Ένα από τα περισσότερο ‘γνωστά’ στοιχεία των πολιτικών δημοσκοπήσεων αποτελεί η λεγόμενη ‘αδιευκρίνιστη ψήφος’. Πρόκειται για ένα ποσοστό που στις τελευταίες δημοσκοπήσεις κινείται περίπου στο όριο του 15-17%, στο οποίο περιλαμβάνονται οι ψηφοφόροι που στην ερώτηση της ‘πρόθεσης ψήφου’ απαντούν ‘Αποχή’, ‘Λευκό’, ‘Ακυρο’, ‘Δεν έχω αποφασίσει’ ή, τέλος, ‘Δεν απαντώ – δεν δηλώνω την πρόθεσή μου’. Το αθροιστικό αυτό ποσοστό χρησιμοποιείται, τόσο από τον Τύπο όσο και από τα ίδια τα πολιτικά επιτελεία, για να δείξει ότι, σε τελική ανάλυση, υπάρχει μια τέτοια ρευστότητα στο εκλογικό ώστε τα πάντα μπορεί να συμβούν. Κυρίως για το δεύτερο κόμμα, αποτελεί μια ‘ψυχολογική’ και ‘επικοινωνιακή’ ένεση, διότι συντηρεί μια ελπίδα ή μια προσδοκία αλλαγής, η οποία εκτός των άλλων στηρίζεται και σε μία ‘εξωπραγματική’ φιλοδοξία: ολόκληρο το ποσοστό αυτό, χωρίς διαρροές, με ενιαία λογική να κινηθεί αυστηρώς υπέρ ενός και μόνον κόμματος. Τα πράγματα ωστόσο είναι διαφορετικά:
Πρίν απ’όλα πρέπει να επισημανθεί, ότι κακώς όλες οι παραπάνω κατηγορίες ομαδοποιούνται ως ‘αδιευκρίνιστη ψήφος’: οι επιλογές του ‘Λευκού’ και του ‘Ακυρου’ είναι απολύτως διευκρινισμένες επιλογές ψήφου. Καταγράφονται στις δημοσκοπήσεις μεταξύ του 3-5%, όσο περίπου καταγράφονται και στις εθνικές εκλογές (άσχετα με το αν εκεί αφαιρούνται από τα έγκυρα ψηφοδέλτια). Επίσης, η επιλογή της αποχής από τις εκλογές που δηλώνεται στις έρευνες κοινής γνώμης είναι κι’αυτή μια απολύτως διευκρινισμένη επιλογή που καταγράφεται στο 3%, ελαφρώς μικρότερη μάλιστα από την πραγματική αποχή που παρατηρείται στη χώρα μας μεταπολιτευτικά. Συνεπώς, από το 15-17% της περίφημης ‘αδιευκρίνιστης ψήφου’ το 6-8% είναι εντελώς διευκρινισμένο.
Η επιλογή ‘Δεν απαντώ’ που καταγράφεται στις πολιτικές έρευνες σε ό,τι αφορά στην πρόθεση ψήφου οριακά, επίσης, εντάσσεται στην ‘αδιευκρίνιστη’ ψήφο. Διότι ο ερωτώμενος ναι μεν δεν δηλώνει την τελική του κομματική επιλογή, ωστόσο βάσει του συνολικού ερωτηματολογίου της έρευνας έχει δηλώσει την άποψή του για τη συγκυρία, έχει αξιολογήσει πρόσωπα, κόμματα και ασκούμενες πολιτικές, έχει ιεραρχήσει προτεραιότητες, έχει ‘μιλήσει’ για τις παλαιές του επιλογές, κ.ο.κ. Επίσης, η κατηγορία αυτή σχετίζεται και με μία άρνηση ή αδυναμία συμμετοχής του ερωτώμενου στη διαδικασία της έρευνας, γι’αυτό και απαντάται σε πολύ μεγάλης ηλικίας ανθρώπους (κυρίως γυναίκες) ή πολίτες με πολύ χαμηλό εκπαιδευτικό / μορφωτικό επίπεδο, οι οποίοι δεν γνωρίζουν αν και τι θα ψηφίσουν στις εκλογές, ενδεχομένως δε να μην είναι αυτοί που θα το αποφασίσουν αλλά κάποια μέλη του οικογενειακού τους περιβάλλοντος. Μπορεί λοιπόν η κατηγορία αυτή, με τη χρήση κατάλληλων τεχνικών πολιτικής και στατιστικής ανάλυσης να κατηγοριοποιηθεί με μεγάλη προσέγγιση. Η εμπειρία δε δείχνει με μεγάλη πιστότητα ότι το τμήμα αυτό της κοινής γνώμης συμπεριφέρεται ανάλογα με το σύνολο της κοινής γνώμης.
Αν λοιπόν από την ‘αδιευκρίνιστη ψήφο’ αφαιρεθούν όλες οι παραπάνω διευκρινιζόμενες ή και διευκρινισμένες συμπεριφορές τι απομένει; απομένει το πραγματικό ποσοστό αναποφάσιστων πολιτών, το οποίο δεν υπερβαίνει το 3-4%.
Αλλά και αυτό το ποσοστό δεν είναι ούτε ουδέτερο ούτε ενιαίο. Το μικρό αυτό κομμάτι της κοινωνίας είναι αναποφάσιστο σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Έχει όμως ιστορία, έχει γνώμη, έχει αποκλεισμένες ήδη επιλογές, δεν έχει όμως καταλήξει σε μία. Δεν πρόκειται για μία άμορφη μάζα ψηφοφόρων που μπορεί να μετακινηθεί εξίσου από το ένα κόμμα στο άλλο και μετά στο τρίτο. Κι’αυτό γιατί όπως έχει αποδειχτεί, η διαδικασία διαμόρφωσης επιλογής ψήφου και συγκρότησης πολιτικής ταυτότητας είναι μια βαθύτερη διαδικασία, στην οποία συμμετέχουν ταξικοί, οικογενειακοί, κοινωνικοί, εισοδηματικοί, ψυχολογικοί και άλλοι παράγοντες. Ο δήθεν αναποφάσιστος έχει ιστορία, έχει εγχαραγμένες ιδεολογικές επιλογές, έχει σύμβολα που τον κινητοποιούν ή τον απωθούν, έχει συγκεκριμένα προβλήματα. Κατά συνέπεια, δεν γεννάται εκ παρθενογενέσεως η όποια επιλογή του.
|