Προκαλεί εντύπωση ο τρόπος που η γαλλική, αλλά και γενικότερα η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, υποδέχθηκε το αποτέλεσμα των γαλλικών προεδρικών εκλογών.
Καθηλωμένες σε μια πρωτοφανή απο-διανοητικοποίηση τα τελευταία χρόνια, πολιτικοί, δημοσιογράφοι και διανοούμενοι «εξεπλάγησαν» με τα αυτονόητα.
Ετσι και πριν λίγες ημέρες η «έκπληξη» Λεπέν κυριάρχησε στον γαλλικό και στον ευρωπαϊκό Τύπο, μια «έκπληξη» που ωστόσο ήταν εμφανής και προδιαγεγραμμένη. Ολες οι προεκλογικές δημοσκοπήσεις, τουλάχιστον από τον περασμένο Νοέμβριο, έδειχναν συνεχή πτωτική τάση για τον Jospin και συνεχή ανοδική τάση για τον Λεπέν. Η ‘ατζέντα’ επίσης που κυριάρχησε κατά την προεκλογική περίοδο, δηλαδή το τρίπτυχο ανεργία – ανασφάλεια – μετανάστευση, υπήρξε το καλύτερο δώρο στον ακροδεξιό υποψήφιο, ο οποίος με «συνέπεια» τα τελευταία 25 χρόνια οικοδομεί με τα συστατικά αυτά τον πολιτικό του λόγο.
Την «έκπληξη» διαδέχθηκε η ιστορική «αμνησία». Ξεχάστηκε, δηλαδή, ότι η Ακρα Δεξιά στις προεδρικές εκλογές του 1995 είχε κερδίσει ποσοστό 19.7% (LePen 15% και de Villiers 4.7%), ενώ σήμερα έφθασε (LePen και Megret) το 19.2%. Εμφάνισε δηλαδή πτώση και όχι άνοδο, όπως αυθαίρετα υποστηρίζεται. Ξεχάστηκε, επίσης, το γεγονός ότι ανάλογα υψηλά ποσοστά η γαλλική Ακρα Δεξιά κερδίζει σταθερά εδώ και πολλά χρόνια, είτε σε δημοτικές είτε σε βουλευτικές είτε σε προεδρικές εκλογές, χωρίς οι κυρίαρχες πολιτικές και οικονομικές ελίτ της χώρας να προβληματισθούν σοβαρά για τις αναγκαίες πολιτικές καταπολέμησης αυτού του φαινομένου. Ξεχάστηκε, επίσης, το (αυτονόητο) γεγονός, ότι είναι ακριβώς η αποτυχία της γαλλικής «κεντροαριστερής» διακυβέρνησης αυτή που γέννησε απελπισία στα φτωχότερα λαϊκά στρώματα και ενεργοποίησε τα πρωτογενή αντανακλαστικά τους στρέφοντάς τα και προς ρατσιστικές ή φασίζουσες πολιτικές συμπεριφορές.
Την «αμνησία» διαδέχθηκε ο πολιτικός στρουθοκαμηλισμός. Αποκρύφτηκε το μείζον γεγονός της πολιτικής ήττας ενός μοντέλου διακυβέρνησης που εξέφρασε η χωρίς έμπνευση συμμαχία σοσιαλιστών – κομμουνιστών – ριζοσπαστών. Αποκρύφτηκε το γεγονός της πρωτοφανούς εκλογικής ανόδου (5.3% το 1995, 16% το 2002) εκείνων των αριστερών υποψηφίων (Chevenement, Laguiller, Besancenot, Gluckstein) που αντιτάχθηκαν στον κυβερνητισμό της επίσημης αριστεράς και πρότειναν πολιτικές αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου. Επιχειρείται, υπό την εμφάνιση ενός ψευδώνυμου «αντιφασισμού» (η επανάληψη της ιστορίας ως φάρσα), να μετατοπιστεί το ενδιαφέρον στον ακροδεξιό κίνδυνο και να διαγραφεί από την ‘ατζέντα’ της επικαιρότητας το κοινωνικό αίτημα για αλλαγή πολιτικής, για ανανέωση προσώπων, για διαφορετική ιεράρχηση των κοινωνικών προτεραιοτήτων. Αποκρύβεται το γεγονός, ότι οι πολιτικές που κυριαρχούν σήμερα στην Ευρώπη είναι στενά συνδεδεμένες με την κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αφού συνδέουν το πολιτικό και κομματικό σύστημα με σχέσεις εξάρτησης από τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα και απομακρύνουν από τη δρώσα κοινωνική συλλογικότητα όλο και περισσότερους πολίτες. Αλήθεια, ας θυμηθούμε το «μάθημα» δημοκρατίας εκ του ασφαλούς που έδωσαν οι κυρίαρχες ελίτ σε όσους και όσες διάλεξαν την αποχή από τις εκλογές την περασμένη Κυριακή στη Γαλλία!!
Τα αποτελέσματα των γαλλικών εκλογών, όπως και των ιταλικών λίγους μήνες πριν, δίνουν μια μεγάλη ευκαιρία για να ξανασκεφτούν όλοι και όλες πάνω στις ευρωπαϊκές πολιτικές και στους θεσμούς που τις υλοποιούν. Οσο ουσιαστικότερη συζήτηση διεξαχθεί τόσο περισσότερο θα είναι το κέρδος και τόσο μεγαλύτερο το τείχος στις «επικοινωνιακές» μεταλλάξεις της πραγματικότητας.
|