚ, μετά την αλλαγή ηγεσίας, φθάνει περίπου το 80% της δύναμής του στις εκλογές του 2000. Η αντίστοιχη συσπείρωση της Ν.Δ. υπερβαίνει κατά τι το 90%. Μια λογική εκτίμηση για την εξέλιξη των δύο αυτών δεικτών θα ήταν ότι, το μεν ΠΑΣΟΚ θα φθάσει εντέλει σε ένα δείκτη συσπείρωσης κοντά στο 85% και η Ν.Δ. στο 95%. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το ΠΑΣΟΚ έχει ως ποσοστό εκκίνησης βάσει του 2000 το 37.5%, ενώ το αντίστοιχο της Ν.Δ. είναι το 40.8%. Η διαφορά στον πυρήνα των ψηφοφόρων των δύο κομμάτων ανέρχεται δηλαδή σε τρεις περίπου ποσοστιαίες μονάδες.
β) η μετακίνηση ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ 2000 προς τη σημερινή Ν.Δ. φθάνει περίπου το 10% της δύναμης του κόμματος, ήτοι περίπου 4 ποσοστιαίες μονάδες του εκλογικού σώματος. Το ποσοστό αυτό παραμένει σταθερό και ανεπηρέαστο από την αλλαγή ηγεσίας στο κυβερνών κόμμα. Πρόκειται, όπως φαίνεται, για ένα πολύ σκληρό πυρήνα ψηφοφόρων που έχουν λάβει απόφαση ψήφου εδώ και πολύ καιρό, αποδεικνύεται δε αυτό από το γεγονός ότι και στο ερώτημα του ‘καταλληλότερου πρωθυπουργού’ οι ίδιοι ψηφοφόροι προτιμούν τον Κ.Καραμανλή έναντι του Γ.Παπανδρέου. Το θετικό για το ΠΑΣΟΚ στοιχείο είναι ότι με την αλλαγή ηγεσίας άρχισε δειλά-δειλά να εμφανίζεται στις έρευνες κοινής γνώμης και ένα μικρό ποσοστό ψηφοφόρων της Ν.Δ. που έχει την πρόθεση να ψηφίσει σήμερα ΠΑΣΟΚ. Το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 3% περίπου της δύναμης της Ν.Δ. 2000, ήτοι 1 μονάδα του εκλογικού σώματος. Ετσι, η σχέση μετακινήσεων μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων δίνει ένα θετικό ισοζύγιο για τη Ν.Δ. της τάξης των τριών ποσοστιαίων μονάδων. Αν η σχέση αυτή δεν αλλάξει, ή τουλάχιστον δεν μειωθεί, θα είναι εξαιρετικά απίθανο για το ΠΑΣΟΚ να αλλάξει τη φορά των πραγμάτων.
γ) οι μετακινήσεις από τα κόμματα της αριστεράς προς το ΠΑΣΟΚ είναι υπαρκτές, όμως πρέπει να σημειωθεί πώς έχουν αρχίσει να εμφανίζονται ορισμένες ποιοτικές και ποσοτικές διαφοροποιήσεις. Η περαιτέρω συμπίεση των κομμάτων αυτών ενδέχεται να αποδειχτεί μπούμερανγκ για το ΠΑΣΟΚ, στο μέτρο που προκαλεί και μία αντίστοιχης τάξεως μετατόπιση προς τη Ν.Δ. (‘αντιΠΑΣΟΚική’ ή ‘αντικαθεστωτική’ ψήφος). Ηδη, οι έρευνες που διεξάγονται αυτές τις μέρες καταγράφουν μια ισόρροπη μετακίνηση προς τα δύο μεγάλα κόμματα από το ΚΚΕ και τον ΣΥΝ. Αυτό δεν ισχύει για το ΔΗΚΚΙ, το οποίο συρρικνώνεται δραματικά και οι (εναπομείναντες) ψηφοφόροι του εμφανίζονται να κινούνται προς το ΠΑΣΟΚ (περίπου μία ποσοστιαία μονάδα).
δ) η ισχυρή, τέλος, διείσδυση του ΠΑΣΟΚ που παρατηρείται στους νέους ψηφοφόρους ενδέχεται να προσθέσει ακόμα μία περίπου ποσοστιαία μονάδα στο κυβερνών κόμμα. Αυτή τη στιγμή περίπου το 40% των νέων ψηφοφόρων εκδηλώνει την πρόθεσή του να κινηθεί προς το ΠΑΣΟΚ, έναντι του 25% της Ν.Δ. Μια λογική εξέλιξη θα είναι εντέλει, το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ να φθάσει το 50% και της Ν.Δ. το 35%. Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι το κομμάτι αυτό του εκλογικού σώματος είναι αρκετά ρευστό και ευμετάβλητο στην εκλογική / πολιτική συμπεριφορά του. Πολλά θα κριθούν κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας και, επίσης, από τον τελικό βαθμό συμμετοχής στις εκλογές του κομματιού αυτού.
Από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει μια γενική εικόνα που φέρει τη Ν.Δ. να προηγείται σήμερα με μία διαφορά της τάξης των 3-4 ποσοστιαίων μονάδων. Θα πρέπει να περιμένουμε όμως μερικές ακόμα εβδομάδες για να διαπιστώσουμε αν οι τάσεις αυτές σταθεροποιηθούν ή αν αντίθετα μεταβληθούν και προς ποία κατεύθυνση.
|