Χριστόφορος Βερναρδάκης TwitterFacebookYouTubeLinkedInGoogle Plus
 



Broadcast live streaming video on Ustream



Δεν ευθύνεται ο εκλογικός νόμος για το δικομματισμό
 Υπάρχει στη δημόσια συζήτηση της χώρας η παλαιά συνήθεια να συσχετίζεται με απλοϊκό τρόπο ο εκλογικός νόμος με τον τύπο διακυβέρνησης (μονοκομματικές κυβερνήσεις ή κυβερνήσεις συνεργασίας). Υποστηρίζεται δηλαδή, ότι ο υφιστάμενος εκλογικός νόμος οδηγεί σε μονοκομματικές (αυτοδύναμες) κυβερνήσεις, ενώ ένας αναλογικότερος νόμος (ή μια καθαρή απλή αναλογική) θα οδηγούσε σε κυβερνήσεις συνεργασίας. Οι τελευταίες, για κάποιο μυστήριο λόγο, τείνουν στη δημόσια φιλολογία να θεωρούνται δογματικά «καλύτερες» από τις μονοκομματικές, χωρίς τις περισσότερες φορές να διευκρινίζεται σε τί ακριβώς εντοπίζεται το «καλύτερο» («αποτελεσματικότερες», «δημοκρατικότερες», «ελαστικότερες»;). 
 
 H συνήθεια αυτή είναι άγονη γιατί επιμένει να συσχετίζει δύο εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα, αφενός μεν τον τύπο διακυβέρνησης που επιλέγεται αφετέρου δε την κοινωνική δυναμική των κομμάτων. Η άποψη που λανθάνει στην αντίληψη αυτή είναι ότι οι εκλογικοί νόμοι ‘φτιάχνουν’ τους πολιτικούς συσχετισμούς, ενώ στην πραγματικότητα σε μια δημοκρατική κοινωνία συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: οι κοινωνικοί – πολιτικοί συσχετισμοί είναι αυτοί που επιβάλλουν ένα συγκεκριμένο εκλογικό σύστημα, το οποίο καλείται πάντοτε να λειτουργήσει ως εργαλείο εξισορρόπησης μεταξύ πολιτικού συστήματος και κοινωνικών συσχετισμών.
 
 Αν ο δικομματισμός είναι σήμερα ισχυρός στην Ελλάδα δεν οφείλεται στον εκλογικό νόμο. Οφείλεται στο γεγονός ότι α) στην ελληνική κοινωνία παρουσιάζονται εδώ και αρκετά χρόνια, σε τελική ανάλυση, μόνον δύο πολιτικοί φορείς εφικτών προγραμμάτων διακυβέρνησης και, β) στο γεγονός ότι οι εκτός δικομματισμού πολιτικές δυνάμεις δεν αμφισβήτησαν ουσιαστικά και ριζικά αυτά τα προγράμματα διακυβέρνησης, δεν πρότειναν ένα διαφορετικής φιλοσοφίας πολιτικό σύστημα και συνεπώς δεν συγκρότησαν κοινωνικές δυνάμεις αντίθετες στις κυρίαρχες πολιτικές. Εγκλωβίστηκαν σε επιμέρους κριτικές ή αρχαϊκού τύπου αντιπαραθέσεις.
Υπό τις υπάρχουσες συνθήκες, αν υποθέσουμε ότι καθιερωνόταν αύριο ένα σύστημα απλής αναλογικής το πιθανότερο είναι ότι θα οδηγούμασταν, μπροστά στον κίνδυνο μιας έστω και συγκυριακής ακυβερνησίας, σε ενίσχυση του δικομματισμού και στη δυνατότητα – ακόμα κι’έτσι – συγκρότησης μονοκομματικής κυβέρνησης. Και αυτό γιατί δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι το διακύβευμα κάθε εκλογής στην αστική δημοκρατία είναι η επιλογή κυβέρνησης και όχι η εν γένει εκλογική καταγραφή των πολιτικών τάσεων.
Αλλά και αντίστροφα, αν ένα μικρότερο πολιτικό κόμμα κατάφερνε να δημιουργήσει ένα πολιτικό ρεύμα, αυτό θα οφειλόταν στη δημιουργία ενός ριζοσπαστικού εναλλακτικού πολιτικού προγράμματος, γεγονός που θα υπερέβαινε τα χειραγωγικά όρια ενός μη-αναλογικού εκλογικού νόμου, αλλά και θα ακύρωνε πιθανότατα έτσι μια προγραμματική συγκυβέρνηση.      
 
 Για να δημιουργηθούν εμπράκτως συνθήκες συμμαχικών κυβερνήσεων προ-απαιτείται στην πραγματικότητα οι δύο πόλοι του κομματικού συστήματος, ο κεντροαριστερός και ο κεντροδεξιός (ή και ο ένας εκ των δύο), να αποκτήσουν πολλαπλές κομματικές εκφράσεις. Να δημιουργηθούν νέα κόμματα, δηλαδή νέες (και ίσως διαφορετικές από τις σημερινές) συγχωνεύσεις πολιτικού προγράμματος και κοινωνικών δυνάμεων. Οπως ακριβώς συμβαίνει εδώ και χρόνια στη Γαλλία, όπου ο πόλος της Αριστεράς περικλείει πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους κόμματα, ομοίως δε και ο πόλος της Κεντροδεξιάς. Και όπως συμβαίνει ουσιαστικά και στη Γερμανία, στην Ιταλία και όπου αλλού απαντώνται συμμαχικές (κεντροαριστρές ή κεντροδεξιές) κυβερνήσεις. Ομως στην Ελλάδα, εδώ και μια δεκαετία περίπου, ο διπολισμός του κομματικού συστήματος ταυτίζεται ολοένα και περισσότερο με τα όρια του δικομματισμού. Ο τελευταίος με τις εκλογές του 2000 έδειξε ισχυροποιημένος, ενώ με τις Δημοτικές/Νομαρχιακές εκλογές του 2002 επεκτάθηκε και στο επίπεδο των τοπικών κοινωνιών. Αντιλαμβάνεται, κατά συνέπεια, κανείς, ότι με τις υπάρχουσες συνθήκες αν ένα από τα δύο μεγάλα ελληνικά κόμματα ήθελε να προχωρήσει σε συμμαχική διακυβέρνηση θα ήταν σαν να συμμαχούσε με τον εαυτό του!
 
 Η συζήτηση περί κεντροαριστερής (συμμαχικής) διακυβέρνησης που ξεκίνησε πρόσφατα παρουσιάζει λοιπόν πολλά λογικά χάσματα. Δίνει δε την εντύπωση ότι ο εκλογικισμός αποτελεί τον ανυπέρβλητο ορίζοντα της πολιτικής ανάλυσης στη χώρα μας. Εν τω μεταξύ, οι υπαρκτές ανάγκες για εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος, για προτεραιότητα της πολιτικής έναντι της οικονομίας, για ουσιαστική αντιπροσώπευση, για έλεγχο του πολιτικού χρήματος και για καθιέρωση κανόνων ισότητας στον πολιτικό ανταγωνισμό παραπέμπονται στις καλένδες. Τόσο τα προβλήματα της διακυβέρνησης όσο και τα θέματα του εκλογικού νόμου και του πολιτικού ανταγωνισμού γίνονται αντικείμενο συζήτησης μόνον υπό το πρίσμα της νομής της εξουσίας. Και για το λόγο αυτό απαιτείται πράγματι μια μεγάλη υπέρβαση.