Είναι γνωστό εδώ και πολλά χρόνια ότι η «ατζέντα» που διαμορφώνουν τα κλασικά Μέσα Ενημέρωσης είναι περιορισμένης αποδοτικότητας. Ο λόγος είναι ότι τα Μέσα αυτά είναι σχεδόν από τη «φύση» τους εξαναγκασμένα να αλλάζουν πολύ γρήγορα την κεντρική πολιτική θεματολογία τους – ανά δύο ή τρεις ημέρες – με αποτέλεσμα να αφήνουν ανολοκλήρωτες τις παρεμβάσεις τους.
Στην Ελλάδα τα κλασικά Μέσα Ενημέρωσης (Τηλεόραση, παραδοσιακές εφημερίδες, ενημερωτικό Ραδιόφωνο) έχουν ένα επιπλέον σοβαρό πρόβλημα: έχουν ταυτιστεί απόλυτα τις δύο τελευταίες δεκαετίες με τα συμφέροντα της ιδιοκτησίας τους, υποβιβάζοντας δραματικά την ενημερωτική τους πλευρά και προβιβάζοντας στο έπακρον το διαμεσολαβητικό ρόλο των (συγκεκριμένων ανά περίπτωση) συμφερόντων που εξυπηρετούν. Η εξέλιξη αυτή έχει δώσει απτά αποτελέσματα. Οι δείκτες αξιοπιστίας των κλασικών Μέσων Ενημέρωσης μειώνονται όλο και περισσότερο, ενώ τόσο η ιδεολογική όσο και η πολιτική τους επιρροή – τουλάχιστον στα άμεσα κοινωνικά ζητήματα – φθίνει όλο και περισσότερο.
Τις τελευταίες ημέρες τα Μέσα αυτά «επέστρεψαν» σε ένα αγαπημένο τους από παλιά θέμα: την βία και την τρομολαγνεία, με αφορμή τις επιχειρήσεις ανακατάληψης από την Αστυνομία χώρων κοινωνικής αυτοέκφρασης και των «περίεργων» πυροβολισμών στα γραφεία της ΝΔ. Στην πραγματικότητα ο πολιτικός τους στόχος για μια ακόμα φορά στην πρόσφατη περίοδο των Μνημονίων ήταν να μεταμφιέσουν το κοινωνικό πρόβλημα της χώρας (αφού δεν μπορούν να το παρακάμψουν ή να το αγνοήσουν), να το διαχειριστούν από την οπτική της «βίας» που υποτίθεται ότι παράγουν οι αντιεξουσιαστικοί ή αυτόνομοι χώροι και να ταυτίσουν την τελευταία με την Αριστερά.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν όλη αυτή η επικοινωνιακή επιχείρηση έχει αποτελέσματα. Αναμφισβήτητα ενισχύει συντηρητικές και πολύ συντηρητικές πολιτικές συμπεριφορές, που προϋπάρχουν και διαχέονται στο κοινωνικό σώμα. Ωστόσο η «πολιτική καθοδήγηση» των καθεστωτικών Μέσων κάνει για πολλοστή φορά το ίδιο λάθος: θεωρεί ότι η «γνώμη» δημιουργείται και μεταφέρεται από αυτά, αγνοώντας τις κοινωνικές συνθήκες. Θεωρεί δηλαδή ότι μπορεί να αγνοεί όλες τις υλικές συνθήκες που καθορίζουν τη ζωή και την εργασία των ανθρώπων (ανεργία, πείνα, φτώχεια, εργασιακή ανασφάλεια, υποσιτισμός, κλπ) και να δημιουργεί μια φαντασιακή ανάγνωση του κοινωνικού προβλήματος που εκλογικεύει τις τρέχουσες πολιτικές. Αυτή η τυπική καθεστωτική λειτουργία μπορεί να είναι κάπως αποδοτική σε εποχές σχετικής ευημερίας και ανάπτυξης, είναι ωστόσο απολύτως αποτυχημένη σε εποχές κοινωνικής και οικονομικής κρίσης. Τα ελληνικά Μέσα Ενημέρωσης λειτουργούν ακόμα με την προηγούμενη φάση. Και για το λόγο αυτό έχουν πλέον μεγάλη απόσταση από την κοινωνία, η οποία όλο και περισσότερο τα καταγγέλει ή τα αγνοεί. Ετσι, ο ρόλος αυτού του τυπικού ιδεολογικού μηχανισμού του κράτους μειώνεται, αφού αδυνατεί να «πείσει», αδυνατεί να ενσωματώσει διαφορετικές οπτικές, αλλά και αδυνατεί να κάνει και το στοιχειώδες, να ενημερώνει κρατώντας έστω και προσχήματα αντικειμενικότητας.
Η κρίση των κλασικών Μέσων είναι σήμερα στην Ελλάδα βαθιά. Επιτείνεται δε από το γεγονός ότι, όπως έδειξε και η τελευταία έρευνα της VPRC, η γεωγραφία των Μέσων αλλάζει διαρκώς και καθημερινά. Η χρήση του Ιντερνετ και της «από τα κάτω» δημοσιογραφίας – σχολιογραφίας των πολιτών ενισχύεται διαρκώς, ανατρέποντας όλα τα μέχρι σήμερα γνωστά «μοντέλα» διάχυσης της επικοινωνίας και της ενημέρωσης. Η ενημερωτική χρήση, τέλος, των social media έρχεται να ολοκληρώσει μια μεγάλη ιδεολογική και επικοινωνιακή αλλαγή που συντελείται καθημερινά.
|