Χριστόφορος Βερναρδάκης TwitterFacebookYouTubeLinkedInGoogle Plus
 



Broadcast live streaming video on Ustream



Το αδιέξοδο του "τρίτου πόλου"

Το πολιτικό αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει το κυρίαρχο κομματικό σύστημα της μεταπολίτευσης έχει ανοίξει τη συζήτηση – αναγκαστικά – σχετικά με το κατά πόσον ένα «τρίτο» κόμμα, ενδιαμέσως της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, θα ήταν αναγκαίο ώστε η «προ των πυλών» κρίση διακυβέρνησης να μπορέσει να ανασταλεί ή έστω να καθυστερήσει. Το κόμμα αυτό, σύμφωνα με τις ασκήσεις επί χάρτου που συνηθίζουν διάφορα επιτελεία, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ο κρίσιμος εταίρος του πρώτου κόμματος σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας στις επόμενες εκλογές.

Η γνώμη μου είναι ότι η δημιουργία ενός τέτοιου κόμματος αποτελεί μια πιθανή μεσοπρόθεσμη λύση για το σύστημα διακυβέρνησης. Δεν είναι όμως ούτε σίγουρη ούτε μακροπρόθεσμη. Για τους εξής λόγους:

 α) τα κενά πολιτικής εκπροσώπησης που έχουν ανοίξει διάπλατα μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2007 σχετίζονται άμεσα με την αδυναμία του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος να οργανώσει και να εγγυηθεί ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, εντός του οποίου η πολιτική συναίνεση οργανώνεται (και) με συγκεκριμένα μέτρα στήριξης των κοινωνικών αιτημάτων και προσδοκιών. Αυτή ήταν η περίπτωση της καραμανλικής μεταπολίτευσης του ’74, της παπανδρεϊκής αλλαγής του ’81, του σημιτικού εκσυγχρονισμού του ’96, της νεο-καραμανλικής επανίδρυσης του ‘04. Σήμερα ο ορίζοντας αυτός έχει εκλείψει. Το οικονομικό και πολιτικό σύστημα εξουσίας δεν φαίνεται διατεθειμένο να παραχωρήσει ούτε πόντο δημόσιας πρόσβασης σε αγαθά, ούτε στο ασφαλιστικό και εργασιακό ζήτημα ούτε στην υγεία ούτε στην παιδεία ούτε στο περιβάλλον ούτε στα εισοδήματα. Δεν πρόκειται λοιπόν για μια απλή κρίση των κομμάτων εξουσίας, αλλά για την κατά πολύ ευρύτερη κρίση του μεταπολιτευτικού συστήματος διακυβέρνησης που έφτασε πλέον και ξεπέρασε τα όρια της πολιτικής του αντοχής.

Έτσι, τα πολιτικά κενά που διευρύνονται απαιτούν (ή τείνουν αντικειμενικά σε) μια μεγάλη ανατροπή των σχέσεων εξουσίας, μια νέα μεταπολίτευση στους πολιτικούς θεσμούς και στην πολιτική οικονομία. Η συζήτηση περί «μεσαίου» κόμματος θεωρεί τη σημερινή κρίση συγκυριακή, «συνηθισμένη». Λαθεμένη ανάγνωση κατά τη γνώμη μου της συγκυρίας, η οποία πιθανόν να οδηγήσει σε πολιτικούς βολονταρισμούς με κοντινή ημερομηνία λήξεως. 

β) Η πιθανή δημιουργία ενός «μεσαίου» κόμματος μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ θα καταδείξει ακόμα πιο έντονα την κρίση του δικομματισμού. Θα την κάνει αισθητή ακόμα και σε όσους διατηρούν ακόμα την αυταπάτη ότι τα δύο μεγάλα κόμματα μπορούν να ανακτήσουν την ηγεμονική και πολυσυλλεκτική τους δυναμική. Το τρίτο κόμμα θα εξασθενήσει ακόμα περισσότερο τα δύο μεγάλα και, δεδομένου ότι η κοινωνική δυναμική απαιτεί και «σπρώχνει» σε ριζικές ανατροπές, θα αυξήσει ακόμα περισσότερο την εκλογική διαθεσιμότητα προς τον ΣΥΡΙΖΑ (που δεν αποκλείεται να καταγράψει τότε αδιανόητα για σήμερα ποσοστά) και το ΚΚΕ (το οποίο εύκολα θα ξεπεράσει το όριο του 10%).

γ) Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του «τρίτου πόλου» είναι η έλλειψη ενός άφθαρτου και δυναμικού πολιτικού προσωπικού, το οποίο θα αναλάμβανε την πολιτική διεύθυνση ενός τέτοιου εγχειρήματος. Τα ονόματα της πολιτικής σκηνής που υποθέτει κανείς ότι θα ήταν συμβατά σε μια τέτοια στρατηγική είναι είτε «απόκληροι» του σημερινού ΠΑΣΟΚ (στην προσπάθεια του Γιώργου Παπανδρέου να απογαλακτίσει το κόμμα από το καθεστωτικό του παρελθόν) είτε «παραπονούμενοι» της ΝΔ. Η κοινωνική τους απήχηση είναι μηδενική και στην ουσία βρίσκονται στον αντίποδα του κοινωνικού αιτήματος για μια βαθιά και ουσιαστική ανανέωση του πολιτικού προσωπικού της χώρας.

 Για όλους τους παραπάνω λόγους το εγχείρημα ενός «τρίτου» ενδιάμεσου πόλου θα ήταν καταδικασμένο σχεδόν σε στρατηγική αποτυχία. Το εκλογικό του ποσοστό εκτιμάται ότι θα κινείτο στα επίπεδα του 5% περίπου, το οποίο θα αποδυνάμωνε περισσότερο τα δύο μεγάλα κόμματα και δεν θα διέκοπτε την κοινωνική διαθεσιμότητα προς τα αριστερά αφού θα στερείτο του βασικού στοιχείου της «κοινωνικής διαμαρτυρίας» που εμπεριέχεται στην τελευταία. Πιθανόν (καθόλου σίγουρο ωστόσο) θα έδινε στο πρώτο κόμμα τις απαιτούμενες έδρες για τη δημιουργία μιας κυβερνητικής πλειοψηφίας που θα ήταν όμως και πάλι οριακή, ενώ και επί της ουσίας δεν θα μπορούσε να απαντήσει στα δομικά στοιχεία της σημερινής κρίσης του συστήματος διακυβέρνησης.