Χριστόφορος Βερναρδάκης TwitterFacebookYouTubeLinkedInGoogle Plus
 



Broadcast live streaming video on Ustream



Η εκλογική δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ και των κομμάτων της Αριστεράς

H πολιτική έρευνα της VPRC του Σεπτεμβρίου 2008 κατέγραψε στην εκτίμηση της ψήφου ποσοστό 14% για τον ΣΥΡΙΖΑ και 8% για το ΚΚΕ. Ποσοστό 4.5% καταγράφηκε, επίσης, για τους Οικολόγους – Πράσινους. Πάνω στα καταγεγραμμένα αυτά ποσοστά είναι αναγκαίες ορισμένες χρήσιμες αποσαφηνίσεις:

α) το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ είναι το μικρότερο που έχει καταγραφεί μετά τη δημοσκοπική του έκρηξη τον Μάρτιο του 2008. Ερχεται ως αποτέλεσμα μιας δίμηνης (μέσα Ιουλίου – μέσα Σεπτεμβρίου) απουσίας από την κεντρική πολιτική σκηνή. Το 14% ήταν το προβλεπόμενο κατώτερο όριο που εκτιμάτο τον Μάιο-Ιούνιο (ο «σκληρός πυρήνας»), όταν οι εκτιμήσεις τον έφερναν λίγο πάνω από το 18% του εκλογικού σώματος. Η δημοσκοπική έκρηξη φαίνεται να απορροφάται πλέον και τα ποσοστά να ισορροπούν σε περισσότερο ρεαλιστικά επίπεδα. Ηδη μάλιστα, έχουν αρχίσει να διαφαίνονται και πάλι μικρές τάσεις ανόδου.

Το μεγάλο πλεονέκτημα του ΣΥΡΙΖΑ είναι αφενός μεν η συνεχιζόμενη κρίση του δικομματισμού αφετέρου δε η δυναμική του διείσδυση στο «νέο εκλογικό σώμα». Η δυναμικότερη βάση του εντοπίζεται, χαρακτηριστικά, στην ηλικιακή ομάδα των 25-34 ετών όπου τα ποσοστά του κινούνται άνω του 20% και υπάρχει πλέον η σημαντική πιθανότητα να καταγραφεί ακόμα και στη δεύτερη θέση των εκλογικών προτιμήσεων.  

Το μεγάλο μειονέκτημα εξακολουθεί να είναι η αδυναμία να μετεξελιχθεί η μεγάλη κοινωνική διαθεσιμότητα ως προς την ψήφο σε πολιτική και ιδεολογική σχέση εκπροσώπησης. Η διαδικασία αυτή απαιτεί βεβαίως χρόνο, αλλά κυρίως την οργανική σύζευξη πολιτικού προγράμματος και κοινωνικών κινημάτων. Εάν η διαδικασία αυτή προχωρήσει ικανοποιητικά στο επόμενο διάστημα τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ θα παραμείνουν διψήφια και αρκετά πάνω από το 10%.

Η εγκαθίδρυση του ΣΥΡΙΖΑ στο «νέο εκλογικό σώμα» αποτελεί και τη σοβαρότερη εγγύηση ότι η επιλογή αυτή δεν θα πιεστεί ιδιαίτερα από τα δύο μεγάλα κόμματα. Κι’αυτό γιατί στην κοινωνική αυτή κατηγορία πρυτανεύουν πλέον διαφορετικά ιδεολογικά – αξιακά κριτήρια ψήφου, που έχουν να κάνουν με τη δομική «κρίση χρησιμότητας» του πολιτικού συστήματος. Η ριζοσπαστική, ανανεωτική και επαναστατική αριστερά βρίσκεται μπροστά στην ιστορική πρόκληση να ανατρέψει για πρώτη φορά πολιτικούς συσχετισμούς δυνάμεων με όρους κοινωνικής ενεργοποίησης.    

β) Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ έχει την επίδρασή του και στο εκτιμώμενο ποσοστό του ΚΚΕ (8%). Το κόμμα αυτό έχει πλέον έναν ισχυρό αντίπαλο στο χώρο της Αριστεράς ως προς την υποδοχή της κοινωνικής δυσαρέσκειας. Επιπλέον, για πρώτη φορά εμφανίζει συστηματικές και διαρκείς διαρροές προς το χώρο του ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη πλευρά, η συνεκτική ταυτότητα του ΚΚΕ του επιτρέπει να κερδίζει ακόμα ένα μέρος της κοινωνικής δυσαρέσκειας, κυρίως στα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού, ενώ η συμπαγής οργανωτική του δύναμη του επιτρέπει να μην χάνεται μέσα στη συγκυρία αλλά να παρεμβαίνει με συνέχεια και με συγκεκριμένη στόχευση. Στις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες εξακολουθεί να βρίσκει σημαντικά ποσοστά υποστήριξης, σε αντίθεση με το νεότερο ηλικιακά εκλογικό σώμα όπου τα ποσοστά του είναι εμφανώς μικρότερα.

γ) Είναι αξιοσημείωτη η δημοσκοπική άνοδος των Οικολόγων-Πρασίνων σε ποσοστά της τάξης του 4.5%. Η «οικολογική έκρηξη» πυροδοτείται από την κρίση του δικομματισμού σε πυρήνες των μεσοαστικών και «εξασφαλισμένων» κοινωνικών στρωμάτων και από την αυξανόμενη άνοδο στη δημόσια ατζέντα της ανησυχίας για το περιβάλλον. Η κοινωνική προέλευση των (δυνάμει) ψηφοφόρων των Οικολόγων – Πράσινων δείχνει ότι δεν αποτελούν ευθέως ανταγωνιστικό προς τον ΣΥΡΙΖΑ μόρφωμα. Μόνο, ίσως στη νεότερη ηλικιακή ομάδα των 18-24 ετών η άνοδος του πράσινου ρεύματος θα επηρεάσει τον ΣΥΡΙΖΑ μειώνοντας σχετικά την εκλογική του δύναμη.

Σε κάθε περίπτωση βεβαίως το ρεύμα αυτό δεν είναι ακόμη σταθεροποιημένο εκλογικά. Η σημερινή του ιδεολογική – κοινωνική πολυσυλλεκτικότητα πιθανόν να αποτελέσει και το ευάλωτο σημείο του.

δ) Τέλος, το διαφαινόμενο προβάδισμα του ΠΑΣΟΚ σήμερα δεν είναι καθόλου σταθεροποιημένο. Οφείλεται περισσότερο στους έντονα πτωτικούς ρυθμούς της ΝΔ παρά σε δυναμική άνοδό του. Οι επόμενοι μήνες θα είναι κρίσιμοι ως προς την εκλογική σχέση των δύο κομμάτων. Πάντως, θα πρέπει να θεωρείται σίγουρη η ταυτόχρονη εκλογική τους πτώση σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2007. Το δικομματικό άθροισμα βρίσκεται σήμερα στο 67% των εγκύρων ψήφων και θεωρείται εξαιρετικά απίθανο να ανακάμψει θεαματικά υπό τις παρούσες συνθήκες.