H συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση που ξεκίνησε στη Βουλή πριν από λίγες ημέρες έφερε στην επιφάνεια ορισμένες από τις μεγάλες παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος και ευρύτερα της ελληνικής πολιτικής κατάστασης.
Η πρώτη παθογένεια είναι η παντελής σχεδόν έλλειψη σοβαρής, ενδελεχούς και μεγάλης σε διάρκεια δημόσιας συζήτησης για ένα τόσο σοβαρό στρατηγικό ζήτημα όπως αυτό της συνταγματικής αναθεώρησης. Στη Γαλλία, η συζήτηση για τη μείωση της θητείας του Προέδρου της Δημοκρατίας από επτά σε πέντε χρόνια απασχολεί τα τελευταία χρόνια την ακαδημαϊκή και επιστημονική κοινότητα, την πολιτική ελίτ, την έντυπη και ηλεκτρονική δημοσιογραφία. Στην Ελλάδα αντίθετα, το ζήτημα της συνταγματικής αναθεώρησης συζητήθηκε από ελάχιστα έως καθόλου, ενώ οι κρίσιμες παράμετροι και οι επιπτώσεις τους παραμένουν για την κοινωνία νεφελώδεις. Η δημόσια συζήτηση στη χώρα μας – με τεράστια την ευθύνη της τηλεοπτικής δημοσιογραφίας - ταυτίζει την πολιτική επικαιρότητα με το ‘εσωκομματικό κουτσομπολιό’ και ιεραρχεί τον (στρεβλά εννοούμενο) κοινωνικό σχολιασμό σε ‘είδηση’ πρώτης γραμμής. Δεν είναι κατά συνέπεια περίεργο που οι προτεινόμενες θεσμικές αλλαγές αποτέλεσαν είδηση στα ‘ψιλά’ της ενημέρωσης.
Η δεύτερη παθογένεια αφορά στα χαμηλά αντανακλαστικά της ελληνικής πολιτικής ελίτ. Το παράδειγμα των τελευταίων ημερών με την πρόταση για το ασυμβίβαστο της βουλευτικής ιδιότητας με την επαγγελματική δραστηριότητα είναι χαρακτηριστικό. Ανεξάρτητα από την ορθότητα ή μη της πρότασης αυτής, πρόκειται για το ζήτημα που συζητήθηκε εντονότερα, κινητοποίησε και δίχασε τους βουλευτές και έχει κανείς την εντύπωση ότι πρόκειται για το σημαντικότερο θεσμικό πρόβλημα της χώρας. Καλώς ή κακώς, σε ένα περιβάλλον αμφισβήτησης των πολιτικών και της πολιτικής, αλλά και άγνοιας της αλληλουχίας που διέπει το θεσμικό σύστημα, η αναγόρευση του συγκεκριμένου ζητήματος σε ζήτημα θεσμικής προτεραιότητας ενισχύει την εικόνα απαξίωσης των πολιτικών και διαμορφώνει μια ‘κοινή γνώμη’ εχθρική στα ‘συντεχνιακά’, όπως τα εκλαμβάνει, συμφέροντα των βουλευτών.
Η τρίτη παθογένεια – απόρροια σε μεγάλο βαθμό των δύο προηγούμενων - είναι η τεράστια απόσταση μεταξύ κοινωνίας και συνταγματικής πολιτικής, που εκφράζεται είτε με αδιαφορία για την αναθεώρηση είτε με άγνοια ως προς τις βασικές παραμέτρους της. Η έλλειψη δημόσιας συζήτησης και επιχειρηματολογίας – και μάλιστα σε μια εποχή που τείνουν να κυριαρχούν πρωτογενείς και ανεπεξέργαστες κοινωνικές συμπεριφορές – ενισχύει αυταρχικές ή αναχρονιστικές τάσεις στην ‘κοινή γνώμη’ (αναφέρεται χαρακτηριστικά η θέση για τη θανατική ποινή). Η ελληνική πολιτική ελίτ, ‘προοδευτικότερη ούσα’, βρίσκεται υπ’αυτήν την έννοια σε πλήρη δυσαρμονία με τη μέση κοινωνική γνώμη, αλλά ταυτόχρονα είναι και αιχμάλωτη αυτής της κοινής γνώμης, με την οποία ούτε θέλει να αναμετρηθεί αλλά ούτε και επιχειρεί να τη μεταπείσει ή να τη μεταβάλει.
|