Χριστόφορος Βερναρδάκης TwitterFacebookYouTubeLinkedInGoogle Plus
 



Broadcast live streaming video on Ustream



Εκλογές 2007: Κρας τεστ για τον μεταπολιτευτικό δικομματισμό
Τριάντα τρία χρόνια μετά τη μεταπολίτευση του 1974, οι εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου 2007 είναι οι πρώτες που διεξάγονται χωρίς ισχυρό και διακριτό διακύβευμα. Από την άποψη αυτή οι μεγαλύτερες αναλογίες θα μπορούσαν να αναζητηθούν στις εκλογές του 1996 (αν και ακόμα και εκεί υπήρχε το ζητούμενο της λαϊκής εντολής στη λίγων μηνών κυβέρνηση Σημίτη και στις «εκσυγχρονιστικές» πολιτικές του στοχεύσεις). Τα δύο κόμματα εξουσίας έχουν πλέον συγκλίνει σε πολύ μεγάλο βαθμό στο πεδίο των εφαρμοζόμενων πολιτικών. Ταυτόχρονα, η οργανική τους εξάρτηση από το κράτος έχει συρρικνώσει σχεδόν απόλυτα κάθε διάσταση κοινωνικής αυτονομίας.
 
 Εξαιτίας του γεγονότος αυτού, της άμβλυνσης δηλαδή των πολιτικών και ιδεολογικών διαφορών των κομμάτων διακυβέρνησης, για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική περίοδο εμφανίζεται η σοβαρή πιθανότητα ο δικομματισμός – δηλαδή η αθροιστική επιρροή των δύο μεγάλων κομμάτων – να υποστεί μια μεγάλη πολιτική ήττα. Ο δικομματισμός δεν αναφέρεται πλέον σε δύο διακριτά μεταξύ τους πολιτικά σχέδια για τη χώρα (Αλλαγή – Συντήρηση, Κοινωνικό κράτος – νεοφιλελευθερισμός, κ.λπ), αλλά στην αδυσώπητη μάχη δύο «κρατικών πολιτικών ομάδων» που έχουν ως αυτοσκοπό τον έλεγχο της διακυβέρνησης και την άσκηση της κρατικής διοίκησης. Ετσι, η κριτική στο δικομματισμό που αρχίζει να λαμβάνει μεγάλη έκταση δεν αναφέρεται μονοσήμαντα στα «δύο μεγάλα κόμματα», αλλά λαμβάνει, ακόμη περισσότερο, χαρακτήρα επικριτικής στάσης απέναντι στο σύστημα διακυβέρνησης και στην αποτελεσματικότητά του. Επιδρά επίσης καταλυτικά στη διαμόρφωση ενός ιδιότυπου κοινωνικού διχασμού του εκλογικού σώματος
Η κριτική στον δικομματισμό και στο μεταπολιτευτικό σύστημα διακυβέρνησης αναπτύσσεται έντονα στις μικρότερες ηλικιακές ομάδες του εκλογικού σώματος (18-44 ετών), με υψηλό μορφωτικό και εκπαιδευτικό επίπεδο, που διαμένουν στα αστικά κέντρα και κυρίως στο Λεκανοπέδιο και είναι κατά βάση μισθωτοί του Ιδιωτικού Τομέα. Οι τελευταίοι προσδίδουν στην κοινωνική γεωγραφία του αντι-δικομματισμού μια «νέα ταξικότητα», που βασίζεται στην επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων και στην εδραίωση του καθεστώτος ανασφάλειας στις πολλές είναι γεγονός νέες θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν την τελευταία τριετία. 
Στον αντίποδα, υποστηρικτές του δικομματισμού θα βρεί κανείς στις αγροτικές και ημιαστικές περιοχές της χώρας, στις μεγαλύτερες ηλικίες του εκλογικού σώματος (κυρίως άνω των 55 ετών), στους μισθωτούς του δημοσίου τομέα και γενικότερα στους «εξασφαλισμένους» εργαζόμενους. Οι τελευταίοι είναι που επιδρούν καταλυτικά στο να διαμορφωθούν τα πολιτικά κόμματα της διακυβέρνησης ως κόμματα του «δημοσίου χώρου». Στους κοινωνικούς αυτούς χώρους το προβάδισμα της ΝΔ έναντι του ΠΑΣΟΚ είναι σήμερα αρκετά ασφαλές, έτσι που να φέρνει την πρώτη ως το μεγάλο φαβορί της εκλογικής αναμέτρησης.
 
 Ωστόσο, η πολιτική αντίθεση στο δικομματισμό, ακριβώς επειδή στην ουσία αποτελεί μια επικριτική από διαφορετικές οπτικές στάση απέναντι στο πολιτικό σύστημα και τις ασκούμενες κρατικές πολιτικές, δεν θα εκφραστεί κατ’ανάγκην με ενιαίο τρόπο. Η αντιδικομματική συμπεριφορά θα καταγραφεί με τουλάχιστον τρείς διαφορετικούς τρόπους:
  • θα πρέπει λογικά να αναμένει κανείς μεγαλύτερη από το κανονικό αποχή (που συνήθως στην Ελλάδα κυμαίνεται μεταξύ 5-6% του εκλογικού σώματος), καθώς και αύξηση της λευκής και της άκυρης ψήφου πολύ πέραν του συνήθως καταγραφόμενου ποσοστού. Ο χώρος της αντιπολιτικής συμπεριφοράς διευρύνεται συνεχώς, αφορά δε κυρίως μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα που «αποκόπτονται» όλο και περισσότερο από τις «ρυθμιστικές» κρατικές παρεμβάσεις.
  • θα πρέπει επίσης να αναμένει κανείς την ενίσχυση των δυνάμεων του ΚΚΕ, που θα προέλθει κυρίως από τη δυσαρέσκεια λαϊκών και φτωχών κοινωνικών ομάδων και η οποία θα έχει χαρακτήρα ψήφου διαμαρτυρίας. Για το ΚΚΕ δεν θα είναι έκπληξη ένα ποσοστό της τάξης του 7-7.5%.
  • θα πρέπει, τέλος, να αναμένει κανείς τη σημαντική ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ (Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς), απόρροια των αξιόλογων κινηματικών διεργασιών της τελευταίας περιόδου, αλλά και της ενωτικής συνύπαρξης ιστορικών ρευμάτων της επαναστατικής, ριζοσπαστικής και ανανεωτικής αριστεράς. Για το ΣΥΡΙΖΑ είναι αρκετά πιθανό ένα ποσοστό της τάξης του 4-4.5%.
 
Μια άλλη έκφραση της αντιδικομματικής ψήφου υπήρξε για μεγάλο διάστημα η ψήφος στον ΛΑΟΣ. Παρά το γεγονός ότι ο σκληρός πυρήνας του κόμματος αυτού κινείται στα επίπεδα του 2% (εξαιρετικό σημείο αφετηρίας για ένα μικρό κόμμα), ίσως αποδειχτεί ανυπέρβλητο εμπόδιο το όριο του 3%. Η γεωγραφία της ψήφου του ακολουθεί τη γεωγραφία του «δικομματισμού» (κυρίως της ΝΔ) και πιθανόν να απορροφηθεί σε ένα οριακό μεν αλλά κρίσιμο για την είσοδό του στη Βουλή ποσοστό.