Χριστόφορος Βερναρδάκης TwitterFacebookYouTubeLinkedInGoogle Plus
 



Broadcast live streaming video on Ustream



ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ
 
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 1: Εισαγωγή: Η κοινότητα πολιτικών θεσμών στις φιλελεύθερες δημοκρατίες 
 
Τα γενικά κοινά χαρακτηριστικά των φιλελεύθερων αστικών δημοκρατιών μπορούν να συνοψιστούν στα εξής: α) ύπαρξη πλουραλισμού (οικονομικού, πολιτικού και κοινωνικού), β) ύπαρξη μηχανισμών με τους οποίους εκφράζονται οι πολιτικές επιλογές (εκλογές, εκλογικός ανταγωνισμός), γ) οργάνωση εξισορροπημένου και οριοθετημένου θεσμικού συστήματος (διάκριση των εξουσιών), δ) υπαγωγή της δημόσιας αρχής σε κανόνες (συνταγματισμός).
Τα γενικά αυτά κοινά χαρακτηριστικά δεν σημαίνει ότι παραμένουν στατικά στην πολιτική δομή των σύγχρονων δημοκρατιών. Θα αναλυθεί σε επόμενα μαθήματα ο μετασχηματισμός των σύγχρονων δημοκρατιών και η τροποποίηση των κοινών παραπάνω χαρακτηριστικών. 
 
Δώστε ιδιαίτερη βαρύτητα στην έννοια της «διάκρισης των εξουσιών»: προσδιορίστε τις τρεις εξουσίες στις οποίες αναφέρεται η έννοια και δώστε τον ορισμό της. Περιγράψτε τις σχέσεις μεταξύ των τριών βασικών εξουσιών και τεκμηριώστε το αν οι σχέσεις αυτές είναι δυναμικές ή στατικές. Η σημερινή μορφή και λειτουργία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας επιτρέπει να υποστηρίξουμε ότι η αρχή της διάκρισης των εξουσιών εφαρμόζεται ή αντίθετα περιορίζεται;   
 
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 2:  Κοινωνικές τάξεις και πολιτική 
 
Κάθε κοινωνικός σχηματισμός χαρακτηρίζεται από διαιρέσεις (clivages), η ένταση και το ιστορικό βάθος των οποίων έχουν καθοριστική επίδραση στην οργάνωση του κράτους και του πολιτικού συστήματος. Οι διαιρέσεις αυτές μπορεί να είναι οικονομικές, ταξικές ή κοινωνικές, εδαφικές, ιδεολογικές, θρησκευτικές ή εθνολογικές. Σε κάθε περίπτωση πάντως συνιστούν βαθιά ριζωμένες τομές στο εσωτερικό μιας κοινωνίας. Ωστόσο, τρεις είναι οι σημαντικότερες διαιρέσεις των σύγχρονων κοινωνικών σχηματισμών: οι ταξικές, οι θρησκευτικές και οι χωρικές.
Κάθε κοινωνικός σχηματισμός αποτελεί στην ουσία μια ιδιαίτερη συγχώνευση διαιρέσεων, η οποία πρέπει να μελετάται συγκεκριμένα και ιστορικά προσδιορισμένα. Π.χ., στο Βέλγιο η εθνο-γλωσσική διαίρεση σε Φλαμανδούς και Βαλλόνους υπεισέρχεται στο πεδίο των ταξικών διαιρέσεων και τις επικαθορίζει. Αντίστοιχο παράδειγμα μπορεί να αναζητήσει κανείς στην περίπτωση της Ισπανίας με την εθνικο-περιφερειακή αντίθεση των Καταλανών και των Βάσκων έναντι του κεντρικού ισπανικού κράτους.
Στις ευρωπαϊκές χώρες οι ταξικές (κοινωνικο-οικονομικές) διαιρέσεις αποτελούν τη βάση συγκρότησης των κοινωνιών. Η ένταξη σε μια κοινωνική τάξη αποτελεί τον ασφαλέστερο ιστορικά δείκτη πρόβλεψης της εκλογικής και πολιτικής συμπεριφοράς. Αλλά και γενικότερα, η σχέση κοινωνικών τάξεων και πολιτικής αποτελεί την κυριότερη σχέση που παρατηρείται στον τρόπο οργάνωσης του κράτους και λειτουργίας της πολιτικής.
Η ένταξη σε μια κοινωνική τάξη δεν αποτελεί βεβαίως μια αυτονόητη διαδικασία. Η πολιτική κοινωνιολογία διακρίνει σχετικά την «αντικειμενική ταξική ένταξη» κάποιου ατόμου (το σύνολο δηλαδή των αντικειμενικών εκείνων χαρακτηριστικών που ορίζουν την ένταξη κάποιου ατόμου: εισόδημα, απασχόληση, θέση στην απασχόληση, εκπαιδευτικό – μορφωτικό επίπεδο, κατοχή περιουσιακών στοιχείων, κ.λπ) και την «υποκειμενική ταξική ένταξη», δηλαδή το αίσθημα του ανήκειν σε μια κοινωνική τάξη.  
Η ιδιαίτερη βαρύτητα της κοινωνικής τάξης στο πολιτικό – εκλογικό σύστημα απορρέει από τη θεμελιακή κοινωνική διαίρεση που προέκυψε στην Ευρώπη με τη Βιομηχανική Επανάσταση και την επακόλουθη διαμόρφωση δύο κύριων τάξεων, δύο κοινωνικών πόλων: τους κατόχους των μέσων παραγωγής και τους εργάτες. Βεβαίως, η κοινωνική εξέλιξη διαμόρφωσε τους επόμενους αιώνες, έως και σήμερα, μια πολύ πιο σύνθετη κοινωνική στρωματοποίηση από το απλοϊκό σχήμα των δύο κοινωνικών τάξεων. Ωστόσο, και τα νεότερα «ταξικά» κοινωνικά μορφώματα συγκροτούμενα αποκτούσαν μια ιδιαίτερη το καθένα ιδεολογική και κατ’επέκτασιν και πολιτική συγκρότηση. Συνεπώς, η έννοια της κοινωνικής τάξης αποτελεί έως και σήμερα τον πρώτο βασικό πυλώνα επίδρασης στο πολιτικό σύστημα, στα κόμματα και στην εκλογική συμπεριφορά.  
 
Δώστε ιδιαίτερη βαρύτητα στις έννοιες της «αντικειμενικής ταξικής ένταξης» και της «υποκειμενικής ταξικής ένταξης».
 
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 3: Θρησκεία και Πολιτική 
 
Δύο αρχικές παρατηρήσεις:
α) Πρέπει καταρχήν να διαχωρίσουμε τις θρησκευτικές αξίες (θρησκευτικότητα) από τις εκκλησιαστικές πρακτικές. Θρησκευτικότητα είναι η πίστη στην ύπαρξη του Θεού και στα δόγματα που την ακολουθούν. Εκκλησιαστική πρακτική είναι ο βαθμός με τον οποίον κάποιος/α ασκεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα, π.χ. η συχνότητα εκκλησιασμού. Η ύφεση που παρατηρήθηκε σε πολλές χώρες στις εκκλησιαστικές πρακτικές μετά τη δεκαετία του ‘70 δεν συνεπάγεται αυτομάτως μείωση της επίδρασης των θρησκευτικών αξιών στη διαμόρφωση των ευρύτερων κοινωνικών και ιδεολογικών αξιών.
β) Πού θεμελιώνεται η σχέση Θρησκείας – Πολιτικής; στο γεγονός ότι τα σύγχρονα αστικά κράτη (τα κράτη-Εθνη) προέκυψαν ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης με την Εκκλησία και τους τοπικούς (χωρικούς) της μηχανισμούς.
 
Α. Σχέση Εκκλησίας – Κράτους
 
Οι σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους κυμαίνονται από τον απόλυτο διαχωρισμό έως την ταύτιση της (κυρίαρχης) εκκλησίας με τον κρατικό μηχανισμό.
Παραδοσιακά, η Εκκλησία υπήρξε κυρίαρχη σε δύο κράτη: την Ιταλία (Καθολική εκκλησία) και Βρετανία (Αγγλικανική Εκκλησία). Στη Βρετανία η Αγγλικανική Εκκλησία κυρίως στο 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα υπήρξε ένα από τα βασικά στηρίγματα του αστικού κρατικού οικοδομήματος, γι’αυτό και κράτησε για πολλά χρόνια αργότερα μια ιδιαίτερη θέση επιρροής απέναντι στους τυπικούς καθολικούς. Στην Ιταλία η κυριαρχία της Εκκλησίας επεκτεινόταν, πέραν του κρατικού πεδίου, και στην κοινωνία.
 
Η Αγγλικανική Εκκλησία ταυτίστηκε ιστορικά με τις αρχές της ανερχόμενης αστικής τάξης. Σήμερα βεβαίως οι ιστορικές συγκυρίες έχουν αλλάξει, ωστόσο θεσμικά, ο Μονάρχης (η Βασίλισσα της Αγγλίας) παραμένει «Αρχηγός της Εκκλησίας» και οι κορυφές της αποτελούν πάντα μέλη της Βουλής των Λόρδων. Ωστόσο, και οι άλλες Εκκλησίες του νησιού, όπως η Σκωτική ή η Καθολική, διατήρησαν την αυτονομία τους είτε την κέρδισαν από τον 19ο αι. και μετά.
 
Στην Ιταλία η Καθολική Εκκλησία ήρθε σε αντίθεση με το αστικό φιλελεύθερο κράτος και οργανώθηκε έξω και ενάντια σε αυτό, στηριζόμενη βεβαίως στο γεγονός ότι οι Ιταλοί είναι κατά 95% καθολικού θρησκεύματος. Η κατάσταση της σύγκρουσης Εκκλησίας και ιταλικού Κράτους διήρκεσε έως το 1929 όταν το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι προχώρησε σε ευνοϊκές θεσμικές ρυθμίσεις και γενναία χρηματοδότηση προς την Εκκλησία, με στόχο να διευρύνει τη βάση της πολιτικής του νομιμοποίησης. Μετά την κατάρρευση του φασισμού, το μεταπολεμικό ιταλικό Σύνταγμα προσπάθησε να συμβιβάσει την παράδοση του διαχωρισμού με τις ρυθμίσεις του Μουσολίνι («το κράτος και η εκκλησία είναι ανεξάρτητοι και κυρίαρχοι, ο καθένας στο χώρο του», σύμφωνα με το σχετικό άρθρο του μεταπολεμικού ιταλικού συντάγματος), ωστόσο τα προβλήματα σύγχυσης αρμοδιοτήτων υπήρξαν πολλά και γέννησαν αρκετές πολιτικές κρίσεις. Το 1984 επιτεύχτηκε Συμφωνία μεταξύ Βατικανού και ιταλικής Κυβέρνησης με 3 κυρίως σημεία: α) η θρησκευτική εκπαίδευση κατέστη προαιρετική, β) η χρηματοδότηση από το κράτος καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την εθελούσια χρηματοδότηση των ίδιων των πολιτών, γ) οι εκκλησιαστικές υποθέσεις εντάχτηκαν στο κοινό δίκαιο.
 
Αντίστοιχη προσπάθεια «εκμετάλλευσης» της Εκκλησίας για λόγους πολιτικής επιρροής έγινε και στη Γερμανία από το ναζιστικό καθεστώς του Χίτλερ. Το τελευταίο στηρίχτηκε αρκετά στη μειονότητα των καθολικών (έναντι της προτεσταντικής πλειονότητας). Επιχείρησε ωστόσο να εξασφαλίσει τη στήριξη και των προτεσταντών, με ένα σχέδιο ενοποίησης των επιμέρους Εκκλησιών τους σε μια ενιαία Εκκλησία του Ράιχ.
 
Εργαστείτε πάνω στην ιδιομορφία της μεταπολεμικής γερμανικής χριστιανοδημοκρατίας (CDU). Ποιο είναι το καθεστώς χρηματοδότησης των εκκλησιών που ισχύει στη Γερμανία. Ποια είναι η διαφορά του από το καθεστώς που ισχύει στις ΗΠΑ;
 
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 4: Οι οικογένειες των ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων 
 
Πρωταρχικές μορφές πολιτικών κομμάτων, δηλαδή ομάδων που συνασπίζονται για να ασκήσουν πολιτική επιρροή, εμφανίζονται ήδη από την Αναγέννηση στη Φλωρεντία με την αντιπαράθεση Γκέλφων και Γιβελίνων. Αντίστοιχες ομάδες γεννά και η Γαλλική Επανάσταση (Γιακωβίνοι – Γιρονδίνοι, κλπ). Κόμματα αντίστοιχα της σημερινής τους μορφής εμφανίζονται για πρώτη φορά στη Μεγάλη Βρετανία στα τέλη του 18ου αιώνα.  
 
Η ιδέα της ύπαρξης των «κομμάτων» αρχικά επικρίνεται ως διασπαστική της ενότητας της Μοναρχίας και ευρύτερα της εξουσίας. Η πορεία προς τη θεσμοποίηση των πολιτικών κομμάτων, δηλαδή στην αναγνώρισή τους ως φορέων απαραίτητων για τη λειτουργία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, ολοκληρώθηκε στις περισσότερες χώρες πολύ αργότερα (συνήθως μετά τα μέσα του 20ου αιώνα).
 
Κομματικό σύστημα είναι μια έννοια που περιγράφει τον αριθμό αλλά κυρίως τις ποιοτικές σχέσεις μεταξύ των επιμέρους κομμάτων, δηλαδή το βαθμό σύγκλισης ή απόκλισης των πολιτικών τους ιδεών και προγραμμάτων, καθώς και τον εκλογικό τους ανταγωνισμό και την προσπάθεια να εκπροσωπήσουν κοινωνικές τάξεις και τμήματα τάξεων.
Το κομματικό σύστημα εξαρτάται από το ειδικό βάρος ορισμένων κρίσιμων παραγόντων, αλλά και από την αλληλεξάρτησή τους. Τέτοιοι παράγοντες είναι η δομή και η ένταση των διαιρέσεων, το εύρος των ιστορικών ρήξεων που έχουν συντελεστεί (επαναστάσεις, εμφύλιοι πόλεμοι, θρησκευτικοί πόλεμοι), οι επιπτώσεις που έχουν διεθνείς παράγοντες (π.χ. η Οκτωβριανή Επανάσταση), το εκλογικό σύστημα μιας χώρας, η ικανότητα των κομμάτων να προσαρμόζονται ώστε να μην αφήνουν χώρο στους δυνάμει ανταγωνιστές τους, κ.λπ. [για την
έννοια του κομματικού συστήματος θα επανέλθουμε στη Θεματική Ενότητα 6].
 
Από την άποψη της ιδεολογίας των κομμάτων θα μπορούσαμε ιστορικά να διακρίνουμε πέντε (5) οικογένειες κομμάτων, δηλαδή πέντε χώρους ιδεολογικής συνάφειας: τη φιλελεύθερη οικογένεια, τους συντηρητικούς και την άκρα δεξιά, τις χριστιανοδημοκρατίες, τα κόμματα του ευρύτερου αριστερού (σοσιαλιστικού) φάσματος, και τέλος τα λεγόμενα «εδαφικά κόμματα» (περιφερειακά, οικολογικά).
Η διάκριση των 5 αυτών οικογενειών ισχύει σε μεγάλο βαθμό έως τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Εκτοτε, οι ραγδαίες ιδεολογικές και πολιτικές ανακατατάξεις που συνέβησαν, άλλαξαν τη δομή και την ιδιοσυστασία των κομματικών οικογενειών και επέφεραν αλλαγές, συγκλίσεις, συγχωνεύσεις. Σήμερα, με βάση και μια γενική τοποθέτηση που προκύπτει από τις πολιτικές ομάδες και ρεύματα του Ευρωκοινοβουλίου θα διακρίναμε τις εξής νέου τύπου κομματικές οικογένειες: την άκρα δεξιά, την οικογένεια της Δεξιάς και της Κεντροδεξιάς, τα κόμματα της νέας Σοσιαλιστικής Διεθνούς (Κεντροαριστερά), τα κόμματα της Αριστεράς και την οικογένεια των οικολογικών κομμάτων.     
 
Οι κυριότερες αλλαγές στις οικογένειες κομμάτων 
  1. Η οικογένεια των παραδοσιακών φιλελευθέρων στηριζόταν στην αντιπαράθεση με τη Μοναρχία. Το στοιχείο αυτό εξέλιπε ιστορικά. Οι νέοι φιλελεύθεροι συγκροτήθηκαν στη βάση της ιδεολογίας για «λιγότερο κράτος» και περισσότερη ελευθερία της αγοράς. Ενσωματώθηκαν κατά βάση στα μεγάλα κόμματα της Δεξιάς και της Κεντροδεξιάς.
  2. Η οικογένεια των συντηρητικών κομμάτων και της άκρας δεξιάς στηριζόταν ιστορικά στην επίκληση ενός ιδεολογικού ηθικού προτύπου, πιστού στις παραδόσεις αλλά και σε ένα κράτος παρεμβατικό στην οικονομία. Το ιστορικό αυτό ρεύμα διαιρέθηκε σε δύο κατευθύνσεις: οι νεο-συντηρητικοί προσχώρησαν στην ιδεολογία της αγοράς και στην κριτική του παρεμβατικού κράτους, αλλά και στην επίκληση των «κατασταλτικών» λειτουργιών του, οι «ακροδεξιοί» οργανώθηκαν κυρίως με βάση τη νέα ατζέντα της μετανάστευσης, της φοβικότητας απέναντι στις μετακινήσεις πληθυσμών, την απώλεια της εθνικής ταυτότητας στο περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης, την ενίσχυση του κράτους (τόσο στην οικονομία όσο και στην καταστολή-πρόληψη).   
  3. Η οικογένεια του σοσιαλιστικού αριστερού φάσματος άλλαξε σχεδόν ριζικά φυσιογνωμία και διαιρέθηκε ιδεολογικά ακόμα περισσότερο. Μεταξύ των (παλαιών) Σοσιαλιστικών και των Κομμουνιστικών Κομμάτων υπήρχε η ιδεολογική αντιπαράθεση κυρίως για τον τρόπο κατάληψης της πολιτικής εξουσίας...Τα νέα σοσιαλιστικά κόμματα μετακινήθηκαν ιδεολογικά, αλλάζοντας τη σοσιαλδημοκρατική τους πολιτική του κοινωνικού συμβολαίου και ενσωματώνοντας τις πολιτικές του νεο-φιλευθερισμού (Ευρωαριστερά), τα Κομμουνιστικά Κόμματα συρρικνώθηκαν και σχεδόν διαλύθηκαν και ανασυστάθηκαν νέα μαζικά κόμματα της αριστεράς που εξέφρασαν τα κινήματα της κοινωνικής αμφισβήτησης, ενσωμάτωσαν μεγάλες μερίδες τόσο των παλιών Κ.Κ. όσο και της αριστερής σοσιλαδημοκρατίας, (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ)...  
Εργαστείτε πάνω στις αλλαγές που έχουν προκύψει σχετικά με τις οικογένειες κομμάτων. Κωδικοποιήστε τις εξελίξεις και δουλέψτε πάνω σε συγκεκριμένα κόμματα της Ευρώπης. Π.χ. Τι απέγινε η ιταλική χριστιανοδημοκρατία; σε τι μετεξελίχτηκε; Σε ποιές χώρες τα κόμματα της άκρας δεξιάς έχουν ισχυρή πολιτική παρουσία; Τι είναι ιδεολογικά η νέα σοσιαλδημοκρατία;
 
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 5:  (1) Tα αμερικανικά κόμματα  -  (2) Η διαδικασία θεσμοποίησης των κομμάτων
 
Η ιδιομορφία των αμερικανικών κομμάτων σε σχέση με τα ευρωπαϊκά έγκειται στο γεγονός ότι δεν αποτελούν προϊόντα μεγάλων διαιρετικών τομών. Οι ΗΠΑ δεν γνώρισαν – σε αντίθεση με την Ευρώπη – ούτε κοινωνικές επαναστάσεις ούτε θρησκευτικές συγκρούσεις. Γι’αυτό ακριβώς το λόγο, τόσο η οργανωτική συνοχή όσο και η ιδεολογική των δύο μεγάλων εθνικών κομματικών σχηματισμών δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί συμπαγής.  
Η σημαντικότερη διαίρεση του αμερικανικού χώρου υπήρξε αυτή μεταξύ Βορρά / Νότου, διαίρεση οικονομική, πολιτισμική και γεωγραφική ταυτόχρονα που έληξε με την επικράτηση των Βορείων, οι οποίοι και «καθοδήγησαν» τρόπον τινά τη συγκρότηση της αμερικανικής δημοκρατίας.
Τα δύο «εθνικά» αμερικανικά κόμματα, το Δημοκρατικό και το Ρεπουμπλικανικό, κατέστησαν  εξαιτίας αυτής της διαμάχης αρκετά ετερογενή. Ιδίως το Δημοκρατικό Κόμμα συγκέντρωσε στο εσωτερικό του τους συντηρητικούς του Νότου και τους φιλελεύθερους του Βορρά, τους πρώτους επειδή αντιδρούσαν στον οικονομικό και πολιτικό «επεκτατισμό» της (βόρειας) ηγετικής πολιτικής τάξης, τους δεύτερους επειδή διαπνέονταν από προοδευτικές μεταρρυθμιστικές ιδέες απέναντι στην ίδια πολιτική τάξη. Αντίστοιχες ετερογένειες υπήρξαν και στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.
Η ασθενής οργανωτική και ιδεολογική συνοχή των δύο βασικών αμερικανικών κομμάτων είναι, επίσης, αποτέλεσμα του ομοσπονδιακού τους χαρακτήρα (που αντιστοιχεί βεβαίως και οφείλεται στην ομοσπονδιακή δομή του αμερικανικού κράτους).
 
Από τη δεκαετία του ’50 αλλάζουν κάπως οι ισορροπίες μεταξύ των δύο κομμάτων. Το Δημοκρατικό Κόμμα ταυτίζεται περισσότερο με τις φυλετικές μειοψηφίες (κυρίως το μαύρο πληθυσμό), τα κινήματα ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, τα συνδικάτα και γενικότερα τις ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες και τάξεις. Αντίστοιχα, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα ταυτίζεται και εκπροσωπεί περισσότερο την «κλασική» ιθύνουσα πολιτική τάξη των λευκών / αγγλοσαξωνικής καταγωγής και προτεσταντικού θρησκεύματος πολίτες.
Παρά το γεγονός αυτό ωστόσο μεταξύ των δύο κομμάτων έχει εδραιωθεί μια βασική συναίνεση πάνω στις θεσμικές λειτουργίες του κράτους και την καπιταλιστική οργάνωση της οικονομίας. Σήμερα επίσης φαίνεται να έχει ξεπεραστεί στην πράξη και μια παλαιά αντίθεση που ήθελε τους ρεπουμπλικανικούς περισσότερο επιφυλακτικούς στο να αναλαμβάνει η χώρα διεθνείς παρεμβατικές πρωτοβουλίες και τους δημοκρατικούς περισσότερο «εξωστρεφείς» στο να επιβάλλουν το μοντέλο της «αμερικανικής δημοκρατίας» και σε άλλες χώρες.
 
Η θεσμοποίηση των κομμάτων
 
Τι σημαίνει θεσμοποίηση: η «επίσημη» αναγνώριση ότι τα κόμματα συγκροτούν ισχυρά οργανωτικά μορφώματα που απολαμβάνουν το μονοπώλιο της διαμεσολάβησης μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων.
 
Υπάρχουν δύο τρόποι να προσεγγιστεί το ζήτημα της θεσμοποίησης των κομμάτων. Ο πρώτος είναι κοινωνιολογικός - πολιτικός: η ανάλυση αυτή παραπέμπει στο μετασχηματισμό κοινωνικών οργανώσεων σε μορφώματα (κόμματα) με σταθερή ιδεολογία και πρόγραμμα που αποσκοπούν στην κατάκτηση και άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Ο δεύτερος είναι νομικός: η θεσμοποίηση υποδηλώνει την αναγνώριση των κομμάτων ως θεσμών του κράτους και την ενσωμάτωσή τους στο πολιτικό – δικαιϊκό σύστημα. 
Η κοινωνιολογική – πολιτική προσέγγιση διακρίνει τρία κριτήρια για τη θεσμοποίηση: α) το χρόνο ζωής, την αποπροσωποποίηση της οργάνωσης και την οργανωτική διαφοροποίηση (μηχανισμοί πολιτικής κινητοποίησης). Θα προσθέταμε και ένα τέταρτο κριτήριο, την (σημαντική) αποδοχή των κομμάτων από το εκλογικό σώμα (και ευρύτερα την κοινή γνώμη).
 
Η νομική προσέγγιση: πρόκειται για το κριτήριο της θετικής αναγνώρισης των πολιτικών κομμάτων, κριτήριο ωστόσο που μπορεί να λειτουργήσει και αντίστροφα, ως τον προσδιορισμό ενός «χώρου νομιμότητας» που θα ελέγξει προληπτικά τις δράσεις και τις ιδεολογίες των κομμάτων. 
 
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 6:  Το κομματικό σύστημα και τα κομματικά υποσυστήματα
 
Τι ορίζεται κομματικό σύστημα: το σύνολο των κομμάτων που βρίσκονται σε συνθήκες αλληλεπίδρασης στο πλαίσιο του πολιτικού συστήματος. Η αλληλεπίδραση μεταξύ των κομμάτων μπορεί να είναι ιδεολογική – προγραμματική, εκλογική ή κοινωνική.
 
Για την ανάλυση και μελέτη των κομματικών συστημάτων έχουν προταθεί πολλές τυπολογίες. Μια εξ’ αυτών εδράζεται στον αριθμό των κομμάτων που δραστηριοποιούνται στο πολιτικό σύστημα κάθε χώρας. Θεωρούμε δηλαδή δικομματικό ένα σύστημα που αποτελείται από δύο κόμματα, τρικομματικό ένα σύστημα που αποτελείται από τρία κόμματα, πολυκομματικό ένα σύστημα που αποτελείται από πολλά κόμματα, κ.ο.κ. Ωστόσο, μια τέτοια προσέγγιση πρέπει σε γενικές γραμμές να θεωρείται επιφανειακή και διόλου αναλυτική.
 
Ο Maurice Duverger στο βιβλίο του «Τα Πολιτικά Κόμματα» που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1951, δείχνει ότι ο δικομματισμός φαίνεται να είναι μια φυσική τάση της εξέλιξης των κομματικών συστημάτων, αφού συνήθως «κάθε πολιτική απόφαση συνεπάγεται την επιλογή μεταξύ δύο δυνατών λύσεων». Στην ουσία ωστόσο ο Duverger δεν αναφέρεται τόσο σε «δικομματισμό» με τη στενή έννοια όσο σε «διπολισμό», κάτι που προκύπτει από το γεγονός ότι, ιδίως την εποχή εκείνη, επικρατούσε στις περισσότερες χώρες πολυκομματισμός. 
Για να εξηγήσει ο Duverger την αντίφαση αυτή οδηγήθηκε στην άποψη ότι είναι καταλυτική η επίδραση των εκλογικών συστημάτων στη μορφή του κομματικού συστήματος. Δηλ.:
·         Σύστημα απλής αναλογικής οδηγεί σε πολυκομματισμό
·         Πλειοψηφικό σύστημα με δύο γύρους οδηγεί σε ένα πολυκομματικό σύστημα με κόμματα ελαστικά και αλληλεοξαρτώμενα
·         Πλειοψηφικό με ένα γύρο οδηγεί σε δικομματισμό
[Ορίζουμε ως εκλογικό σύστημα τον τρόπο με τον οποίο υπολογίζεται η κατανομή των βουλευτικών εδρών)
 
Η συστηματική μελέτη των εκλογικών και κομματικών συστημάτων και η συσχέτιση μεταξύ τους έδειξε ότι το μοντέλο Duverger ισχύει στο 90% των μελετημένων περιπτώσεων. Όμως, πολλά από τα συμπεράσματά του είναι συζητήσιμα ως προς τις γενικεύσεις τους. Ένα απλό παράδειγμα προσφέρει σχετικά η περίπτωση της Μ.Βρετανίας. Το εκλογικό της σύστημα οδηγεί πράγματι σε δικομματική Βουλή. Ωστόσο, αν στην ανάλυσή μας δεν επικεντρωθούμε τόσο στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση των κομμάτων αλλά στην εκλογική τους δυναμική, θα δούμε ότι πάντοτε στη Βρετανία υπήρχε και «τρίτο κόμμα», με αξιοσημείωτη εκλογική βάση έτσι που να ανατρέπεται η εικόνα του «πλήρους και καθαρού δικομματισμού».
 
Στην προβληματική του Duverger για τα κομματικά συστήματα και την εξάρτησή τους από τα εκλογικά αντίστοιχα, προστέθηκε στη δεκαετία του ’60 η θεωρία των διαιρετικών τομών του Stein Rokkan. Η θεωρία αυτή αποδεικνύει ότι τα πολιτικά κόμματα είναι αποτελέσματα των μεγάλων διαιρετικών κοινωνικών τομών (Βιομηχανική Επανάσταση / Συγκρότηση Κράτους-Εθνους). Οσο πιο ισχυρές υπήρξαν οι διαιρετικές αυτές τομές σε κάθε κοινωνία τόσο πιο ισχυρά κοινωνικά υπήρξαν και τα πολιτικά κόμματα που γεννήθηκαν από αυτές. Ο Rokkan συνεπώς προσθέτει και επεκτείνει στη θεωρία του Duverger την άποψη ότι ένα κομματικό σύστημα προκύπτει από τις ιδιαιτερότητες των ιστορικών κοινωνικών διαιρέσεων. Το εκλογικό σύστημα είναι μια παράμετρος σημαντική για τη μορφή που λαμβάνει κατόπιν αυτό, αλλά όχι επαρκής για να εξηγήσει τη σχέση του κομματικού συστήματος και των κομμάτων με τις κοινωνικές και εκλογικές κινήσεις.
 
Τυπολογία των κομματικών συστημάτων
 
  1. Δικομματισμός (Διπολισμός): ο καθαρός δικομματισμός αποτελεί μάλλον μια ιδεοτυπική κατάσταση και όχι τόσο μια πραγματικότητα. Ακόμα και στις ΗΠΑ δραστηριοποιούνται ιστορικά πολλά μικρά κόμματα, πολύ δε περισσότερα σε επίπεδο πολιτειών. Στην ουσία αυτό που συνήθως παρατηρείται είναι μια τάση προς το διπολισμό, δηλ. σε δύο «μπλοκ πολιτικών και κομματικών δυνάμεων».
  2. Πολυκομματικά συστήματα: αυτό που διαχωρίζει τα διπολικά κομματικά συστήματα από τα πολυκομματικά δεν είναι κυρίως ο αριθμός των κομμάτων όσο το γεγονός ότι στα πρώτα διαδραματίζουν ηγεμονικό ρόλο δύο κόμματα. Ηγεμονικός ρόλος σημαίνει ότι η θέση τους στο πολιτικό σύστημα, τόσο στο επίπεδο της ιδεολογίας όσο και του πολιτικού προγράμματος, είναι κυρίαρχη. Ο Jean Blondel διακρίνει στο εσωτερικό των πολυκομματικών συστημάτων τους εξής τύπους: τα αμιγώς πολυκομματικά, τα συστήματα «δυόμιση κομμάτων» και τα συστήματα με κυρίαρχο κόμμα. Το σύστημα «διόμιση κομμάτων» είναι αυτό που ένα μικρό τρίτο κόμμα συμμαχεί πότε με το ένα και πότε με το άλλο από τα δύο μεγάλα ώστε να σχηματίζεται κυβέρνηση συμμαχική. Το σύστημα με κυρίαρχο κόμμα είναι αυτό που ένα κόμμα είναι κυρίαρχο εκλογικά και κοινοβουλευτικά και γύρω από αυτό συγκροτούνται όλες οι κυβερνητικές συνεργασίες.
  3. Στην ανάλυση των πολυκομματικών συστημάτων συνεισέφερε η ανάλυση του Giovanni Sartori, o οποίος εισάγει στη μελέτη και την τυπολογία των κομματικών συστημάτων το στοιχείο της ιδεολογικής απόστασης / εγγύτητας μεταξύ των κομμάτων. Ο Sartori διαχωρίζει τα πολυκομματικά συστήματα σε κεντρομόλα και πολωμένα. Τα κεντρομόλα πολυκομματικά συστήματα χαρακτηρίζονται από α) περιορισμένη ιδεολογική απόσταση μεταξύ των κομμάτων, β) την τάση συγκρότησης συμμαχιών και γ) τη σύγκλιση των εκλογικών βάσεων στον κομματικό ανταγωνισμό. Τα πολωμένα πολυκομματικά συστήματα χαρακτηρίζονται από α) μεγάλη ιδεολογική διαφορά μεταξύ των κομμάτων, β) ύπαρξη αντισυστημικών (εξωσυστημικών) κομμάτων, γ) αποκλίνοντα εκλογικά σώματα.
Εργαστείτε πάνω στις έννοιες «κομματικό σύστημα» και «εκλογικό σύστημα». Μελετήστε ιδιαίτερα τις θεωρητικές προσεγγίσεις των Duverger, Rokkan, Sartori πάνω στα κομματικά συστήματα.  
 
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 7: Οι ομάδες συμφερόντων
 
Ομάδες συμφερόντων: ο όρος στην πολιτική επιστήμη αναφέρεται στις ομάδες εκείνες οι οποίες επιζητούν να προωθήσουν τα συμφέροντά τους με πολιτικά μέσα. Η πολιτική εξουσία συνδιαλέγεται με τις ομάδες αυτές, άλλοτε για να τις ελέγξει και άλλοτε για να ενσωματώσει τα αιτήματά τους και τις δράσεις τους.
Με κριτήριο την οργάνωση οι Almond – Powell διακρίνουν τέσσερις ομάδες συμφερόντων: τις ανομικές, τις μη-συνεργατικές, τις συνεργατικές και τις θεσμικές. Ωστόσο, μόνον οι δύο τελευταίες θεωρούνται με την τυπική και αυστηρή έννοια ως ομάδες που αποσκοπούν στην άσκηση πίεσης στην πολιτική εξουσία.
 
Οι θεσμικές ομάδες: Ο στρατός ή η δημόσια διοίκηση αποτελούν επίσημες θεσμικές εκφράσεις του κράτους. Παράλληλα όμως, μπορούν να μετατραπούν σε ισχυρές ομάδες συμφερόντων που επηρεάζουν ή υπαγορεύουν ή και ερμηνεύουν πολιτικές επιλογές. Στην περίπτωση αυτή παρατηρείται το φαινόμενο τμήματα του κρατικού μηχανισμού να χρησιμοποιούν τη θεσμική τους θέση και ιδιότητα προς ίδιον όφελος. 
Οι συνεργατικές ομάδες: Πρόκειται για τις ομάδες με ισχυρή και διακριτή οργανωτική δομή. Για τις ομάδες αυτές η οργάνωση είναι απολύτως αναγκαία για την ενσωμάτωση, άρθρωση και υπεράσπιση των συμφερόντων.  
Στο ετερογενές σύνολο των συνεργατικών ομάδων ξεχωρίζουν οι ισχυρότερες μεταξύ αυτών, δηλ. οι εργοδοτικές ενώσεις, τα συνδικάτα και οι αγροτικές οργανώσεις.
 
Επειδή ο στρατηγικός στόχος των ομάδων συμφερόντων είναι να επηρεάσουν την εξουσία και να επιβάλλουν ή να αποτρέψουν αποφάσεις που τις αφορούν, είναι επακόλουθο το γεγονός ότι η δράση τους αποτυπώνεται στη δομή των κρατικών οργάνων και καταγράφει τις αλλαγές των ισορροπιών στους κόλπους τους, δηλ. την αλλαγή των ισορροπιών στη δομή της εξουσίας. Στη βάση αυτή μπορούμε να διακρίνουμε: α) τη σχέση επιρροής των ομάδων συμφερόντων απέναντι στη νομοθετική εξουσία, β) τη σχέση επιρροής απέναντι στην εκτελεστική εξουσία και τη δημόσια διοίκηση και, γ) τη σχέση επιρροής με το σύστημα των τοπικών εξουσιών (δήμοι, νομαρχίες, περιφέρειες). Πολλές μελέτες της δομής των σύγχρονων κρατών έχουν διαπιστώσει πως το κέντρο των πιέσεων έχει μετατοπιστεί τις τελευταίες δεκαετίες από τη νομοθετική εξουσία στην εκτελεστική εξουσία και τη δημόσια διοίκηση. Ταυτόχρονα, η δύναμη των διαφορετικών ομάδων συμφερόντων έχει σαφώς τροποποιηθεί. Το ειδικό βάρος των εργοδοτικών οργανώσεων έχει αυξηθεί, αντίθετα αυτό των συνδικαλιστικών οργανώσεων έχει μειωθεί. Ταυτόχρονα, έχει αυξηθεί το ειδικό βάρος συντεχνιών (κυρίως οικονομικών) που μπορούν να επηρεάζουν έτσι ειδικούς χώρους λήψης πολιτικών αποφάσεων.
 
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 8Λειτουργίες των ομάδων συμφερόντων – Η εκλογική διαδικασία
 
Η ενσωμάτωση των ομάδων συμφερόντων: Οι δημόσιες – κρατικές αρχές υιοθετούν μια πιο ενεργό στάση απέναντι στις ομάδες συμφερόντων, είτε με την ένταξή τους στη διαδικασία λήψης αποφάσεων είτε με τη θεσμοποίησή τους και τη μετατροπή τους σε οιονεί κρατικά όργανα.
Με την πρώτη διαδικασία το κράτος απονέμει «εύσημα αντιπροσωπευτικότητας» στις ομάδες συμφερόντων και έτσι μπορεί να επιλέγει τους κοινωνικούς συνομιλητές και συνεργάτες του, απορροφώντας ενδεχόμενες κοινωνικές αντιδράσεις και δημιουργώντας όρους ενσωμάτωσής τους στην κρατική πολιτική. Με τη διαδικασία αυτή συνδέεται και η κρατική χρηματοδότηση των ομάδων συμφερόντων.
Με τη δεύτερη διαδικασία το κράτος απονέμει στις ομάδες συμφερόντων την ιδιότητα του κρατικού οργάνου. Η διαδικασία αυτή οδηγεί σε ταύτιση τα ειδικά επαγγελματικά συμφέροντα μιας ομάδας με τα γενικά κοινωνικά συμφέροντα που υποτίθεται ότι πρέπει να εκπροσωπεί το κράτος. Η ταύτιση αυτή ανακαλεί στη μνήμη το φαινόμενο του κορπορατισμού και των ευρωπαϊκών φασιστικών καθεστώτων του μεσοπολέμου.
 
Η εκλογική διαδικασία
Ο Stein Rokkan  διακρίνει πέντε ιστορικές φάσεις στην εξέλιξη του εκλογικού σώματος: την πρώϊμη φάση, που ταυτίζεται με τα εκλογικά προνόμια μια ομάδας ψηφοφόρων, τη φάση της γαλλικής και αμερικανικής επανάστασης με την αναγνώριση του δικαιώματος ψήφου στους ιδιοκτήτες και μόνον, τη φάση της «άνισης καθολικής ψηφοφορίας» που ταυτίζει την ψήφο με διάφορες διαδικασίες όπως την καταβολή φόρων, την πολλαπλή ψήφο, κ.λπ, τη φάση της παγίωσης του γενικού εκλογικού δικαιώματος μόνον για τους άνδρες και, τέλος, τη φάση της διεύρυνσης του εκλογικού δικαιώματος, αρχικά στις γυναίκες και αργότερα στις μικρότερες ηλικιακά ομάδες.
 
Η πολιτική δημοκρατία ωστόσο δεν θεμελιώνεται μόνον στη διεύρυνση του εκλογικού σώματος, αλλά και στους όρους άσκησης του εκλογικού δικαιώματος, το οποίον πρέπει να βασίζεται στην αρχή της ελευθερίας. Η τελευταία διασφαλίζεται α) με τη διασφάλιση του δικαιώματος της μυστικότητας της ψήφου, β) με τη διασφάλιση του δικαιώματος στην άρνηση της ψήφου και της συμμετοχής στις εκλογές και γ) με τη διασφάλιση του δικαιώματος της «ίσης» ψήφου μεταξύ των πολιτών, που διασφαλίζεται με την αναλογική εκπροσώπηση.  
   
Εργαστείτε πάνω στις έννοια του κορπορατισμού. Επίσης πάνω στις διαφορετικές διόδους πρόσβασης των ομάδων συμφερόντων στο κράτος.
 
 
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 9Θεσμοί Αμεσης Δημοκρατίας: Δημοψηφίσματα και λαϊκές πρωτοβουλίες
 
Στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας έχουν υιοθετηθεί ορισμένες μορφές άμεσης δημοκρατίας, όπως είναι τα δημοψηφίσματα ή οι λαϊκές νομοθετικές πρωτοβουλίες η εφαρμογή των οποίων ωστόσο υπήρξε πάντοτε δυσχερής.
Στο ιταλικό Σύνταγμα προβλέπεται η κατάθεση πρότασης νόμων προερχόμενη από το εκλογικό σώμα που πρέπει να υπογραφεί από 50.000 ψηφοφόρους. Στην περίπτωση αυτή ωστόσο πρέπει η Βουλή να αποδεχτεί τη συζήτηση (και πιθανώς κατόπιν την ψήφιση της σχετικής πρότασης), κάτι που κατά κανόνα δεν συμβαίνει. Ετσι η δυνατότητα αυτή παραμένει θεωρητική. Στο ιταλικό Σύνταγμα επίσης προβλέπεται η «μερική ή η ολική κατάργηση ενός νόμου» με την πρωτοβουλία υπογραφών από 500.000 ψηφοφόρους ή πέντε περιφερειακών συμβουλίων.
Στη βρετανική περίπτωση το δημοψήφισμα χρησιμοποιήθηκε ως μέσον επίλυσης των μεγάλων στρατηγικής σημασίας διαφορών που προέκυψαν σχετικά με τη διακυβέρνηση της χώρας και δεν είχε το χαρακτήρα νομοθετικής πρωτοβουλίας «από τα κάτω». Το Δημοψήφισμα του 1975 για την παραμονή ή όχι στην τότε ΕΟΚ (Ε.Ε.) ήταν η πρώτη φορά ιστορικά που χρησιμοποιήθηκε ως τρόπος επίλυσης διαφωνιών. Το 1979 τα δημοψηφίσματα για την Ουαλία και τη Σκωτία και τη μεταφορά αρμοδιοτήτων στα τοπικά κοινοβούλια έδωσαν μια διέξοδο στο κλυδωνιζόμενο τότε κυβερνητικό Εργατικό Κόμμα.
Στις ΗΠΑ δημοψήφισμα, λαϊκή πρωτοβουλία και ανάκληση συνιστούν προβλεπόμενες διαδικασίες στις οποίες προσφεύγουν συχνά οι επιμέρους πολιτείες αλλά και τοπικοί φορείς. Το 1977 η νομοθεσία 39 πολιτειών επέτρεπε την προσφυγή σε δημοψήφισμα, 21 πολιτείες αποδέχονταν τη λαϊκή πρωτοβουλία και 13 την ανάκληση των αιρετών αντιπροσώπων.
Η λαϊκή πρωτοβουλία μπορεί να είναι άμεση ή έμμεση. Στην πρώτη περίπτωση κάθε πρόταση που συγκεντρώνει τον προβλεπόμενο κατά πολιτεία αριθμό υπογραφών υποβάλλεται στην κρίση των ψηφοφόρων. Εμμεση θεωρείται η πρωτοβουλία που η συλλογή των υπογραφών απευθύνεται στις αρμόδιες αρχές με στόχο την υιοθέτηση μιας πρότασης νόμου.
Στις ΗΠΑ εφαρμόζεται επίσης και η διαδικασία της ανάκλησης κατά περίπτωση. Η ανάκληση είναι ένα μέσο ελέγχου με το οποίο ένας αιρετός μπορεί να υποχρεωθεί σε παραίτηση πριν τη λήξη της θητείας του αν το επιθυμεί η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος που το ψήφισε.        
 
Εργαστείτε πάνω στις μορφές άμεσης δημοκρατίας που υλοποιούνται στις αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες. Καταγράψτε θετικές και αρνητικές όψεις τους.