Χριστόφορος Βερναρδάκης TwitterFacebookYouTubeLinkedInGoogle Plus
 



Broadcast live streaming video on Ustream



Οι Γαλλικές Εκλογές: Μύθοι και πραγματικότητες
 «Εκπληξη» ή πονηριά της Ιστορίας;
 
 Ήταν το 1971 όταν ο Ρεζίς Ντεμπρέ (γάλλος κατά σύμπτωση!) συνομιλώντας με τον Αλλιέντε και σχολιάζοντας ειρωνικά την ανεπάρκεια της χιλιανής αστικής πολιτικής τάξης σχολίαζε: «Ίσως θα έπρεπε να εφεύρουμε ένα νέο ιστορικό νόμο, ή έναν αντι-νόμο, το νόμο των εκπλήξεων: όταν κάποιο σημαντικό γεγονός συμβαίνει στην ιστορία, παρουσιάζεται πάντοτε με μορφή έκπληξης».
 Λίγες ημέρες πριν γίναμε πάλι μάρτυρες μιας «έκπληξης» που άφησε άφωνες την πολιτική και δημοσιογραφική ελίτ της Ευρώπης (βεβαίως και της Ελλάδας): ο ακροδεξιός Jean-Marie LePen πέρασε στο δεύτερο γύρο των γαλλικών Προεδρικών εκλογών σε βάρος του σοσιαλιστή Lionel Jospin!! Η προ των εκλογών πολιτική αφασία, αλαζονεία και άγνοια μετατράπηκαν σε «έκπληξη» και «σοκ».
Κι’όμως: Ολες οι χρονοσειρές των προεκλογικών δημοσκοπήσεων, από το Νοέμβριο μέχρι την ημέρα των εκλογών, έδειχναν ότι η εκλογική δυναμική του Jospin (αλλά και του Chirac) ήταν περιορισμένη και ακολουθούσε καθοδική πορεία. Ξεκίνησε το Νοέμβριο από ποσοστά της τάξης του 21-22% για να καταλήξει στην τελευταία δημοσκόπηση την προ-παραμονή των εκλογών στο 17%. Αντίθετα, ο LePen, έχοντας πάντοτε ένα πολύ συνεκτικό πολιτικό ακροατήριο, ξεκίνησε από ποσοστά της τάξης του 9-10% για να φθάσει στην τελευταία δημοσκόπηση το 14%. Αν στην αντίστροφη αυτή πορεία των δύο υποψηφίων συνυπολογισθεί η «ρευστότητα» λόγω αποχής του γαλλικού εκλογικού σώματος, τότε αντιλαμβάνεται κανείς ότι η «έκπληξη» αποτελούσε τελικά ένα αρκετά πιθανό σενάριο.
 Το περίεργο είναι ότι, η πιθανότητα να αποκλεισθεί ο Jospin από το δεύτερο γύρο ήταν κάτι που συζητείτο ευρέως στη Γαλλία τον περασμένο Νοέμβριο και Δεκέμβριο. Ο λόγος του αποκλεισμού αποδίδετο τότε στην υποψηφιότητα Chevenement, μια υποψηφιότητα που καταγραφόταν τότε στο 12-13% της πρόθεσης ψήφου και η οποία εκτιμάτο ότι υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να διευρυνθεί και να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στον Jospin. Τελικά, η υποψηφιότητα Chevenement φάνηκε να υποχωρεί σταδιακά και να καθηλώνεται στα επίπεδα του 6% (5.3% το τελικό του ποσοστό).
 
Νίκη της Ακρας Δεξιάς ή αποδιάρθρωση του συνασπισμού διακυβέρνησης; 
 
Ωστόσο, θα διερωτηθεί κανείς, αν δεν υφίσταται «έκπληξη LePen» ποιο είναι το κεντρικό πολιτικό αποτέλεσμα των γαλλικών εκλογών;
 Ας μου επιτραπεί κατ’αρχήν μια «αιρετική άποψη» στο ζήτημα αυτό. Πριν απ’όλα δεν υφίσταται σοβαρή άνοδος των ποσοστών της Ακρας Δεξιάς. Ο Lepen στις Προεδρικές εκλογές του 1995 είχε λάβει ποσοστό 15%. Σήμερα έφθασε το 16.86%, είχε δηλαδή μια μικρή άνοδο κατά 1.8%. Υπάρχει βεβαίως και το ποσοστό του Megret (2.34%), όμως και το 1995 ένας άλλος υποψήφιος που εκινείτο στο χώρο της άκρας Δεξιάς, ο Philippe de Villiers, είχε λάβει το 4.7% των ψήφων. Αθροιστικά, το 1995 ο χώρος της άκρας Δεξιάς είχε λάβει 19.7% και σήμερα το 2002 έλαβε 19.2%.
 Ο υπερτονισμός της (ανύπαρκτης) ανόδου της άκρας Δεξιάς γίνεται μάλλον για δύο λόγους: αφενός μεν γιατί ο LePen πέρασε στο δεύτερο γύρο – κι’αυτό βεβαίως συνιστά μια νέα κατάσταση – αφετέρου δε για να μετατοπιστεί το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης από τον καταποντισμό της Κεντροαριστεράς και των προταγμάτων που εκφράζει στον ηθικισμό μιας «αντι-φασιστικής» ενότητας. 
Στην πραγματικότητα, η «άνοδος LePen» αξιοποιείται πολιτικά και επικοινωνιακά για να μετατεθεί η προσοχή από το σοβαρότερο πολιτικό συμπέρασμα των γαλλικών εκλογών: την πολιτική αποτυχία της από κοινού διακυβέρνησης της χώρας από την κεντροαριστερά (Jospin και σύμμαχοι) και την κεντροδεξιά (Chirac). Δεν είναι χωρίς σημασία το γεγονός ότι, ενώ υπερτονίζεται η άνοδος των ακροδεξιών υποψηφίων, αγνοείται η (πολύ μεγαλύτερη) αθροιστική άνοδος των αριστερών υποψηφίων που αντιτάχθηκαν στο μοντέλο διακυβέρνησης (Laguiller, Besancenot, Chevenement, Gluckstein) και οι οποίοι κέρδισαν από κοινού περίπου 16% (5.3% το 1995 με την Laguiller που ήταν και η μοναδική υποψήφια του χώρου).
 
Η σύγκλιση των κομμάτων διακυβέρνησης είναι μία τάση που την τελευταία δεκαετία έχει κυριαρχήσει στο ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα. Βρίσκεται μάλιστα στη ρίζα της μετάλλαξης των παλαιών («κλασικών») κομμάτων της Δεξιάς και της Αριστεράς. Η σύγκλιση αυτή, που εν πολλοίς οφείλεται στην υιοθέτηση του πυρήνα των νεο-φιλελεύθερων ιδεών για την οικονομία και την κοινωνική οργάνωση, οδήγησε τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα στην περίφημη «κεντρώα» διεύρυνση, από την οποία προέκυψαν η «κεντροαριστερά» και η «κεντροδεξιά». Στη Γαλλία ειδικά, λόγω και του μοντέλου της «συγκατοίκησης», η σύγκλιση αυτή έλαβε το χαρακτήρα της άμεσης συγκυβέρνησης. Παραδοσιακή Δεξιά, Κεντροδεξιά, Σοσιαλιστές, Οικολόγοι, Κομμουνιστές και Ριζοσπάστες, κυβέρνησαν από κοινού τα τελευταία χρόνια και παρά τις μεταξύ τους διαφορές (σύγκλιση δεν σημαίνει βεβαίως και εξομοίωση) εξέφρασαν τελικά μια συνισταμένη της σύγχρονης (νεο-φιλελεύθερης) διακυβέρνησης, τόσο στο εσωτερικό της Γαλλίας όσο και στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
 Η διακυβέρνηση αυτή απέτυχε. Εξάντλησε τα όρια της εσωτερικής της συνοχής, επιπλέον όμως κατάφερε να διευρύνει τα προβλήματα της ανεργίας, της οικονομικής και επαγγελματικής ανασφάλειας, της φτώχειας, της ελαστικοποίησης της αγοράς εργασίας, της θεσμικής αποδιάρθρωσης, της περιστολής των κοινωνικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων. Τα ίδια τα κόμματα εξουσίας της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς δημιούργησαν μια προεκλογική ‘ατζέντα’, επικεντρώνοντας στα θέματα της ανασφάλειας, της ανεργίας και των μεταναστών, θέματα που εκτός των άλλων είχαν αποτύχει παταγωδώς να διαχειριστούν. Δεν υπήρξε ποτέ καλύτερη ‘ασίστ’ πάσα στον LePen.
 
Η κρίση της δημοκρατίας
 
 Η αποτυχία των κομμάτων διακυβέρνησης στη Γαλλία ανέδειξε στην επιφάνεια, επίσης, με έντονο τρόπο την ανοικτή κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, καθώς και του νομιμοποιητικού της μηχανισμού, των εκλογών. Εντεκάμιση εκατομμύρια γάλλοι και γαλλίδες επέλεξαν την αποχή ως πολιτική στάση, ενώ περίπου ένα εκατομμύριο διάλεξε τη στάση του λευκού και του άκυρου. Σε λίγες ημέρες η Γαλλία θα έχει ξανά πρόεδρο τον Σιράκ, του οποίου η πραγματική εκλογική νομιμοποίηση (το ποσοστό του στον συνολικό εκλογικό πληθυσμό) δεν ξεπερνά το 14%!!!
 Ας αναλογισθούμε λίγο: δύο από τις μεγαλύτερες δυνάμεις του πλανήτη, οι ΗΠΑ και η Γαλλία, διοικούνται σήμερα από πολιτικούς με ανύπαρκτη έως ασθενική εκλογική νομιμοποίηση!! Στις ΗΠΑ ποτέ δεν μάθαμε επακριβώς το εκλογικό αποτέλεσμα, αφού το αδιέξοδο το έλυσε η Δικαιοσύνη. Ενώ στη Γαλλία, ο «διεφθαρμένος» Σιράκ βρίσκεται στο ναδίρ της εκλογικής επιρροής του. Κι’όμως: στις δύο αυτές χώρες βρίσκεται σε εξέλιξη μια πολιτική μείωσης των κοινωνικών δικαιωμάτων, ενώ ασκείται «κανονικά» ο διεθνής τους ρόλος.
 
 Ποτέ στο μεταπολεμικό παρελθόν των δυτικών κρατών δεν υπήρξε επί της ουσίας τόσο μεγάλη αμφισβήτηση της δημοκρατίας, τόσο στο επίπεδο του εσωτερικού όσο και του διεθνούς δικαίου. Ποτέ δεν αμφισβητήθηκαν τόσο ανοικτά από τα μοντέλα διακυβέρνησης όσο σήμερα οι πυλώνες της κοινωνικής και οικονομικής δημοκρατίας και της πολιτικής συμμετοχής, ενώ ποτέ ο κυνισμός των κρατικών πολιτικών δεν ήταν τόσο ανοικτός και απεριόριστος.  
 Φαντάζει λοιπόν καρικατούρα του μεγαλειώδους ανττιφασιστικού αγώνα η σημερινή κατάσταση, όπου ο «απατεώνας» Σιράκ εγγυάται τη δημοκρατία και οι υπεύθυνοι της πολιτικής αποδιανοητικοποίησης (κεντροαριστεροί και κεντροδεξιοί) συνωθούνται στην υποστήριξή του.
 
Τρία χρήσιμα συμπεράσματα  
 
Το πρώτο λοιπόν πολιτικό συμπέρασμα των γαλλικών εκλογών υπήρξε η κοινωνική αποδοκιμασία των κομμάτων διακυβέρνησης και των πολιτικών τους. Το ίδιο φαινόμενο επαναλαμβάνεται μονότονα το τελευταίο διάστημα στην Ευρώπη (Ιταλία, Πορτογαλία, Δανία) με τις συντριπτικές ήττες που υφίσταται η περίφημη «ευρω-αριστερά».  
Το δεύτερο (επακόλουθο) συμπέρασμα είναι η μεγάλη άνοδος της ψήφου   διαμαρτυρίας, τάση που εκφράστηκε με τη γενική κατεύθυνση ενίσχυσης των μη-συστημικών υποψηφιοτήτων. Βεβαίως, μέρος της ψήφου διαμαρτυρίας κατευθύνεται σε ακροδεξιά ή φασίζοντα κόμματα, κι’αυτό θα αποτελέσει για το δημοκρατικό κόσμο της Ευρώπης μια μεγάλη πρόκληση τα επόμενα χρόνια.
Το τρίτο συμπέρασμα των γαλλικών εκλογών είναι η άνοδος των αριστερών υποψηφίων που αντιτάχθηκαν στις προκλήσεις του (κεντροαριστερού ή κεντροδεξιού) νεο-φιλευθερισμού. Η γαλλική κοινωνική Αριστερά, που τα τελευταία χρόνια έδωσε μάχες για την ανακατανομή του κοινωνικού πλούτου, την υπεράσπιση του δημόσιου χώρου και συμφέροντος, τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, εκφράστηκε και στο εκλογικό επίπεδο και έδειξε πως αυτό που ζητούσε ο Pierre Bourdieu, μια «αριστερή Αριστερά», είναι και εφικτή και απαραίτητη.