Οι διαδικασίες της συνταγματικής αναθεώρησης, καθώς και οι συζητήσεις που διεξάγονται τον τελευταίο καιρό για το λεγόμενο «πολιτικό χρήμα», έχουν επαναφέρει μεταξύ άλλων στην επικαιρότητα το ζήτημα της κρατικής (αλλά και ιδιωτικής) χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων. Πρόκειται για ένα θέμα που ενώ στις χώρες της Ευρώπης συζητήθηκε έντονα ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 σε περιβάλλον έντονων διαφωνιών, στη χώρα μας κατ’ουσίαν αποσιωπήθηκε μέσα σε μια διακομματική συναίνεση που προφανώς βόλευε τους πάντες. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή:
Η κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων αποτελεί πρόσφατη σχετικά εξέλιξη. Στα περισσότερα ευρωπαϊκά πολιτικά συστήματα θεσμοθετήθηκε στις μεταπολεμικές δεκαετίες, ενώ και στην Ελλάδα η πρώτη σοβαρή θεσμική ρύθμιση ανάγεται στο νόμο 1443 του 1984.
Η κρατική χρηματοδότηση έρχεται να ολοκληρώσει θεσμικά την ένταξη των πολιτικών κομμάτων στο κρατικό θεσμικό πλαίσιο. Στη διαδικασία (ολικής ή μερικής) μετάλλαξης των κομμάτων από φορείς κοινωνικής εκπροσώπησης σε θεσμούς νομιμοποίησης των κρατικών πολιτικών στην κοινωνία, η κρατική χρηματοδότηση προσθέτει και τον οικονομικό παράγοντα στη σχέση κράτους-κόμματος. Στο περιβάλλον της σύγχρονης «επαγγελματικής πολιτικής» που έχει δημιουργηθεί και η οποία αποδυναμώνει όλο και περισσότερο τα σύγχρονα κόμματα ως «εθελοντικές ενώσεις πολιτών», μεταβάλλοντάς τα σε ένα είδος «επιχειρήσεων», αντιλαμβάνεται κανείς ότι η κρατική χρηματοδότηση είναι κατ’ουσία αυτή που «συντηρεί» οικονομικά. τα κόμματα. Αποτελεί δηλαδή το θεσμικό εγγυητή της κρατικής εξάρτησης των κομμάτων και, επιπλέον, αποτελεί το βασικότερο μοχλό για τον «από τα πάνω» έλεγχο του πολιτικού συστήματος. Μέσω της χρηματοδότησης και της οικονομικής συγκεντρωποίησης που επιβάλλεται, περιορίζεται ασφυκτικά η δυνατότητα ύπαρξης «εξω-συστημικών» κομμάτων ή «μη-αρεστών» πολιτικών πρωτοβουλιών, στο μέτρο που όλο και περισσότερο τα κόμματα αναζητούν τους πόρους τους στο κράτος και όχι στην κοινωνία. Ο κρατικός προϋπολογισμός αναλαμβάνει να συντηρήσει τα κόμματα, όπως ακριβώς συντηρεί τα Πανεπιστήμια, την Αστυνομία, τη Δικαιοσύνη, τα Νοσοκομεία ή το Στρατό.
Διατυπωνόταν ανέκαθεν το επιχείρημα ότι η κρατική χρηματοδότηση θα βοηθούσε στο να απαλλαγούν τα κόμματα από επικίνδυνες για το πολίτευμα εξαρτήσεις από ιδιωτικά συμφέροντα. Η άποψη αυτή φαινόταν λογική πριν από δύο δεκαετίες, αποδείχτηκε ωστόσο «αφελής» με το πέρασμα του χρόνου. Η κρατική χρηματοδότηση δεν εμπόδισε τις σχέσεις των κομμάτων με ιδιωτικά οικονομικά συμφέροντα, τουναντίον τις πολλαπλασίασε. Αυτό συνέβη για δύο λόγους: α) η κρατική χρηματοδότηση, αυξανόμενη μάλιστα χρόνο με το χρόνο, διεύρυνε συνεχώς τον «κύκλο εργασιών» των κομμάτων, έτσι που το μερίδιο της κρατικής ενίσχυσης να καθίσταται διαρκώς ανεπαρκές. Και όσο τα κομματικά οικονομικά ελλείμματα διευρύνονταν τόσο η προσφυγή σε ιδιωτικά κεφάλαια ενισχύονταν. Τελικά δημιουργήθηκε το οξύμωρο σχήμα, να μεγαλώνει η εξάρτηση από ιδιωτικά συμφέροντα όσο μεγάλωνε η κρατική χρηματοδότηση. β) η αναγόρευση των κομμάτων ως αποκλειστικών φορέων σχεδιασμού και υλοποίησης της κρατικής πολιτικής κατέστησε τελικά τα κόμματα θεσμικούς διαμεσολαβητές μεταξύ κράτους και οικονομικών συμφερόντων. Πλήθος μεγάλων υποθέσεων τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ, στη Γαλλία , στη Γερμανία, στην Ιταλία, στο Βέλγιο, στην Ιαπωνία, κατέδειξαν κυρίως τα κόμματα της διακυβέρνησης ως τον προνομιακό χώρο ανάπτυξης των σχέσεων οικονομίας-πολιτικής και την υποταγή της τελευταίας στα συμφέροντα ορισμένων ομάδων.
Η κρατική χρηματοδότηση είχε όμως και μια άλλη σοβαρή επίπτωση, αυτή τη φορά στο χώρο της εσωκομματικής δημοκρατίας. Η κρατική χρηματοδότηση ενίσχυε ακόμη περισσότερο τον κομματικό συγκεντρωτισμό και τις τάσεις αυτονόμησης (και οικονομικά) της εκάστοτε κομματικής «κυβερνώσας τάξης». Αυτό συνέβη ακριβώς γιατί η κρατική ενίσχυση κατευθυνόταν αποκλειστικά στις κορυφές του κόμματος - και δεν διαχεόταν στην οργανωτική του πυραμίδα -, ενώ ταυτόχρονα δεν καθιερωνόταν το δικαίωμα του ελέγχου από τα απλά μέλη ή τις οργανώσεις του κόμματος. Ετσι, με την κρατική χρηματοδότηση δεν ενισχυόταν το κόμμα ως «συλλογικός διανοούμενος» (π.χ. η παρουσία του κόμματος σε μια περιοχή ή η ανάπτυξη κοινωνικών πρωτοβουλιών από «τα κάτω», κάτι που θα ενίσχυε την κοινωνική υλικότητα του κόμματος και θα έδινε δυνατότητα συμμετοχής των απλών μελών σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα στην εσωκομματική ζωή), αλλά ως γραφειοκρατικός μηχανισμός.
Η αρνητική αυτή εξέλιξη αλλοίωσε συνολικά την έννοια του κόμματος: από εθελοντική ένωση ίσων πολιτών προς επίτευξη ενός κοινού σκοπού μεταβλήθηκε σε οικονομικό – διοικητικό μηχανισμό ιδίων συμφερόντων. Στην πράξη γινόμαστε μάρτυρες τα τελευταία χρόνια μιας συγκεκριμένης διαδικασίας: οι πολίτες να απεκδύονται την ιδιότητα του (συνειδητού και ενεργού) μέλους ενός κόμματος και τα κόμματα να εμφανίζουν επισήμως εκατοντάδες χιλιάδες μέλη μέσω της «εξαγοράς» κομματικών καρτών από χρήματα της κρατικής (ή ιδιωτικής) χρηματοδότησης. Το παιχνίδι της (εσωκομματικής) εξουσίας παίζεται στην ουσία με χρήματα του κράτους.
Είναι βέβαιον ότι θα πυκνώσουν στο μέλλον οι φωνές που θα ζητούν την κατάργηση της κρατικής χρηματοδότησης των κομμάτων. Ηδη, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες αναπτύσσεται και πάλι μια παρόμοια προβληματική. Είναι ίσως μια αναγκαία – αν και όχι ικανή από μόνη της – συνθήκη για να τονωθούν οι σχέσεις κοινωνικής εκπροσώπησης και να δημιουργηθούν θεσμικά κοινωνικά αντίβαρα στον γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό των σύγχρονων κομματικών συστημάτων. Αλλά κι’αν ακόμα δεν είναι εφικτό να προχωρήσουμε σήμερα σε μια τέτοια κατάργηση, θα μπορούσαμε ωστόσο να κάνουμε κάποια βήματα, τουλάχιστον στην κατεύθυνση μιας καλύτερης και δημοκρατικότερης διαχείρισης των προβλημάτων που γέννησε η κρατική και η επακόλουθη ιδιωτική χρηματοδότηση των κομμάτων. Ετσι:
· Θα μπορούσε να συμφωνηθεί ότι η κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων θα αφορά μόνον τις εκλογικές τους ανάγκες και όχι την κάλυψη του συνόλου των λειτουργικών τους δαπανών. Αν τα κόμματα είναι υπαρκτές κοινωνικές οντότητες, έχουν δηλαδή υπαρκτά μέλη και υπαρκτό κοινωνικό περίγυρο, θα μπορούν ασφαλώς αφενός μεν να καλύψουν τις λειτουργικές τους δαπάνες αφετέρου δε να τις προσαρμόσουν στις πραγματικές τους δυνατότητες.
· Θα μπορούσε επίσης να συμφωνηθεί ότι το ποσόν αυτής της χρηματοδότησης θα κατανέμεται αντιστρόφως ανάλογα με την εκλογική δύναμη των κοινοβουλευτικών κομμάτων. Δηλαδή, το τελευταίο σε δύναμη κοινοβουλευτικό κόμμα θα παίρνει το μεγαλύτερο ποσόν και το πρώτο το μικρότερο. Πρόκειται για ρύθμιση που μπορεί να εξασφαλίσει μεγαλύτερη ισότητα ευκαιριών στον εκλογικό ανταγωνισμό, περισσότερη ουσιαστική συζήτηση και μεγαλύτερη διαφάνεια.
|