Χριστόφορος Βερναρδάκης TwitterFacebookYouTubeLinkedInGoogle Plus
 



Broadcast live streaming video on Ustream



Πολιτική σκηνή και εκλογικοί συσχετισμοί - Οι δυναμικές και οι αντιφάσεις της περιόδου
Ενα νέο κύμα δημοσκοπήσεων σαν κι’αυτό που είδε το φως της δημοσιότητας τις τελευταίες ημέρες ήταν αρκετό για να ξαναβάλει – ως συνήθως – τα «γνωστά» ερωτήματα στη δημόσια ατζέντα: θα χάσει την πρωτοκαθεδρία η ΝΔ, θα ανακάμψει το ΠΑΣΟΚ, θα είναι η νέα Βουλή τρικομματική, τετρακομματική ή πεντακομματική;
Θα μπορούσε να αγνοήσει κανείς όλη αυτή τη φιλολογία που επανέρχεται με μονότονο τρόπο κάθε φορά που μια δημοσκόπηση βλέπει το φως της δημοσιότητας, αφού δείχνει με προφανή τρόπο ότι οι πολιτικές ελίτ της χώρας ασχολούνται περισσότερο με τις δημοσκοπήσεις παρά με την (όποια) πολιτική τους εργασία. Ωστόσο έχει μια σημασία να επισημανθούν ορισμένες γενικές τάσεις της πολιτικής συγκυρίας, οι οποίες άλλωστε παράγουν ή προκαλούν τα δημοσκοπικά αποτελέσματα. Ας απαριθμήσουμε:
 
 α) καταγράφεται μια ιδιότυπη «κρίση του δικομματισμού». Η κρίση δεν αφορά τόσο στη μείωση του αθροίσματος των ποσοστών των δύο κομμάτων διακυβέρνησης, γι’αυτό άλλωστε και δεν πρόκειται για μια «ανοικτή κρίση», αλλά στη διευρυνόμενη «κρίση εμπιστοσύνης» προς το πολιτικό σύστημα συνολικά. Οι λόγοι είναι αφενός μεν η αδυναμία της κυβέρνησης να ενσωματώσει στη διακυβέρνηση πολιτικές – θεσμικές μεταρρυθμίσεις με κοινωνικό χαρακτήρα (παρά τις προσδοκίες που καλλιέργησε) αφετέρου δε η αδυναμία της αξιωματικής αντιπολίτευσης να εγγυηθεί μια διαφορετική πολιτική κατεύθυνση. Η κατάσταση της «κρίσης εμπιστοσύνης» αυτή τείνει να μονιμοποιηθεί στο κοινωνικό – εκλογικό σώμα. Συνήθως, μετά το 1993 αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρούνταν στο μέσον της κυβερνητικής θητείας και του εκλογικού κύκλου, αλλά ήταν περιοδικά και σαφώς πιο περιορισμένα κοινωνικά, αφού οι στρατηγικές διακυβέρνησης στηρίζονταν σε μια σχετικώς συμπαγή κοινωνική συμμαχία. Σήμερα το φαινόμενο αυτό φαίνεται πιο διευρυμένο κοινωνικά, έχει επεκταθεί πέραν του μέσου της κυβερνητικής θητείας (ίσως μάλιστα να διευρύνεται αυτήν την εποχή που αρχίζει και η αντίστροφη μέτρηση για τις εκλογές), επιπλέον δε οι κοινωνικές συμμαχίες που στηρίζουν τη διακυβέρνηση δεν είναι τόσο ομογενοποιημένες και συμπαγείς.  
 
β) Η «κρίση εμπιστοσύνης» δεν οδηγεί κατ’ανάγκην σε μια συνολική ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών απέναντι στο δικομματισμό. Γιατί, δεδομένης της απουσίας ενός ισχυρού πολιτικού πόλου είτε στα αριστερά είτε στα δεξιά του δικομματισμού, η κρίση αυτή δεν μεταφράζεται αυτομάτως σε μια μεγάλη αλλαγή «εκλογικών προτιμήσεων». Τα δύο κόμματα «χάνουν», αλλά η μείωσή τους διαχέεται σε πολλές κατευθύνσεις, ακόμα και στην αποχή, αν σκεφτεί κανείς τις τελευταίες νομαρχιακές και δημοτικές εκλογές. Η μετάφραση της «κρίσης εμπιστοσύνης» σε μια άλλη «εκλογική συμπεριφορά» προϋποθέτει αρκετές ιδεολογικές, πολιτικές, οργανωτικές και κυρίως κινηματικές τομές.
 
γ) Οι εκλογές στο επίπεδο της διακυβέρνησης κρίνονται σχεδόν πάντοτε – και όχι μόνο στην Ελλάδα - από δύο πλεονάσματα: από το «ηθικό πλεόνασμα» και από το «πλεόνασμα ατομικών και συλλογικών προσδοκιών» που καταγράφει το ένα κόμμα διακυβέρνησης απέναντι στο άλλο.
Μέχρι στιγμής η ΝΔ εμφάνιζε μεγάλη διαφορά στην πρόθεση ψήφου γιατί εμφάνιζε ταυτόχρονα μεγάλη διαφορά και στους δύο αυτούς δείκτες, και το δείκτη του ηθικού πλεονεκτήματος και το δείκτη προσδοκιών. Το ΠΑΣΟΚ από τη μεριά του εμφανίζει τεράστιο έλλειμμα στην ηθική του διάσταση – αποτέλεσμα της εικοσαετούς διακυβέρνησης -, αλλά και προφανές έλλειμμα προσδοκιών από ενδεχόμενη επάνοδο στη διακυβέρνηση, αποτέλεσμα της στρατηγικής ήττας του στις εκλογές του 2004.
Το σκάνδαλο Τσιτουρίδη έπληξε σαφώς την εικόνα της ΝΔ – ίσως και του Πρωθυπουργού - στο πιο δυνατό τους έως σήμερα σημείο. Ωστόσο, η ΝΔ κλυδωνίζεται κυρίως από τη μηδενική κοινωνική αποτελεσματικότητα της πολιτικής της, η οποία έχει σπαταλήσει ουσιαστικά όλο το κεφάλαιο ανοχής που δημιούργησε η αλλαγή διακυβέρνησης του 2004. Οι «μεταρρυθμίσεις» της δεν δημιούργησαν μια νέα ρύθμιση των σχέσεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, δεν ρύθμισαν καν το δημόσιο χώρο σε μια αντίληψη εξυπηρέτησης των πολιτών, αντιθέτως συνέχισαν την πολιτική του εκσυγχρονισμού δίνοντας προτεραιότητα στην ενίσχυση των αγορών και στην απορρύθμιση των λειτουργιών του κράτους.
Από την άλλη πλευρά το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να δημιουργήσει προσδοκίες γιατί α) αντιμετωπίζει σαφή κρίση πολιτικού λόγου – που αντανακλά τη διάλυση και το μετασχηματισμό των κοινωνικών του αναφορών, β) αντιμετωπίζει πρόβλημα πολιτικού προσωπικού, κυρίως στο επίπεδο των βουλευτών και των μεσαίων (τοπικών) στελεχών του, γ) αντιμετωπίζει σαφές πρόβλημα ηγεσίας, ως προς την ικανότητά της να διαχειριστεί τόσο ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης όσο και τη διατύπωση ενός κοινωνικού συμβολαίου, γεγονός που θα προσδιόριζε και μια νέα κοινωνική συμμαχία.
Η κατάσταση αυτή ισορροπεί στο εξής δημοσκοπικό αποτέλεσμα: η ΝΔ εξακολουθεί να προηγείται στην πρόθεση ψήφου, χωρίς να αμφισβητείται η νίκη της στις ερχόμενες εκλογές, ωστόσο με όλο και λιγότερα περιθώρια ελιγμών και, βεβαίως, με τη σταδιακή απώλεια της ηγεμονίας στην πολιτική σκηνή. Η αδυναμία του ΠΑΣΟΚ απλώς συμβάλλει στην εξισορρόπηση του πολιτικού συστήματος στο κατώτερο δυνατό σημείο.
 
δ) Ο χώρος της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς εμφανίζει όλες τις προϋποθέσεις για μια σημαντική για τα δεδομένα του εκλογική υπέρβαση. Προέρχεται από μια πολύ ικανοποιητική καταγραφή των (πολυποίκιλων) δυνάμεών της στις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές και, βεβαίως, ενώ οδεύει στις εκλογές έχοντας συμβάλλει καταλυτικά στη δημιουργία και ανάπτυξη ενός μεγάλου μαζικού κινήματος με άξονα τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Στις μέχρι σήμερα μεταπολιτευτικές εκλογές ποτέ ο χώρος αυτός δεν προσήλθε στις κάλπες έχοντας «στην πλάτη του» ένα τόσο ισχυρό αυτόνομο μαζικό κίνημα, ποτέ δηλαδή δεν κατήλθε στην εκλογική μάχη έχοντας συμβάλει και πρωταγωνιστήσει στη δημιουργία μιας αξιόλογης «διαιρετικής κοινωνικής τομής». Οι κοινωνικές προϋποθέσεις υπάρχουν για μια καταγραφή ενός σημαντικού εκλογικού ποσοστού που δεν αποκλείεται να αγγίξει και τα όρια μιας «έκπληξης».
Για να συμβεί κάτι τέτοιο χρειάζεται βεβαίως να διαχειριστεί κανείς το «αυτονόητο». Να εκφράσει εκλογικά όλες τις διαθέσιμες κοινωνικές – πολιτικές δυνάμεις του κινήματος και να αποτελέσει τον εγγυητή μιας πολιτικής ενότητας των πολλαπλών αριστερών κοινωνικών δυνάμεων, που ξεκινούν από το χώρο του ΠΑΣΟΚ και φτάνουν έως την άκρα αριστερά. Αν θεωρητικώς μπορούσε να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε σοβαρές προϋποθέσεις ώστε η «αριστερή ενότητα» να κερδίσει ένα τουλάχιστον μέρος της εντεινόμενης δυσαρέσκειας προς το πολιτικό σύστημα (που υπό άλλες προϋποθέσεις θα κινηθεί σε διαφορετικές κατευθύνσεις), αλλά και να συμβάλει στον επαναπροσδιορισμό μιας σύγχρονης (πολιτικής, κοινωνικής και πολιτισμικής) ταυτότητας, διακριτής απέναντι στις κυρίαρχες δυνάμεις. Μια τέτοια διαδικασία, θα είχε επίσης την επίδρασή της στην αλλαγή των συσχετισμών και μέσα στην ίδια την Αριστερά, αφού θα έδινε δυναμική διέξοδο και στη λεγόμενη «ψήφο διαμαρτυρίας» που σήμερα καρπώνεται μόνο το ΚΚΕ.