Χριστόφορος Βερναρδάκης TwitterFacebookYouTubeLinkedInGoogle Plus
 



Broadcast live streaming video on Ustream



Ιδεολογήματα του κρατικού αυταρχισμού
Εδώ και αρκετό καιρό γινόμαστε μάρτυρες ενός πρωτοφανούς φαινομένου πολιτικού κυνισμού: κάθε φορά που μια κοινωνική κινητοποίηση έρχεται στο προσκήνιο, η επίσημη κυβέρνηση της χώρας αντιδρά με το να επικαλείται τα συμφέροντα κοινωνικών ομάδων που (υποτίθεται πως) θίγονται, κοινωνικές ομάδες τις οποίες μάλιστα καλεί εμπράκτως να αντιδράσουν.
Οι ίδιοι πολίτες που τη μια μέρα λοιδωρούνται ως “συντεχνία”, την επομένη βαπτίζονται “κοινωνία” ή “κοινωνικό σύνολο” και με αυτήν τους την ιδιότητα καλούνται από την υπεύθυνη κυβέρνηση να αντισταθούν στη “βία της συντεχνίας”. Ενας ιδιότυπος κοινωνικός εμφύλιος πόλεμος υποδαυλίζεται και συντηρείται, πόλεμος που επιχειρεί να φέρει τους οδηγούς φορτηγών αντιμέτωπους με τους αγρότες, τους αγρότες με τους ναυτεργάτες, τους βενζινοπώλες με τους τελωνειακούς, τους επιβάτες με τους πιλότους, τους ιδιωτικούς υπαλλήλους με τους δημοσίους υπαλλήλους, τους οδηγούς με τους απεργούς, τους γονείς με τους μαθητές, τους ασθενείς με τους γιατρούς, .... και ο κατάλογος ολοένα και μακραίνει. 
 
Είναι πρωτοφανής ο τρόπος με τον οποίον η κυβέρνηση της χώρας αντιλαμβάνεται τον πολιτικό της ρόλο: μεταθέτει τις ευθύνες της κυβερνητικής διεύθυνσης στην ίδια την κοινωνία, θεωρώντας την τελευταία, σε τελική ανάλυση, υπεύθυνη για το καθημερινό χάος που δημιουργείται, ή, ακόμα χειρότερα, επιχειρώντας να νομιμοποιήσει τις επιλογές της ακριβώς στο έδαφος αυτού του χάους. Απεκδύεται κάθε ευθύνης πολιτικού σχεδιασμού, κάθε ευθύνης κοινωνικού διαλόγου, κάθε ευθύνης για τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής.
Το “δεν συζητώ με καταληψίες ή απεργούς” αποτελεί πλέον για την κυβέρνηση “παρωχημένο” τρόπο υπεράσπισης του νόμου και της τάξης. Ο νέος, σύγχρονος τρόπος επιβάλλει το να υποσκάπτονται εκ των έσω οι κοινωνικές αντιδράσεις, να αναπτύσσεται ένας ιδιόμορφος “κοινωνικός φραξιονισμός”. Κι’όταν τα πράγματα φθάσουν στο μη-περαιτέρω να επικρέμεται η απειλή του εισαγγελέα και της ποινικοποίησης.
 
Σκέφτομαι, π.χ, πως θα έπρεπε να αντιμετωπίζει μια δημοκρατική και αριστερή άποψη την εξέγερση των μαθητών που βλέπουμε τις τελευταίες μέρες: ως έκφραση ενός αυθεντικού κοινωνικού κινήματος, ως εισβολή στην τελματωμένη πολιτική μιας νέας ριζοσπαστικής γενιάς, ως αφορμή ενός ουσιαστικού διαλόγου για τα ζητήματα της παιδείας. Σκέφτομαι, επίσης, πως θα αντιμετώπιζε την εξέγερση μια τυπική σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση: εξαντλώντας όλα τα περιθώρια μιας κοινωνικής συνεννόησης μεταξύ των εταίρων της παιδείας και πράττοντας στην προοπτική αυτού του συμβολαίου ακόμα και σοβαρές υποχωρήσεις απέναντι στο δυναμικό κίνημα της νεολαίας της χώρας. Θυμάμαι, τέλος, πως αντιμετώπισε ο συντηρητικός και δεξιός Κ.Καραμανλής τα αντίστοιχα κινήματα των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης: με την επίκληση (και μόνον) των δικαιωμάτων της περίφημης “σιωπηράς πλειοψηφίας”.
Αλλοίμονο, από τότε μέχρι σήμερα έχει κυλήσει πολύ νερό στ’αυλάκι. Ο κρατικός αυταρχισμός πέρασε από το στάδιο της επίκλησης στο στάδιο της υλοποίησης. Η μητσοτακική ΝΔ δεν ήταν αυτή που επιχείρησε να ανακαταλάβει τα σχολεία το ’91 με σχεδόν ένοπλες “κομματικές συμμορίες”; Και το “νέο ΠΑΣΟΚ” του ’99 δεν είναι αυτό που με τους κομματικούς συλλόγους γονέων και κηδεμόνων επιχειρεί να ανοίξει τα σχολεία;