Για μια ακόμη φορά την τελευταία δεκαετία επανέρχεται στη δημόσια συζήτηση το θέμα των δημοσκοπήσεων και των ερευνών κοινής γνώμης. Ωστόσο, η όλη συζήτηση κινδυνεύει για μια ακόμη φορά να χαθεί στη γνωστή «πολιτική πολυλογία» (χωρίς αρχή, μέση και τέλος) και στο πλήθος από «αυτονόητα» στερεότυπα που εκλαμβάνονται ως σημαντικές παρεμβάσεις.
Το πρώτο ζήτημα που αξίζει τον κόπο να σχολιάσει κανείς είναι αυτό της αναγκαιότητας ή μη μιας σχετικής θεσμικής ρύθμισης. Το αίτημα αυτό ετέθη από μερίδα εταιρειών δημοσκοπήσεων στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν οι πολιτικές έρευνες άρχισαν να έχουν μεγάλη συχνότητα δημοσιοποίησης και, κυρίως, μεγάλη επίδραση στην καθημερινή ψυχολογία των πολιτικών και κομματικών επιτελείων. Η άποψη περί της αναγκαιότητας μιας θεσμικής ρύθμισης υιοθετήθηκε και από τον ΣΕΔΕΑ (Σύλλογο Εταιρειών Δημοσκοπήσεων και Έρευνας Αγοράς), παρά τις αρχικές αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν από στελέχη του χώρου και έδιναν προτεραιότητα στην αυτορρύθμιση του κλάδου πέρα από κρατικές παρεμβάσεις ή ρυθμίσεις. Η θεσμική ρύθμιση θα έπρεπε, σύμφωνα με τον ΣΕΔΕΑ, να ρυθμίσει κατά βάση τη δεοντολογία δημοσιοποίησης και ανάλυσης των ερευνών γνώμης, κυρίως ως προς τις υπαρκτές τάσεις μερίδας του Τύπου αλλά και πολιτικών επιτελείων, να στρεβλώνουν τα εμπειρικά δεδομένα, «χρωματίζοντας» την πολιτική τους διάσταση, αλλοιώνοντας την ερευνητική τους πλευρά και άρα χειραγωγώντας τα. Η ελληνική εμπειρία υπήρξε ως προς τη διαδικασία αυτή πολύ πλούσια, κυρίως κατά την περίοδο 1999-2004. Παράλληλα, θα έπρεπε να γίνονται σεβαστοί οι διεθνείς Κώδικες Δεοντολογίας που ισχύουν για την πραγματοποίηση των ερευνών και κυρίως για τη συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων, ακόμα κι’αν χρειαζόταν να αποκτήσουν νομική ισχύ.
Στο εσωτερικό του κλάδου διατυπώθηκαν ακόμη και πιο «προωθημένες» ιδέες για τη θεσμική ρύθμιση. Η VPRC, π.χ., είχε προτείνει τη συγκρότηση μιας εθνικής επιτροπής για την αξιολόγηση των δημοσιοποιημένων πολιτικών και κοινωνικών ερευνών, καθώς επίσης και τον προληπτικό έλεγχο της αγοράς ως προς τις τάσεις μονοπωλιοποίησης του δημοσίου τομέα από κάποιες εταιρείες.
Κεντρική ιδέα όλων των παραπάνω απόψεων ήταν η αναγκαιότητα μιας θεσμικής συν-ρύθμισης του χώρου, και κυρίως των σχέσεων που ανέπτυσσαν τα τρία εμπλεκόμενα μέρη, δηλαδή, το πολιτικό σύστημα και οι φορείς του, ο Τύπος και εν γένει τα Μέσα Ενημέρωσης και, τέλος, οι εταιρείες ερευνών. Ο κλάδος των εταιρειών ζητούσε τη θεσμική ρύθμιση ακριβώς γιατί προσδοκούσε από αυτήν τη δημιουργία κανόνων και εγγυήσεων απέναντι στη χειραγωγική διάθεση των άλλων μερών.
Απέναντι στο αίτημα αυτό αναπτύχθηκε μια κατασταλτική λογική μέρους του πολιτικού συστήματος, που μιλούσε με όρους περιορισμού της διενέργειας (!!) των πολιτικών και όχι μόνον δημοσκοπήσεων και ερευνών, αυστηρού διοικητικού ελέγχου των επιστημονικών – μεθοδολογικών παραμέτρων των ερευνών (π.χ. η επιλογή και το μέγεθος του δείγματος), προδιαγραφών για το ποιος και πότε έχει δικαίωμα να διενεργεί έρευνες, κ.οκ.. Μέρος της λογικής αυτής μπορεί ανάγλυφα να διαπιστώσει κανείς στο νόμο 2623/98 και στις επιμέρους ρυθμίσεις που επιχείρησε.
Η άποψη αυτή παραπέμπει στο δεύτερο ζήτημα που αξίζει να σχολιάσει κανείς και αφορά το πώς προσλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος των πολιτικών επιτελείων τις δημοσκοπήσεις, τι αντιλαμβάνεται από αυτές και πώς αντιδρά απέναντί τους.
Η πρόσληψη των δημοσκοπήσεων από τον πολιτικό παράγοντα έχει αρκετές αναλογίες με αυτήν των Μέσων Ενημέρωσης. Καταρχήν θεωρούνται «όλες ίδιες». Δεν παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις μεθοδολογικές, δειγματοληπτικές, ερευνητικές, κ.λπ. Κατόπιν, γίνονται αντιληπτές ως «πηγή αντικειμενικής ενημέρωσης» για τις κοινωνικές και πολιτικές τάσεις και χρησιμοποιούνται ως αποδεικτικό στοιχείο της κοινωνικής αποδοχής της ασκούμενης πολιτικής ή της αποδοχής του προσώπου που την ασκεί. Τέλος, αποτελούν «οδηγό πολιτικών ενεργειών» και, τεμαχίζονται κατά τμήματα στον τρόπο που διαβάζονται, ανάλογα με το πολιτικό συμφέρον του κόμματος ή του προσώπου που τις έχει διενεργήσει.
Η κλασική ερώτηση ενός τυπικού πολιτικού είναι «τι λέει η έρευνα;». Αντιλαμβάνεται δηλαδή την έρευνα ως υποκείμενο που μιλάει, σκέφτεται, μεταφέρει ιδέες, προτείνει, καθοδηγεί. Αυτός ο τρόπος κατανόησης βρίσκεται στη ρίζα της δαιμονοποίησης των ερευνών και των δημοσκοπήσεων, αλλά και αυτών που τις διενεργούν. Θεωρούν ότι, αφού μπορούν να έχουν τέτοια μοναδική δυνατότητα αποκρυπτογράφησης των κοινωνικών τάσεων και εντέλει, οργάνωσης των κοινωνικών αιτημάτων, αποτελούν ένα μέσον (και όχι εργαλείο) επιρροής και χειραγώγησης, ενίοτε χρήσιμο ενίοτε επικίνδυνο. Αν μπορούμε να το ελέγξουμε και να το χρησιμοποιήσουμε προς όφελός μας έχει καλώς, αν όχι επιβάλλεται να το καταγγέλλουμε. Θεωρούν δεδομένο, επίσης, ότι μια δημοσκόπηση δεν καταγράφει γνώμες αλλά στην ουσία διαμορφώνει γνώμες. Στις δημοσκοπήσεις αποδίδεται ένας ρόλος αντίστοιχος του σχολείου, της οικογένειας, της εργασίας, των Μέσων Ενημέρωσης στη διαμόρφωση της γνώμης, κάτι εντελώς ανίσχυρο επιστημονικά.
Αυτή με δυο λόγια, είναι η περιγραφή μιας αμφίσημης και αντιφατικής στάσης. Την ίδια ώρα που ο κύκλος των ιδιωτικών δημοσκοπήσεων (που δεν βλέπουν ποτέ το φως της δημοσιότητας, αφού χρησιμοποιούνται για ίδια χρήση πολλών πολιτικών προσώπων κάθε βαθμίδας) διευρύνεται, οι δημόσιες και δημοσιοποιημένες καταγγέλλονται, ακριβώς μέσα από μια στρεβλή όσο και πρωτογενή προσέγγιση. Ο τρόπος που οργανώνεται για μια ακόμη φορά η σχετική συζήτηση κινδυνεύει να συσκοτίσει τα υπαρκτά προβλήματα που καταγράφονται στο χώρο αυτό, κυρίως όμως κινδυνεύει ένα σοβαρό επιστημονικό και πολιτικό πρόβλημα να το δει μέσα από το πρίσμα πολλών παραμορφωτικών φακών.
|