Χριστόφορος Βερναρδάκης TwitterFacebookYouTubeLinkedInGoogle Plus
 



Broadcast live streaming video on Ustream



ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΤΗΣ ΕΚΛΟΓΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ
ΜΑΘΗΜΑ 1: Εισαγωγή στα μοντέλα διερεύνησης της ψήφου. Η διάκριση οικολογικών (χωρικών) και ατομικών (δειγματοληπτικών) δεδομένων – Εισαγωγή στο μοντέλο της ανθρωπογεωγραφίας (Siegfried)
  
Για τη μελέτη της εκλογικής συμπεριφοράς έχουν, κάπως σχηματικά, προταθεί δύο τύποι ανάλυσης. Ο πρώτος στηρίζεται σε οικολογικά (χωρικά) δεδομένα και διερευνά τις «συλλογικές ενότητες», δηλαδή τα γεωγραφικά, κοινωνικά, πολιτισμικά, ιστορικά δεδομένα ενός συγκεκριμένου χώρου / περιοχής. Ο δεύτερος στηρίζεται σε ατομικά (π.χ. φύλο, ηλικία, εκπαιδευτικό επίπεδο, καταναλωτική δυνατότητα, εισόδημα) και συμπεριφορικά δεδομένα (π.χ. ιδεολογικές αξίες, θρησκευτικές πρακτικές, καθημερινές συνήθειες).
Η οικολογική ανάλυση (πρώτος τύπος) εγκαινιάστηκε με τη μελέτη του Siegfried, «Tableau Politique de la France de l’ Ouest sous la IIIeme Republique» (Πολιτικός Χάρτης της δυτικής Γαλλίας κατά την Γ’Δημοκρατία) που κυκλοφόρησε το 1913. Η κοινωνιολογική ανάλυση (δεύτερος τύπος) εγκαινιάστηκε με την ανάπτυξη των δειγματοληπτικών ερευνών κοινής γνώμης τη δεκαετία του ’40, με τη μέθοδο των οποίων έγινε εφικτό να συνδεθεούν τα ατομικά χαρακτηριστικά με την εκλογική συμπεριφορά.     
 
Το μοντέλο της ανθρωπογεωγραφίας που εγκαινίασε ο Siegfried συνίσταται στο ότι διερευνά την εκλογική συμπεριφορά με βάση τον τοπικό προσδιορισμό των ψηφοφόρων και την ανάλυση της κοινωνικής δομής της συγκεκριμένης περιοχής (χωρικής ενότητας). Η μέθοδος του Siegfried στηρίζεται στη χωρική συσχέτιση των γεωγραφικά οργανωμένων κοινωνικών δομών και της κατανομής των ψήφων.
Το πεδίο εφαρμογής της μεθόδου του S. και ελέγχου της εγκυρότητάς του είναι η περιοχή της Βανδέας στη Γαλλία και ιστορική περίοδος διερεύνησης η Γ’Γαλλική Δημοκρατία (1871-1901).
Ο S. ξεκινά το ερμηνευτικό (οικολογικό) του σχήμα από τη μορφολογία του εδάφους και συνεχίζει με τον τύπο κατοικίας, τη μορφή ιδιοκτησίας, τη διείσδυση / επιρροή του θρησκεύματος και την κοινωνική δομή. Οι πέντε αυτοί παράγοντες βρίσκονται σε αλληλεξάρτηση, επηρεάζοντας διαδοχικά ο ένας τον άλλον. Το μοντέλο του S. είναι πολυπαραγοντικό και αποδίδει μεγάλη σημασία στη μελέτη των υλικών δομών μιας κοινωνίας, δηλαδή των γεωγραφικών, δημογραφικών και κοινωνικών τους συντεταγμένων. Κατ’αυτήν την έννοια το ερμηνευτικό σχήμα του δεν είναι ένα κλειστό «δογματικό» σχήμα, αλλά σχήμα δυναμικό που προσαρμόζεται στις ιδιαιτερότητες ενός κοινωνικού σχηματισμού και μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου.
 
ΜΑΘΗΜΑ 2: Το μοντέλο τoυ ιστορικού σχίσματος και οι επίγονοι της γεωγραφικής ανάλυσης
 
Το μοντέλο του ιστορικού σχίσματος οφείλεται στον ιστορικό Paul Bois, ο οποίος άσκησε μια συστηματική κριτική στο έργο του Siegfried, αναδεικνύοντας τις πάμπολλες εξαιρέσεις από το ερμηνευτικό του σχήμα, καθώς και την απουσία ιστορικού ορίζοντα από αυτό.
Ο Bois διατυπώνει τη θέση περί ιστορικού σχίσματος, δηλαδή ότι σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό παρατηρείται πάντοτε ένα ιστορικό γεγονός, ένα γεγονός – τομή, που είναι δυνατόν να ενεργοποιήσει τις λανθάνουσες συγκρούσεις μεταξύ κοινωνικών δομών και να προκαλέσει για πολλά χρόνια ή και δεκαετίες κατόπιν αντιθετικές πολιτικές συμπεριφορές. Το μοντέλο αυτό αναδεικνύει το ζήτημα της συλλογικής μνήμης των πολιτικών συμπεριφορών και της αναπαραγωγής της.
   
ΜΑΘΗΜΑ 3: Η ανάπτυξη της ποσοτικής οικολογίας και η ανάλυση συνθηκών
 
Η ποσοτική οικολογία με τη βοήθεια της στατιστικής ανάλυσης περιγράφει και ερμηνεύει τη δομή της ψήφου κατά γεωγραφική περιοχή. Στα πλαίσια αυτά θα θα διακρίναμε την παραγοντική ανάλυση (η οποία προσδιορίζει τις μεταβλητές εκείνες που επηρεάζουν την κατανομή των ψήφων σε ένα σύνολο περιοχών, π.χ. η διάκριση Αριστεράς / Δεξιάς, η διάκριση φιλελεύθερης και παραδοσιακής Δεξιάς, κ.οκ.), την τυπολογική ανάλυση (η οποία επιτρέπει την ταξινόμηση των περιοχών βάσει της κατανομής της ψήφου), την ιεραρχική ανάλυση (η οποία ταξινομεί και επιπλέον ιεραρχεί τις περιοχές βάσει της κατανομής της ψήφου, κατασκευάζοντας και κλίμακες εκλογικών στάσεων, π.χ. «πολύ δεξιές περιοχές», «δεξιές περιοχές», «ουδέτερες περιοχές», «αριστερές περιοχές», κ.οκ.).
 
Η ανάλυση συνθηκών αποτελεί μια προσέγγιση που χρησιμοποιεί ταυτόχρονα και ατομικά δειγματοληπτικά δεδομένα και χωρικές πληροφορίες. Δηλαδή, συλλέγει τα ατομικά δεδομένα των ανθρώπων (με βάση την τεχνική των δειγματοληπτικών ερευνών) και τα συνδέει με βασικές πληροφορίες για την κοινωνική ένταξη στην οποία ανήκουν.
 
ΜΑΘΗΜΑ 4: Τα κοινωνιολογικά μοντέλα ανάλυσης της ψήφου. Η Σχολή του Κολούμπια (Paul Lazarsfeld).
 
Η ανάλυση της εκλογικής συμπεριφοράς βελτιώθηκε και εξελίχτηκε καθοριστικά με την ανάπτυξη των δειγματοληπτικών ποσοτικών ερευνών. Με τις ποσοτικές έρευνες έγινε δυνατή η απάντηση στο ερώτημα: ποιός ψηφίζει ποιόν και γιατί.
Ονομάζονται δειγματοληπτικές έρευνες γιατί στηρίζονται στην εξαγωγή ενός δείγματος του γενικού πληθυσμού, στο οποίο εφραμόζεται η μέθοδος της προσωπικής συνέντευξης βάσει δομημένου ερωτηματολογίου. Το δείγμα πρέπει να εμφανίζει δύο βασικά στοιχεία: α) να είναι τυχαίο, β) να είναι αντιπροσωπευτικό. Τυχαιότητα και αντιπροσωπευτικότητα είναι συνθήκες που πρέπει να τηρούνται ταυτόχρονα και αδιαχώριστα.
 
Η Σχολή του Κολούμπια – τα βασικά αποτελέσματα των ερευνών της
 
Η Σχολή του Κολούμπια εξελίσσει τις έρευνές της στην Αμερική της δεκαετίας του ’40 και έχοντας ως πεδίο αναφοράς τις προεδρικές εκλογές. Τα βασικά συμπεράσματα των ερευνών της είναι τα εξής:
 
  1. Τα κοινωνικά χαρακτηριστικά ενός ατόμου προσδιορίζουν τις πολιτικές του προτιμήσεις. Τρία (κοινωνικά) κριτήρια είναι σημαντικά για την εκλογική συμπεριφορά ενός ατόμου: η κοινωνικο-οικονομική ένταξη (κοινωνική τάξη), το θρήσκευμα και ο τόπος κατοικίας. Τα τρία αυτά κριτήρια φτιάχνουν από κοινού ένα δείκτη πολιτικής προδιάθεσης, ο οποίος μπορεί να «προβλέψει» την πολιτική προτίμηση του ατόμου (π.χ. ένα άτομο ανώτερης κοινωνικο-οικονομικής ένταξης, προτεσταντικού θρησκεύματος και κάτοικος της περιφέρειας συγκεντρώνει εξαιρετικά σημαντικές πιθανότητες να ψηφίζει υπέρ του ρεπουμπλικανικού κόμματος).
  2. Η προεκλογική εκστρατεία δεν αποτελεί τον παράγοντα και τον χώρο εκείνο που διαμορφώνει τις πολιτικές προτιμήσεις. Αφού τα τρία κριτήρια που εκτέθηκαν παραπάνω προσδιορίζουν την πολιτική προτίμηση, οι προεκλογικές εκστρατείες δεν ανατρέπουν τη γνώμη των ψηφοφόρων, η οποία αφού σχηματιστεί δύσκολα αλλάζει. Οι εκστρατείες των κομμάτων ως κυριότερο αποτέλεσμα έχουν την ενεργοποίηση και ενδυνάμωση πολιτικών προδιαθέσεων που προϋπάρχουν και όχι τον σχηματισμό της πολιτικής γνώμης ή έστω και την αλλαγή της.
  3. Η πολιτική γνώμη / προτίμηση σε μεγάλο βαθμό συντηρείται και αναπαράγεται από τους λεγόμενους γνωμηγήτορες (opinion leaders), οι οποίοι αποτελούνται από ένα υποσύνολο πολιτών που είναι ενημερωμένο και πολιτικοποιημένο, με πολιτικές γνώσεις και ενδιαφέρον για τα πολιτικά πράγματα και το οποίο λειτουργεί κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου ως πολλαπλασιαστής γνώμης, επηρεάζοντας το λιγότερο ενεργοποιημένο κομμάτι του εκλογικού σώματος. Η θέση και ο ρόλος των opinion leaders συνδέεται με τη διαδικασία της πολιτικής επικοινωνίας ως διαδικασίας δύο σταδίων (two-step flow of communication).     
 ΜΑΘΗΜΑ 5: Το μοντέλο της Σχολής του Μίσιγκαν
 
Η σημαντικότερη διαφοροποίηση της Σχολής Μίσιγκαν από το σχήμα του Κολούμπια και του Lazarsfeld είναι ότι δίνει το βάρος της περισσότερο στην ατομική ψυχολογία και στη δομή των πολιτικών αντιλήψεων των ατόμων, και λιγότερο στην κοινωνική ένταξη και στα κοινωνικά χαρακτηριστικά των ψηφοφόρων. Κατά το Μίσιγκαν, είναι σωστή η διαπίστωση ότι τα κοινωνικά χαρακτηριστικά επηρεάζουν την πολιτική προτίμηση, ωστόσο δεν αρκεί να διαπιστώνει κανείς τη σχέση μεταξύ των δύο αυτών παραμέτρων, αλλά να βρεί επιπλέον τον τρόπο που τη συγκροτεί και την αναπαράγει.
Το μοντέλο του Μίσιγκαν εισάγει έτσι την έννοια της κομματικής ταύτισης, ως του βασικού στοιχείου συγκρότησης της συνοχής της σχέσης κοινωνικής ένταξης – πολιτικής προτίμησης. Κομματική ταύτιση θεωρείται η σταθερή προσήλωση του ψηφοφόρου σε ένα πολιτικό κόμμα, προσήλωση που συμπεριλαμβάνει την αποδοχή της ιδεολογίας και των αξιών του κόμματος, του πολιτικού του προγράμματος, του ιστορικού του φορτίου, των προσώπων (υποψηφίων, στελεχών, ηγετών) που το συναπαρτίζουν. Ανάλογα με την ένταση μάλιστα της ταύτισης αυτής μπορούμε να διαχωρίσουμε τους ψηφοφόρους σε «απολύτως ταυτισμένους» και «λιγότερο ταυτισμένους / περίγυρος»).
Η γνώση της κομματικής ταύτισης για ένα πολιτικό κόμμα επιτρέπει την εκτίμηση του εκλογικού του ποσοστού, ή τουλάχιστον του εκλογικού του περίγυρου. Η κομματική ταύτιση ποικίλει ανάλογα με τον κοινωνικό – πολιτιστικό περίγυρο των ατόμων και σ’αυτό το σημείο η Σχολή του Μίσισγκαν ταυτίζεται με τα συμπεράσματα του Lazarsfeld και των συνεργατών του: οι ψηφοφόροι που είναι μέλη συνδικάτων, καθώς και τα μέλη εθνικών ή θρησκευτικών μειονοτήτων (μαύρος πληθυσμός, καθολικοί, Εβραίοι, κ.λπ) ταυτίζονται πιο δυναμικά με το Δημοκρατικό Κόμμα και αυτό τόσο περισσότερο όσο δυναμικά ταυτισμένοι είναι με τη κοινότητά τους και τις δραστηριότητές της.
Η κομματική ταύτιση αυξάνεται επίσης ανάλογα με το βαθμό ενδιαφέροντος για την πολιτική. Στους λιγότερο ασχολούμενους ή ενημερωμένους πολίτες το ποσοστό των μη-κομματικά ταυτισμένων («ανεξάρτητων») αυξάνεται.
 
Κατά τους ερευνητές του Μίσιγκαν όμως, η κομματική ταύτιση δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας που μπορεί να κρίνει («να προβλέψει») την έκβαση των εκλογών. Πρέπει κανείς να λαμβάνει υπόψιν το συγκεκριμένο πλαίσιο διεξαγωγής κάθε φορά των εκλογών, δηλ. τη φύση των διακυβευμάτων, την πολιτική agenda, τη δυναμική των υποψηφίων στην κοινωνία, κ.λπ. Διακρίνονται έτσι τρεις μεγάλες κατηγορίες εκλογικών αναμετρήσεων: α) οι εκλογές διατήρησης, που καθορίζονται από την κομματική ταύτιση, β) οι εκλογές παρεκτροπής, στις οποίες παρατηρούνται αντιφάσεις μεταξύ κομματικής ταύτισης και πολιτικής επιλογής και, γ) οι εκλογές αποστοίχησης, οι οποίες διεξάγονται σε μια συγκυρία ανατροπής των παλαιών κομματικών ταυτίσεων κια διαμόρφωσης νέων.
 
 
ΜΑΘΗΜΑ 6: Το κοινωνιολογικό μοντέλο στην Ευρώπη – Η διάκριση Αριστερά / Δεξιά
 
Η έννοια της κομματικής ταύτισης σε χώρες ισχυρής δικομματικής παράδοσης, όπως είναι οι ΗΠΑ και η Βρετανία, αποτελεί τη βάση για την ερμηνεία της ψήφου. Σε άλλες χώρες ωστόσο, όπως η Γαλλία ή και η Γερμανία, όπου οι επιλογές των κομμάτων ήταν πάντοτε περισσότερες, αναδεικνύεται και η σημασία της παραταξιακής ταύτισης (σε Αριστερά / Δεξιά). Κομματική ταύτιση και παραταξιακή ταύτιση είναι στις χώρες αυτές συμπληρωματικές έννοιες, η μία εμπεριέχεται στην άλλη.
 
Η έννοια της παραταξιακής ταύτισης σε Αριστερά / Δεξιά και η μετρησιμότητά της στην πολιτική έρευνα ξεκίνησε από τις εργασίες του Guy Michelat και του Jean-Pierre Thomas στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Η αρχική αφετηρία των δύο γάλλων ερευνητών ήταν ότι η πλειονότητα των γάλλων πολιτών προσλαμβάνει τα πολιτικά γεγονότα και εν γένει το πολιτικό γίγνεσθαι με όρους «αριστεράς» και «δεξιάς». Η αυτοτοποθέτηση στις δύο αυτές έννοιες συνοδεύεται από ένα συνεκτικό και αλληλοσυμπληρούμενο αξιακό σύστημα, σε διαφορετικές δηλαδή γνώμες, οπτικές, παραστάσεις, κλπ. Από το 1966 άρχισε να χρησιμοποιείται στις πολιτικές έρευνες η επταβάθμια κλίμακα αυτοτοποθέτησης στην Αριστερά / Δεξιά (1= το πιο αριστερό άκρο της κλίμακας, 7= το πιο δεξιό).
Όπως και η κομματική ταύτιση έτσι και η παραταξιακή ταύτιση παραπέμπει στα κοινωνικο-πολιτιστικά χαρακτηριστικά των ατόμων (κοινωνική τάξη, θρησκευτικότητα, μορφωτικό κεφάλαιο, κ.λπ). Εξαρτάται πολύ από το βαθμό πολιτικοποίησης (βαθμός ενδιαφέροντος για την πολιτική), καθώς και από τις συνθήκες πολιτικής κοινωνικοποίησης ενός ατόμου.  
 
ΜΑΘΗΜΑ 7: Οι «βαριές μεταβλητές» στην εκλογική ανάλυση – Θρήσκευμα, κοινωνική τάξη και νέα δεδομένα
 
 Οι δύο βασικοί προσδιοριστικοί παράγοντες της εκλογικής συμπεριφοράς σύμφωνα με το κοινωνιολογικό μοντέλο είναι η θρησκεία και η κοινωνική τάξη. Στη Γαλλία ειδικότερα, οι εργασίες του Guy Michelat ανέδειξαν ήδη από τη δεκαετία του ’60 δύο διαφορετικά «πολιτιστικά μοντέλα» ψήφου. Το πρώτο χαρακτηρίζει τους δεδηλωμένους καθολικούς που ανήκουν στις μεσαίες τάξεις είτε των πόλεων είτε της υπαίθρου. Το δεύτερο χαρακτηρίζει τους «χωρίς θρήσκευμα» και εργατικής κοινωνικής ένταξης πολίτες. Οσο πιο «καθολικός» (ή εν γένει θρησκευόμενος) είναι κάποιος πολίτης τόσο περισσότερο ψηφίζει τα κόμματα της δεξιάς ή της κεντροδεξιάς. Αντίθετα, όσο περισσότερο «εργατικής» ένταξης είναι κάποιος πολίτης τόσο περισσότερο ψηφίζει τα κόμματα της αριστεράς.
 Η θρησκευτικότητα στις έρευνες εκλογικής συμπεριφοράς μετριέται με τον δείκτη εκκλησιαστικής πρακτικής («Πόσο συχνά πηγαίνετε στην εκκλησία – εκτός από γάμους, βαφτίσια ή κηδείες: Κάθε Κυριακή ή και συχνότερα, Μερικές φορές την εβδομάδα, Μερικές φορές το μήνα, Σπάνια, Ποτέ»).
 
 Η εργατική κοινωνική ένταξη μετριέται με τη βοήθεια ενός δείκτη «εργατικών χαρακτηριστικών» που διαθέτει το κάθε άτομο και που προκύπτει από το σημερινό επάγγελμα του ατόμου, το επάγγελμα του πατέρα και το επάγγελμα του (της) συντρόφου. Οσο πιο πολλά «εργατικά χαρακτηριστικά» συγκεντρώνει κάθε άτομο, τόσο περισσότερο εμφανίζεται θετικά προς την αριστερή πολιτική προτίμηση. Η (αντικειμενική) ένταξη σε μια κοινωνική τάξη συμπυκνώνει μια σειρά από «αντικειμενικά» χαρακτηριστικά του ατόμου, όπως το αναλυτικό επάγγελμα, τη θέση στο επάγγελμα, το εισόδημα, τις συμπληρωματικές πηγές εισοδημάτων, το εκπαιδευτικό επίπεδο.   
 
 Στα αποτελέσματα της «αντικειμενικής» κοινωνικής τάξης προστίθενται και αυτά της «υποκειμενικής» κοινωνικής τάξης, δηλαδή η κοινωνική τάξη με την οποία ταυτίζονται υποκειμενικά – ιδεολογικά τα άτομα. Ο δείκτης που χρησιμοποιείται συνδέει τις απαντήσεις δύο ερωτήσεων: «Εχετε το αίσθημα ότι ανήκετε σε κάποια κοινωνική τάξη; Αν ναι, σε ποιά;».
Οπως έχει διαπιστωθεί ερευνητικά, η αυτοτοποθέτηση σε κάποια κοινωνική τάξη αυξάνεται ανάλογα με τα «εργατικά χαρακτηριστικά» που εμφανίζει ένα άτομο. Και όσοι συγκεντρώνουν τόσο την αντικειμενική όσο και την υποκειμενική ένταξη στην εργατική τάξη τόσο μεγαλώνει η προτίμηση στα κόμματα της αριστεράς.   
 
ΜΑΘΗΜΑ 8: Το μοντέλο της ορθολογικής επιλογής και η κρίση των κομματικών ταυτίσεων
 
Το ρεύμα της ορθολογικής επιλογής αμφισβητεί το κοινωνιολογικό – ντετερμινιστικό μοντέλο που εξετάστηκε έως τώρα, δηλαδή την αντίληψη ενός «παθητικού» ψηφοφόρου που βρίσκεται εγκλωβισμένος στις κοινωνικές ή πολιτικές προϊδεάσεις του. Το ρεύμα αυτό αντιπροτείνει τη θεωρία του ενεργού, ορθολογικού και αυτόνομου ψηφοφόρου.
Οι βάσεις από τις οποίες ξεκίνησε ήταν δύο: α) η κρίση των κομματικών ταυτίσεων και η αύξηση των «ανεξάρτητων» (δηλαδή μη-ταυτισμένων κομματικά) ψηφοφόρων.Πράγματι, στην αμερικανική εκλογική συμπεριφορά παρατηρήθηκε το φαινόμενο μετά τη δεκαετία του ’70 η κοινωνική τάξη, το θρήσκευμα, η εθνική ή τοπική ένταξη να καθορίζουν λιγότερο τις κομματικές ταυτίσεις (χωρίς όμως σε καμία περίπτωση να τις καταργούν). Ταυτόχρονα με τη μείωση των κομματικών ταυτίσεων μειώθηκε και η έντασή τους (όσοι εξακολουθούσαν να αυτοχαρακτηρίζονται «δημοκρατικοί» ή «ρεπουμπλικανοί» δήλωναν πλέον «αρκετά κοντά» του και όχι «πολύ κοντά» του όπως παλαιότερα).
β) η εμφάνιση της λεγόμενης ‘θεματικής ψήφου’, δηλαδή η ψήφος με κυρίαρχο κριτήριο την τοποθέτηση των κομμάτων σε σχέση με το βασικό πρόβλημα που εμφανίζεται στη χώρα την περίοδο των εκλογών. Για να υπάρξει η μορφή αυτής της ψήφου χρειάζεται να ισχύσουν τρεις συνθήκες: οι ψηφοφόροι να έχουν καθαρή γνώμη πάνω στις διακυβεύσεις της περιόδου, να αντιλαμβάνονται τις διαφορές μεταξύ των υποψηφίων και των κομμάτων πάνω στις διακυβεύσεις αυτές, να ψηφίσουν το κόμμα / υποψήφιο επιδή έχει την ίδια γνώμη με αυτούς.   
 
 Στη βάση αυτών των δεδομένων διαμορφώνεται η θεωρία του homo economicus, σύμφωνα με την οποία τα κόμματα ομοιάζουν στις επιχειρήσεις και οι ψηφοφόροι ψηφίζουν υπέρ αυτού που θα τους προσφέρει το μεγαλύτερο όφελος ή τη μεγαλύτερη χρησιμότητα με το μικρότερο κόστος.
 
ΜΑΘΗΜΑ 9: Το «καταναλωτικό μοντέλο» στην εκλογική συμπεριφορά
   
Το μοντέλο αυτό (που οφείλεται στις έρευνες μιας ομάδας άγγλων ψυχολόγων) αποτελεί μια προσπάθεια σύνθεσης του κοινωνιολογικού μοντέλου με αυτό της ορθολογικής επιλογής. Σύμφωνα με αυτό, η απόφαση της ψήφου μοιάζει πολύ με την απόφαση για αγορά ενός προϊόντος. Οπως και ο καταναλωτής έτσι και ο ψηφοφόρος τοποθετείται απέναντι σε ό,τι του προσφέρεται (προγράμματα, υποψήφιοι, κ.λπ). Είναι ωστόσο επηρεασμένος από τις παλαιές του αγοραστικές συνήθειες (προηγούμενες ψήφοι), από την προτίμηση σε ορισμένες φίρμες (κομματική ταύτιση), από την επιρροή των ομάδων αναφοράς (περιοχή κατοικίας, επαγγελματικός χώρος, κ.λπ). Ωστόσο σε κάθε εκλογή του προσφέρεται η ευκαιρία για μια «αλλαγή συνηθειών», διότι τα οφέλη που προσφέρονται δεν είναι ποτέ ίδια. Σε τελική ανάλυση, η ψήφος καθορίζεται από το «συνολικό βαθμό ικανοποίησης» από τις προτάσεις των κομμάτων (ή των υποψηφίων), ή αλλιώς από το «βαθμό χρησιμότητας» του κάθε κόμματος.
Ο «βαθμός χρησιμότητας» του κάθε κόμματος προκύπτει από δύο συστοιχίες ερωτήσεων. Η πρώτη αξιολογεί σε κλίμακα 1-5 (1=πολύ κακή, 5=πολύ καλή) κάθε συγκεκριμένη θέση των κομμάτων και η δεύτερη στην ίδια κλίμακα το κατά πόσον το κόμμα θα εφαρμόσει τη θέση που προτείνει (1=πολύ πιθανόν, 5=καθόλου πιθανό).    
Η αποτύπωση του «βαθμού χρησιμότητας» αποτελεί καλύτερο εκτιμητή της ψήφου σε σχέση με την προηγούμενη ψήφο.    
 
ΜΑΘΗΜΑ 10: Μια απόπειρα σύνθεσης των σημερινών τάσεων στην εκλογική κοινωνιολογία
 
Το κοινωνιολογικό μοντέλο δεν πρέπει να κατανοείται ως ένα «ντετερμινιστικό μοντέλο». Οι «βαριές μεταβλητές» στις οποίες στηρίζεται αποτελούν ένα παράγοντα πιθανοτήτων (λιγότερο ή περισσότερο ισχυρό) για να προσδιορίσει (ή να «προβλέψει») κανείς την ψήφο και όχι ένα «αντικειμενικό» ή «κλειστό» μοντέλο. Επίσης, δεν είναι ένα αιτιακό μοντέλο. Διατυπώνει απλώς τη συνέργεια ανάμεσα στις «βαριές» μεταβλητές και τις πολιτικές προτιμήσεις. Ωστόσο, σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως μια σχέση «κλειστή» καθότι καμία κοινωνική ομάδα ένταξης δεν είναι πάντοτε και στατικά ομοιογενής και κανένα άτομο δεν προσδιορίζεται μόνο βάσει της αναφοράς του σε μία και μόνον κοινωνική ομάδα.
 
Το μοντέλο του «ορθολογικού ψηφοφόρου» επισημαίνει από τη μεριά του ότι η σημερινή ιδεολογική και πολιτισμική συγκρότηση των κοινωνιών, ταυτόχρονα με την ηγεμονία «καταναλωτικών», «ατομικιστικών» και «μεταϋλιστικών» προτύπων, έχει διαμορφώσει μια ισχυρή ομάδα ψηφοφόρων (πολιτών) που κινούνται (και) στην εκλογική τους συμπεριφορά αποδεσμευμένοι από «ιδεολογίες» παραδοσιακές και «ανεξάρτητα» από τις κοινωνικές ομάδες ένταξης στις οποίες ανήκουν.
 
Στην ουσία και τα δύο μοντέλα «προσφέρουν» διαφορετικούς δρόμους στην ανάλυση της εκλογικής συμπεριφοράς, χρήσιμους μεν αλλά απέναντι στους οποίους θα πρέπει να σταθεί κανείς κριτικά και αμερόληπτα. Το μοντέλο του «ορθολογικού ψηφοφόρου» υποτιμά τις κοινωνικές διαιρέσεις και την ισχυρή τους επίδραση στην ιδεολογική διαμόρφωση των ατόμων. Θεωρεί ότι η κομματική ταύτιση είναι «μη-ορθολογική συμπεριφορά», ενώ στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: η «κομματική ταύτιση» είναι προϊόν «ορθολογικών» κοινωνικών αντιθέσεων και εντάξεων των ατόμων σε αυτές, μέσω των οποίων «κατανοούν» το κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο. Αντίστροφα, και η θεωρία των «βαριών μεταβλητών» δεν πρέπει να αγνοήσει την ορθολογικότητα που φέρει η διαμόρφωση ενός «νέου εκλογικού σώματος», χωρίς ταυτίσεις, χωρίς δομημένες ιδεολογίες και απόψεις, χωρίς πολιτικό ενδιαφέρον, αλλά ορθολογικά σκεφτόμενο βάσει των ατομικών του επιδιώξεων.
 
 
ΜΑΘΗΜΑ 11Η ταξικότητα της ψήφου
 
Στα πλαίσια της θεωρητικής συζήτησης για τους όρους και τις μορφές με τους οποίους προσδιορίζεται η εκλογική συμπεριφορά είναι κυρίαρχη η αντιπαράθεση μεταξύ αυτών που υποστηρίζουν τη «διαιρετική ψήφο» (κυριαρχία των βαριών, λεγόμενων, μεταβλητών) και αυτών που υποστηρίζουν τη «ψήφο των διακυβεύσεων».
Οι υποστηρικτές της δεύτερης τάσης – που στην ουσία αμφισβητούν την ύπαρξη σήμερα την «ταξική ψήφο» - στηρίζονται στο λεγόμενο δείκτη Alford, δείκτης που μετρούσε την ταξική ψήφο μεταπολεμικά ως εξής: αφαιρείται το ποσοστό των μη-εργατών που ψηφίζουν αριστερά από το ποσοστό των εργατών που ψηφίζουν αριστερά. Με αυτόν τον τρόπο πράγματι παρατηρείται κάμψη της ταξικής ψήφου σε όλες τις βασικές, τουλάχιστον, καπιταλιστικές χώρες.
Πράγματι, η μεγαλύτερη και βαθύτερη ταξική στρωματοποίηση των σύγχρονων κοινωνιών, αλλά και ο μετασχηματισμός των σύγρονων πολιτικών κομμάτων σε περισσότερο «κεντρώες» πολιτικές θέσεις, κάνουν την ταξική ψήφο να φαντάζει παρελθόν. Ωστόσο, αυτό που προκύπτει από την εκλογική ανάλυση είναι ότι η ταξική ψήφος δεν έχει εξαλειφθεί, αλλά βεβαίως έχει μετασχηματιστεί «πατώντας» σε νέες διαιρέσεις, όπως: α) η διάκριση μεταξύ μισθωτών / «ανεξάρτητων» εργαζόμενων (ελεύθερων επαγγελματιών), β) η διάκριση μεταξύ μισθωτών του ιδιωτικού / δημόσιου τομέα. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά: ότι δεν υπάρχει ενιαίο και αμετάβλητο μοντέλο «ταξικής ψήφου», αλλά αυτό τροποποιείται ανάλογα με την ποιότητα και το είδος των ταξικών αντιθέσεων , αλλά και την τοποθέτηση στις αντιθέσεις αυτές των πολιτικών κομμάτων.