Το Συνέδριο της ΝΔ που αρχίζει σε λίγες μέρες θα είναι ένα συνέδριο πολύ διαφορετικό σε σχέση με τα προηγούμενα του κόμματος. Η βασική του καινοτομία είναι ότι το συνέδριο αυτό, σε αντίθεση με όλα τα παλαιά συνέδρια και προσυνέδρια της ΝΔ που ήταν κυρίως συνέδρια ‘ιδεολογικά’ (αποσαφήνισης ιδεολογικών αρχών) ή ανάδειξης ηγεσίας, θα είναι ένα συνέδριο βαθύτατα πολιτικό ως προς την ‘ατζέντα’ του: θα συζητήσει (έστω και σε τελική ανάλυση) το πολιτικό στίγμα του κόμματος, τη θέση του στο κομματικό σύστημα της χώρας, τις πολιτικές του συμμαχίες, τη θεσμική του ανανέωση, τη μορφή των πολιτικών – οργανωτικών του σχέσεων με την κοινωνία σε μια εποχή που η κρίση της μορφής των παραδοσιακών κομμάτων είναι έντονη. Ανατρέχοντας κανείς στην ιστορία των κομματικών συνεδρίων της ΝΔ, από το Προσυνέδριο της Χαλκιδικής το 1977 έως το περυσινό προ-εκλογικό συνέδριο, θα διαπιστώσει την ‘πολιτική’ καινοτομία αυτού του συνεδρίου και, συνεπώς, την ωρίμανση σε σημαντικό βαθμό των κομματικών διαδικασιών.
Αν κανείς επιχειρήσει να περιγράψει το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο εντός του οποίου θα κινηθεί το Συνέδριο, θα σταθεί αναμφίβολα σε επτά κρίσιμα σημεία. Τα τέσσερα από αυτά αποτελούν θετικές κατακτήσεις για τη ΝΔ, τουλάχιστον την τελευταία τετραετή περίοδο της ηγεσίας Κ.Καραμανλή, τα δύο αποτελούν ένα μόνιμο αρνητικό στοιχείο, ενώ ένα από αυτά παραμένει αβέβαιο και ζητούμενο.
Οι θετικές κατακτήσεις της ΝΔ τα τελευταία χρόνια είναι αλληλένδετες με τις αλλαγές στη σύνθεση της εκλογικής της βάσης. Ετσι:
α) Με τις εκλογές του Απριλίου 2000 επιβεβαιώθηκε η κοινωνική διεύρυνση της ΝΔ. Το κόμμα κατάφερε να κερδίσει εκτεταμένα κοινωνικά στρώματα που μένουν (ή διαισθάνονται ότι μένουν) έξω από την τροχιά του οικονομικού εκσυγχρονισμού της χώρας. Αγροτικά στρώματα, άνεργοι των πόλεων και της υπαίθρου, καθώς και συνταξιούχοι μετακινήθηκαν από την παραδοσιακή στη μεταπολίτευση αριστερή ή κεντρο-αριστερή πολιτική τους εκπροσώπηση προς τη ΝΔ, ενώ σημαντική υπήρξε και η κοινωνική-εκλογική της άνοδος στα μισθωτά στρώματα του ενεργού πληθυσμού.
β) Η κοινωνική αυτή διεύρυνση δεν απέβη σε βάρος του ‘πολυσυλλεκτισμού’ της ΝΔ και βεβαίως δεν αλλοίωσε τον κοινωνικό της χαρακτήρα ως αστικού κόμματος. Η ΝΔ συντήρησε – παρά τις αξιοσημείωτες μετακινήσεις τέτοιων στρωμάτων προς το ΠΑΣΟΚ – την πολιτική της επιρροή στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα της χώρας. Εμφάνισε, έτσι, την πιο ισχυρή ‘πολυσυλλεκτικότητα’ στην ιστορία της, λαμβανομένου υπ’όψιν ότι το 47% του 1990 ήταν πολύ περισσότερο επικεντρωμένο στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα της χώρας, ενώ και το 54% του 1974 είχε επιτευχθεί σε ειδικές πολιτικές συνθήκες.
γ) Ετσι, παρά την εκλογική ήττα του περασμένου Απριλίου, η ΝΔ κατάφερε να κερδίσει μια κρίσιμη για τον ιδεολογικό και κοινωνικό χαρακτήρα της μάχη. Να άρει την εικόνα του απόλυτου ‘ταξικού κόμματος’, εικόνα που διαμορφώθηκε μετά το 1981 υπό τις ηγεσίες Αβέρωφ και Μητσοτάκη και εμπεδώθηκε απόλυτα από τη διακυβέρνηση της περιόδου 1990-93, η οποία αποτελούσε και το βασικό ιδεολογικό εμπόδιο στην κοινωνική και εκλογική της διεύρυνση. Υπ’αυτό το πρίσμα θα έπρεπε να αξιολογηθεί και η προσπάθεια του Κ.Καραμανλή να προσδιορίσει το κόμμα ως ‘κόμμα του μεσαίου χώρου’.
δ) Η κοινωνική διεύρυνση της ΝΔ είναι άμεσα συνδεδεμένη και με την εικόνα του σημερινού της αρχηγού. Για πρώτη φορά τα τελευταία τέσσερα χρόνια η ΝΔ εμφανίζεται με ένα αρχηγό, η εικόνα του οποίου στην κοινή γνώμη είναι αρκετά καλή και πάντως πολύ καλύτερη από τις προηγούμενες ηγεσίες Μητσοτάκη και Εβερτ. Παρά τις κριτικές που δέχεται ο Κ.Καραμανλής ως προς το ‘ηγετικό του προφίλ’, δεν μπορεί να παρακαμφθεί το γεγονός ότι η δημοτικότητά του συντηρήθηκε σε υψηλά επίπεδα, ενώ ενισχύθηκαν στοιχεία της ‘εικόνας’ του που σχετίζονται με την αμεσότητα και τη λαϊκότητά του.
Από την άλλη πλευρά είναι γεγονός ότι η ΝΔ εξακολουθεί να υστερεί σε δύο κρίσιμους τομείς:
α) ο πρώτος είναι η αδυναμία συγκρότησης μιας ισχυρής και σχετικά συνεκτικής ηγετικής ομάδας, με κοινωνική αναγνωρισιμότητα και αποδοχή. Παρά τα βήματα ανανέωσης της κοινοβουλευτικής ομάδας, εξακολουθεί η εικόνα του κόμματος στο σημείο αυτό να είναι προβληματική. Το σύνολο σχεδόν των στελεχών της (με την εξαίρεση της Ντόρας Μπακογιάννη) καταγράφονται με χαμηλές ή με μέτριες δημοτικότητες. Καταγράφονται επίσης εμφανώς διαφορετικές κουλτούρες και συμπεριφορές στην προς τα έξω εμφάνιση του κόμματος, οι οποίες μάλιστα δίνουν πολύ εύκολα την εντύπωση ‘διχασμένου σώματος’. Η αδυναμία αυτή της ΝΔ επιδρά στην εικόνα της ως ‘κόμματος διακυβέρνησης’.
β) ο δεύτερος τομέας είναι η αδυναμία εμφανούς οριοθέτησης της κεντροδεξιάς από την κεντροαριστερά σε ζητήματα ‘υψηλής πολιτικής’ και η επακόλουθη οριοθέτηση κατά βάση σε ζητήματα ‘χαμηλής πολιτικής’ (π.χ. καθημερινότητα). Βεβαίως, μπορεί η επίσημη απάντηση σε αυτό να είναι ότι το ΠΑΣΟΚ έχει μετακινηθεί προς τις δικές της θέσεις, ή πάλι μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η αδυναμία οριοθέτησης προέρχεται από τη σύγκλιση των κομμάτων στις βασικές στρατηγικές της διακυβέρνησης. Ωστόσο, παραμένει γεγονός ότι η αδυναμία οριοθέτησης σε μεγάλα στρατηγικά ζητήματα λειτουργεί υπέρ της εικόνας του κυβερνώντος κόμματος, ενώ αδυνατίζει την πολιτική εμβέλεια της ΝΔ.
Υπάρχει, τέλος, ένα ζητούμενο από το Συνέδριο της ΝΔ, η έκβαση του οποίου είναι αβέβαιη. Ποιά θα είναι η νέα μορφή του ‘αστικού κόμματος’; Υπάρχει κεντρική κατεύθυνση ή έστω προβληματισμός για το ρόλο ενός τέτοιου κόμματος και για τις μορφές που μπορεί να πάρει; Προτείνονται διαδικασίες και εσωκομματικοί θεσμοί που θα καταστήσουν το κόμμα συλλογικό οργανισμό ή, αντίθετα, η ΝΔ θα εξακολουθήσει να αποτελεί ένα κόμμα στελεχών με μαζικό (κομματικό) ακροατήριο;
Η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα δεν είναι ούτε εύκολη ούτε αυτονόητη. Θα κρίνει ωστόσο το ρόλο που θα έχει το κόμμα ως κοινωνική οντότητα στην επόμενη περίοδο και κυρίως σε μια περίοδο που η ΝΔ θα χρειάζεται το (κομματικό) μέσον για τη διατήρηση και διεύρυνση της κοινωνικής της επιρροής.
|