Οι ιταλικές εκλογές της προηγούμενης Κυριακής κατέγραψαν μια μεγάλη νίκη της Κεντροδεξιάς και ταυτόχρονα επιβεβαίωσαν μια ενδιάφερουσα αντίφαση της ιταλικής κοινωνίας σε σχέση με τις πολιτικές της επιλογές.
Το 1994, σε συνθήκες ‘συντηρητικής’ ανησυχίας του εκλογικού σώματος, η διευρυμένη συμμαχία Αριστεράς και Κέντρου (PDS-πρώην Κομμ.Κόμμα, Κομμουνιστική Επανίδρυση και τμήματα της παλαιάς Χριστιανοδημοκρατίας) κατάφερε να κρατήσει την πολιτική καθοδήγηση της χώρας και, μέσα από πολλές αντιφάσεις, διενέξεις και αλλαγές προσώπων, να διαχειριστεί καθ’όλη την περίοδο έως σήμερα τη διακυβέρνηση της χώρας. Το 2001 σε συνθήκες ‘κοινωνικής’ ανησυχίας των ιταλών/ίδων για τις διευρυνόμενες ανισότητες και την αύξηση της ανεργίας, η ιταλική ‘Κεντροαριστερά’ υπέστη μια μεγάλη ήττα, ανοίγοντας το δρόμο στο Μπερλουσκόνι.
Στην πραγματικότητα, επαναλαμβάνεται το σενάριο που εξελίχθηκε στις ΗΠΑ με την ήττα των Δημοκρατικών και στην Ισπανία με την κυριαρχία του Αθνάρ, αλλά και με αυτό που φαίνεται να εξελίσσεται στη Γαλλία, στη Γερμανία, ακόμα και στη χώρα μας. Η δυναμική της οικονομικής διαχείρισης που άσκησαν τα νέα ‘κεντροαριστερά’ κόμματα στη δεκαετία του ’90 έχει εξαντληθεί και ενώ απαιτείται μια βαθειά αναδιανεμητική υπέρ των κατώτερων τάξεων οικονομική και κοινωνική πολιτική, η Κεντροαριστερά αδυνατεί να την υλοποιήσει όντας δέσμια των ίδιων της των στρατηγικών επιλογών. Ταυτόχρονα, και τα μεσαία στρώματα που τα προηγούμενα χρόνια ευνοήθηκαν από την οικονομική ανάπτυξη αντιλαμβάνονται ότι πλέον αρχίζει μια νέα ‘ισχνή’ περίοδος, η οποία τα βρίσκει σε καθεστώς χρέωσης ή και υπερχρέωσης λόγω δανεισμού, με αποτέλεσμα να αδυνατούν σιγά-σιγά να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες που δημιούργησαν. Το αίτημα για αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου, αλλά και για επέκταση των θέσεων εργασίας αρχίζει να γίνεται επείγον, τόσο για τις λαϊκές τάξεις όσο και για μεγάλη μερίδα των μεσαίων στρωμάτων.
Στο εκλογικό αποτέλεσμα της Ιταλίας διαφάνηκε καθαρά η τάση αυτή. Στον Μπερλουσκόνι μετακινήθηκαν τα μεσαία εκείνα δυναμικά στρώματα της ιδιωτικής οικονομίας που επιζητούν τώρα μια νέα οικονομική πολιτική, περισσότερο αναπτυξιακή και περισσότερο ‘ισορροπημένη’. Μετακινήθηκαν, επίσης, μάζες νέων ψηφοφόρων, προσβλέποντας σε μια αποτελεσματική και γρήγορη καταπολέμηση της ανεργίας. Στον αντίποδα, η ιταλική ‘Κεντροαριστερά’, απομονωμένη από τους φυσικούς της συμμάχους της προηγούμενης περιόδου, τα δυναμικά κοινωνικά μεσαία στρώματα, και αποκομένη ψυχικά και ιδεολογικά από τις λαϊκές τάξεις υπέστη μια μοιραία ήττα.
Είναι φανερό, ότι οι συνθήκες της οικονομικής ύφεσης που αρχίζει να διαμορφώνεται, αλλοιώνουν δραματικά το πολιτικό τοπίο σε όλη την Ευρώπη. Ταυτόχρονα, επανέρχεται από πολλές πλευρές το αίτημα της ‘επανεθνικοποίησης’ των πολιτικών, σε αντιπαράθεση με τα ιδεολογήματα της παγκοσμιοποίησης. Οσο η νέα ευρωπαϊκή, αλλά και η ομόλογη αμερικανική, ‘κεντροαριστερά’, θα υπερασπίζονται τις πολιτικές της τελευταίας και μάλιστα υπό το πρίσμα ότι αυτές αποτελούν μονόδρομο, οι αυθόρμητες κοινωνικές αποκλίσεις θα μετακινούνται σε μεγάλο βαθμό και ελλείψει μιας σύγχρονης δυναμικής αριστεράς, προς μία νέα ‘κεντροδεξιά’. Πρόκειται για μία διαδικασία που επίσης υποκρύβεται στο αποτέλεσμα της Ιταλίας. Τη στιγμή που η ιταλική ‘κεντροαριστερά’ αναφερόταν στους μονόδρομους της παγκοσμιοποίησης και γι’αυτό άλλωστε στηριζόταν φανατικά από το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, η ιταλική ‘κεντροδεξιά’ επιχειρούσε να πείσει για την ανάγκη ύπαρξης ‘εθνικών’ πολιτικών με άξονα την κοινωνική συνοχή και την ευημερία.
Παραμένει βεβαίως το μεγάλο ερωτηματικό για το πως θα βαδίσει εφεξής η Ιταλία, στο φόντο αυτής της κοινωνικής και πολιτικής αντιστροφής. Μείζον θεσμικό και συνταγματικό ζήτημα παραμένει επιπλέον και το πως ένας άνθρωπος με τόσα πολλά ιδιωτικά συμφέροντα θα μπορέσει να εγγυηθεί το ‘κοινό’ και ‘δημόσιο’ συμφέρον, όπως κατά τεκμήριον επιβάλλεται στην αστική δημοκρατία για τον επικεφαλής του κράτους και της εκτελεστικής εξουσίας. Το ιταλικό πολιτικό ‘εργαστήρι’ θα είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το επόμενο διάστημα για όλη την Ευρώπη.
|