Χριστόφορος Βερναρδάκης TwitterFacebookYouTubeLinkedInGoogle Plus
 



Broadcast live streaming video on Ustream



Ομιλία σε εκδήλωση του rednotebook και της εφ. ΕΠΟΧΗ
Συντρόφισσες και σύντροφοι καλησπέρα σας,

Θα ήθελα αρχικά να ευχαριστήσω τους οργανωτές, την ΕΠΟΧΗ και το rednotebook, για την πρόσκληση να συμμετάσχω στην αποψινή εκδήλωση, και να συμβάλλω στη συζήτηση που έχει ανοίξει για την ιστορική προοπτική μιας Κυβέρνησης της Αριστεράς.
Πριν λίγο καιρό είχα δημοσιεύσει στο rednotebook ένα άρθρο με θέμα «τρία βασικά διλήμματα για το ΣΥΡΙΖΑ και οι πιθανές απαντήσεις τους». Θα κινηθώ σήμερα στην ίδια γραμμή, εμπλουτίζοντας τον προβληματισμό και λαμβάνοντας υπόψιν τη συζήτηση που έχει αναπτυχθεί μετεκλογικά στο κόμμα.

Θα ξεκινήσω από μια γενική παρατήρηση, περισσότερο μεθοδολογική. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως οργανωμένος πολιτικός χώρος, ως κόμμα δηλαδή, έχει ένα σοβαρό εσωτερικό πρόβλημα: δεν πολιτικοποιεί τις όποιες διαφωνίες ή αντιθέσεις ή παραλλαγές εμφανίζονται στην ατζέντα του. Δεν γίνεται πάντοτε κατανοητό τι ακριβώς συζητιέται και σε ποιό πλαίσιο συζητιέται, και επίσης δεν γίνεται πολλές φορές κατανοητό γιατί συμφωνούν όσοι συμφωνούν και γιατί διαφωνούν όποιοι διαφωνούν.

Δεν υπάρχει δηλαδή η σαφής επίγνωση της συμφωνίας και της διαφωνίας, οι ακριβείς εννοιολογήσεις που πιθανόν υποκρύπτονται. Ετσι, πάρα πολλές φορές η συζήτηση γίνεται με όρους διλημμάτων που είτε δεν υπάρχουν είτε είναι ξεπερασμένα χρονικά, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει μια παντελής απουσία μεθοδολογίας ώστε να απαντηθούν αυτά τα διλήμματα.

Οι λόγοι αυτής της κατάστασης δεν είναι της παρούσης. Από τη μεριά μου θα κάνω μια προσπάθεια να απαντήσω όσο γίνεται πιο συνεκτικά και καθαρά γίνεται σε μια σειρά από ζητήματα που έχουν ενσκύψει τον τελευταίο καιρό, προσεγγίζοντάς τα από μια άλλη οπτική.
Ζήτημα Νο 1: Το εκλογικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ των ευρωεκλογών (27%) είναι ένα άνω εκλογικό όριο, ένα «ταβάνι» ή όχι;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι εξόχως κρίσιμη, γιατί η απάντηση συνεπάγεται μια αντίστοιχη εκλογική – και επομένως πολιτική – στρατηγική.

Αν κάποιος απαντήσει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έπιασε «ταβάνι» μπορεί να δικαιολογήσει εύκολα μια στρατηγική προσέλκυσης «μετριοπαθών» δήθεν ψηφοφόρων, επομένως μια προγραμματική μετακίνηση προς το «ρεαλισμό». Λείανση των θέσεών του, αποφυγή ρήξεων, προσπάθεια αποδοχής από τους χώρους εξουσίας.

Αν συμβεί αυτό τότε διαμορφώνεται μια οιονεί συνθήκη ενσωμάτωσης του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα πλαίσιο ελεγχόμενης συναίνεσης με το κεντρικό πολιτικό σύστημα. Αυτή η αλυσίδα σκεπτικού αποτελεί σήμερα την κεντρική ερμηνευτική και πολιτική διαχείριση του εκλογικού αποτελέσματος που προβάλλει το «σύστημα διακυβέρνησης». Κεντρική στρατηγική του είναι να «σύρει» τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια τυπικά εκλογικίστικη στρατηγική, και εφόσον το καταφέρει, να εκμεταλλευτεί τις επιπτώσεις που θα έχει κάτι τέτοιο στο πρόγραμμα, την ιδεολογία και τη δομή του κόμματος προς όφελός του.

Το «σύστημα διακυβέρνησης» γνωρίζει κάτι που πολλές φορές και στο εσωτερικό ακόμα του ΣΥΡΙΖΑ υποτιμάται, ή αγνοείται. Η εκλογική έκρηξη του ΣΥΡΙΖΑ το 2012 και η σταθεροποίησή του το 2014 δεν συνέβη γιατί το κόμμα «μετακινήθηκε» προς κάποιο δυνητικό «κέντρο», αλλά για τον ακριβώς αντίθετο λόγο, γιατί με την ριζοσπαστική του δύναμη κατάφερε να «μετακινήσει» το ίδιο το κέντρο προς τα αριστερά. Να γίνει δηλαδή «κόμμα-μαγνήτης» για όλα εκείνα τα κοινωνικά στρώματα που ανεξαρτήτως προηγούμενης εκλογικής συμπεριφοράς έβλεπαν στον ΣΥΡΙΖΑ τη δυνατότητα της εκπροσώπησης των συμφερόντων τους.

Επιβάλλεται λοιπόν για το σύστημα να πιέσει τον ΣΥΡΙΖΑ στην ακριβώς αντίστροφη κίνηση. Να μετακινηθεί ο ίδιος προς το «κέντρο», γιατί αν δεν γίνει αυτό θα μετακινείται το «κέντρο» όλο και πιο αριστερά και το συγκρότημα εξουσίας θα χάνει και κοινωνικές προσβάσεις, αλλά και παραδοσιακές «τάξεις-στηρίγματα» που πάντοτε διέθετε (μεσαοστικά και μικροαστικά στρώματα).

Ο ΣΥΡΙΖΑ για να έχει στις σημερινές συνθήκες μια επιτυχημένη εκλογική και νικηφόρα στρατηγική οφείλει να κάνει το αντίθετο από αυτό που «σκέφτονται» οι οργανικοί διανοούμενοι του συστήματος. Καταρχήν πρέπει να γνωρίζει ότι το εύρος της εκλογικής του επιρροής βρίσκεται σήμερα, ακόμα, σε τροχιά ανόδου. Δεν έπιασε δηλαδή «ταβάνι». Οι ευρωεκλογές έδειξαν, πρώτον, τη σταθεροποίηση σε υψηλά ποσοστά της εκλογικής του δύναμης (ποσοτικό δεδομένο) και, δεύτερον, τη σταθεροποίηση και εμβάθυνση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης της ψήφου του (ποιοτικό δεδομένο). Και μάλιστα σε τύπο εκλογών β’τάξεως, δηλαδή σε εκλογές χωρίς διακύβευμα κυβέρνησης. Επομένως, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να σταθεροποιήσει και να εμβαθύνει την εκλογική γεωγραφία που σήμερα καταγράφει, και η οποία είναι μια εκλογική συμμαχία των μισθωτών και άνεργων στρωμάτων με τα μεσαία και μικροαστικά στρώματα που έχουν φτωχοποιηθεί. Και να κάνει και κάτι επιπλέον. Να φέρει πίσω στην κάλπη, στην εκλογική συμμετοχή, μεγάλα στρώματα του πληθυσμού που έλκονται από την αποχή, ακριβώς διότι απογοητεύονται και εξατομικοποιούνται αφού δεν βλέπουν ισχυρή και πραγματική δυνατότητα αλλαγής της πραγματικής τους θέσης. Είναι πολύ πιο εύκολο για τον ΣΥΡΙΖΑ να διευρύνει αυτήν την εκλογική κοινωνική συμμαχία και να της δώσει σαφές προγραμματικό και ιδεολογικό στίγμα, γιατί ξεκινά από θέση μεγάλης υπεροχής. Αντίθετα, με δεδομένες τις συνθήκες της έντονης ταξικής και ιδεολογικής πόλωσης που επικρατούν σήμερα στη χώρα, είναι εντελώς αδύνατον να αποκτήσει αξιόλογα εκλογικά ακροατήρια στα αστικά στρώματα, και πολύ δύσκολο έως αδύνατον να διευρύνει θεαματικά τις προσβάσεις του στα μεσοαστικά στρώματα, όσες «υποχωρήσεις» και αν κάνει. Επομένως, ο τρόπος για να κερδίσει τις εκλογές και να αυξήσει την εκλογική του δύναμη είναι να ενισχύσει τα ριζοσπαστικά και ανατρεπτικά του χαρακτηριστικά και να τα μορφοποιήσει σε ένα σαφές πολιτικό πρόγραμμα ανατροπής υπέρ των λαϊκών τάξεων. Να πείσει την ευρύτατη αυτή τη στιγμή κοινωνική πλειοψηφία ότι μπορεί να υπάρξει αντιστροφή της πορείας, δηλαδή ανατροπή της σημερινής κατάστασης και να αντιστρέψει το κλίμα μοιρολατρίας που επικρατεί σε ένα σημαντικό τους τμήμα.

Το συμπέρασμα των ευρωεκλογών είναι κατά τη γνώμη μου καθαρό. Δεδομένου ότι οι οικονομικές – κοινωνικές συνθήκες που δημιούργησε το Μνημόνιο όχι μόνο δεν έχουν αλλάξει προς το καλύτερο αλλά έχουν επιταθεί, η δέουσα στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ ώστε να κερδίσει τη μεγάλη πολιτική και κοινωνική πλειοψηφία δεν είναι να «κινηθεί» προς το «κέντρο», αλλά αντίθετα να παραμείνει προσηλωμένος στο πολιτικό του σχέδιο για μια μεγάλη ανατροπή των δεδομένων και να λειτουργήσει ως «κόμμα-μαγνήτης», ριζοσπαστικοποιώντας «κεντρώες» ή «κεντροαριστερές» ομάδες. Να μετακινήσει δηλαδή ολόκληρο το κέντρο βάρους του κομματικού συστήματος προς τα αριστερά, με άξονα ένα «καθαρό» πρόγραμμα, ταυτόχρονα, ανατρεπτικό και εφικτό.

Ζήτημα Νο 2:

Τί είναι όμως πιο συγκεκριμένα αυτό το «πρόγραμμα»; Πώς μπορεί να υπάρξει αυτή η σύνθεση «ανατρεπτικότητας» και «εφικτότητας» στις σημερινές συνθήκες; Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό πρέπει να υπάρξει μια σοβαρή υπέρβαση του διλήμματος που ταλανίζει το σύνολο της αριστεράς, προφανώς και τον ΣΥΡΙΖΑ: χρειάζεται κυβερνητικό πρόγραμμα, ναι ή όχι, και αν ναι τι είδους πρόγραμμα είναι αυτό, είναι άμεσο, είναι μεταβατικό, είναι μακροχρόνιο; Aν όχι με τι μπορεί να αντικατασταθεί;

Στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και γενικότερα στην κουλτούρα της αριστεράς συγκροτούνται πάνω στο ζήτημα αυτό - προφανώς με παραλλαγές και «πολυφωνίες» - δύο γενικές κουλτούρες. Η πρώτη, θεωρεί ότι το «πρόγραμμα» εξ’ορισμού σχεδόν αποτελεί μια «τεχνοκρατική» και «κυβερνητικίστικη» αντίληψη. Κατ’αυτήν, πρόγραμμα είναι τα κοινωνικά και κινηματικά αιτήματα, και κάθε άλλη προσέγγιση συνιστά «δεξιό ολίσθημα». Η αντίληψη αυτή είναι αρχαϊκή. Τείνει να υποτιμά καταρχήν το ρόλο του κόμματος ως «συλλογικού διανοούμενου των μαζών». Το κόμμα δεν είναι ένας απλός «μεταφραστής» ή «διαμεσολαβητής» των επιμέρους κοινωνικών αιτημάτων στο πολιτικό επίπεδο. Το κόμμα είναι ο οργανισμός που ενοποιεί και ολοκληρώνει τα επιμέρους αιτήματα σε πολιτικό πρόγραμμα, δηλαδή εναρμονίζει τις επιμέρους στοχεύσεις, ιεραρχεί προτεραιότητες στο χρόνο και στο χώρο, δημιουργεί εναλλακτικούς δρόμους ώστε να φτάσει στην υλοποίησή τους. Κι’αυτό γιατί «πρόγραμμα» σημαίνει ουσιαστικά διαδικασία συγκρότησης και εμβάθυνσης κοινωνικών συμμαχιών. Το πρόγραμμα πηγαίνει παράλληλα με τη συγκρότηση της κοινωνικής συμμαχίας. Και τα δύο αλληλοεπηράζονται και αλληλοβοηθιούνται. Το κόμμα είναι ακριβώς, όπως μας έμαθαν οι «κλασικοί», αυτή η ιδιότυπη συγχώνευση «κοινωνικής συμμαχίας και προγράμματος». Το πρόγραμμα βεβαίως περιλαμβάνει συγκεκριμένες και «βαριές» γνώσεις για τις κοινωνικές διαστρωματώσεις, συγκεκριμένες ιδέες αλλά και νέες ιδέες σε νέα αντικείμενα, αποτελεσματικότητα στην υλοποίηση, κουλτούρα διαχείρισης εργαλείων άσκησης πολιτικών, κατάλληλο στελεχιακό δυναμικό και πολλά άλλα. Ολα αυτά οφείλει να τα «συνοψίζει» το κόμμα.
Η δεύτερη κουλτούρα εμφορείται θα έλεγε κανείς από την ακριβώς αντίθετη λογική. Το «πρόγραμμα» θεωρείται μεν απαραίτητο, αλλά εκλαμβάνεται ως ένα άθροισμα «κοστολογημένων» και «ρεαλιστικών» μέτρων. Στην αντίληψη αυτή κινδυνεύει πολλές φορές να χαθεί το «μείζον» στρατηγικό διακύβευμα, ενώ η ανάγκη να ενσωματωθεί πλήρης και ισχυρή γνώση στη συγκρότηση του «προγράμματος» οδηγεί πολλές φορές στην υιοθέτηση μεθοδολογιών και ερωτημάτων του αντιπάλου. Στην ανάγκη να αναζητηθούν πρωτότυπες και έξυπνες λύσεις, υποβιβάζεται ο ρόλος του κόμματος και των κοινωνικών αιτημάτων / κινημάτων, επειδή θεωρούνται «κλασικής» ή παραδοσιακής αντίληψης. Η δεύτερη αυτή κουλτούρα είναι εκ διαμέτρου φαινομενικά αντίθετη από την πρώτη, ωστόσο μοιάζει πολύ μαζί της. Το «πρόγραμμα» θεωρείται γραμμικό άθροισμα παρεμβάσεων ή στόχων. Δεν συνδέεται με το ζήτημα των κοινωνικών συμμαχιών, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην πρώτη κουλτούρα. Στην αντίληψη αυτή δεν είναι παρούσες οι κοινωνικές συμμαχίες, αλλά μόνον οι πολιτικές συμμαχίες, οι οποίες όμως μπορούν εύκολα να εκτραπούν σε εκλογικισμό και τακτικισμό. Η αντίληψη αυτή έχει κατά τη γνώμη μου και ένα επιπλέον πρόβλημα στη σημερινή συγκυρία. Κατά κάποιο τρόπο θεωρεί δεδομένο ότι η υλοποίηση ενός προγράμματος θα έχει μεγάλο χρονικό βάθος και επομένως πολλές αλλαγές είναι δυνατόν να προκύψουν με μία γραμμικότητα. Ομως οι συνθήκες δεν είναι ίδιες με τη δεκαετία του ’80, όπου πράγματι το κοινωνικό συμβόλαιο της «αλλαγής» είχε βάθος δεκαετίας και ένα περιβάλλον σχετικά σταθερής πολιτικής δημοκρατίας. Οι σημερινές συνθήκες δυστυχώς είναι τελείως διαφορετικές. Η Κυβέρνηση της Αριστεράς δεν θα έχει χρόνο προσαρμογής, ούτε χρόνο ανοχής, ούτε «ήπιο» πολιτικό κλίμα, ούτε μπορεί να λειτουργήσει σε ένα πλαίσιο ελεγχόμενου δικομματισμού, ούτε οι συνθήκες της «αστικής δημοκρατίας» είναι αυτονόητες για το συγκρότημα εξουσίας. Η Κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει να δράσει ακαριαία, απολύτως ιεραρχημένα στις προτεραιότητες, με κύριο στόχο την ενδυνάμωση της λαϊκής κοινωνικής συμμαχίας που θα την στηρίζει. Επομένως, χρειάζεται πρόγραμμα άμεσων παρεμβάσεων, που θα στηρίζονται σε μια μεγάλη λαϊκή συναίνεση και συμμετοχή και ταυτόχρονα θα διευρύνουν ολοένα το εύρος της κοινωνικής μας συμμαχίας.

Ας διευκρινίσουμε λοιπόν ορισμένα απλά ζητήματα, με την ελπίδα να αναπροσαρμοστεί η συζήτηση σε όλη την Αριστερά και στον ΣΥΡΙΖΑ βεβαίως.

«Πρόγραμμα» δεν υπάρχει χωρίς την υλική δράση των μαζών. Επομένως τα κοινωνικά αιτήματα είναι παρόντα και οι κοινωνικές δυναμικές απαραίτητες.

«Πρόγραμμα» δεν είναι ένα άθροισμα παρεμβάσεων και προτάσεων, πρόγραμμα είναι η υλική αποτύπωση των κοινωνικών συμμαχιών που εκφράζει ένα κόμμα. Χωρίς αυτή την άμεση σχέση πολύ απλά είτε δεν υπάρχει οργανισμός είτε μεταβάλλεται σε ένα άμορφο σχήμα. Π.χ. δεν είναι δυνατόν μια Κυβέρνηση της Αριστεράς (που στηρίζεται στην κοινωνική συμμαχία των λαϊκών και μεσαίων τάξεων) να μην κάνει τα αδύνατα δυνατά για να αυξήσει τον κατώτατο μισθό και την κατώτατη σύνταξη, ανεξαρτήτως αν είναι «κοστολογημένο» ή όχι και ανεξαρτήτως αν θα έχει άλλου είδους κόστος ή όχι. Είναι άλλο πράγμα – και επιβάλλεται – να βρεις μεθοδολογικά και γνωστικά εργαλεία ώστε να μπορείς να εφαρμόζεις καλύτερα τις πολιτικές σου και άλλο πράγμα να μην τις εφαρμόζεις γιατί δεν βρήκες ακόμα τα κατάλληλα εργαλεία ή τις «συνθήκες».

Βεβαίως, επίσης, «πρόγραμμα» είναι και μια συνεκτική δομή μέτρων και αποφάσεων, ιεραρχημένων ανάλογα με τις κοινωνικές ανάγκες και «απλωμένων» στο χρόνο, ανάλογα με τη δυνατότητα άμεσης εφαρμογής τους. Το συμπέρασμα είναι σχετικά απλό. Το κυβερνητικό «πρόγραμμα» του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να έχει δύο στοιχεία, άρρηκτα όμως μεταξύ τους: ανατρεπτικότητα και εφικτότητα, εφικτότητα και ανατρεπτικότητα. Οχι το ένα χωρίς το άλλο. Δεν μπορείς να έχεις ανατρεπτικότητα χωρίς εφικτότητα (διότι δεν θα απαντάς στις κοινωνικές σου δυνάμεις και στα άμεσα προβλήματά τους, άρα θα καταρρεύσεις), αλλά, επίσης, δεν μπορείς να έχεις εφικτότητα χωρίς ανατρεπτικότητα (διότι τότε καθίστασαι ένας «διαχειριστής», ένας φορέας άνευ χρησιμότητας για τις κοινωνικές δυνάμεις που εκπροσωπείς). Θα επανέλθω λίγο παρακάτω στο τι θα μπορούσε να είναι αυτό το πρόγραμμα.

Ζήτημα Νο 3:

Και πως θα εφαρμοστεί αυτό το πρόγραμμα; Τι θα γίνει με την ανάγκη διαμόρφωσης «πολιτικών συμμαχιών»; Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να πορευτεί «μόνος του» στο κομματικό σύστημα; Δεν έχει αυτονόητα ανάγκη από πολιτικές συμμαχίες; Δεν έχει ανάγκη από διευρύνσεις; Θα ήταν σωστότερη μια επιδίωξη κυβερνητικής αυτοδυναμίας; H λογική της αυτοδυναμίας όμως δεν έρχεται σε αντίθεση με την ιστορική κουλτούρα της αριστεράς και με πάγιες πολιτικές της θέσεις; Π.χ., πώς είναι δυνατόν να μιλάς για αυτοδυναμία αλλά ταυτόχρονα να υπερασπίζεσαι ένα αναλογικό εκλογικό σύστημα; Ιδού μια δομική αντίφαση. Όλα τα παραπάνω είναι ερωτήματα και αγωνίες που τίθενται πλέον στην ημερήσια διάταξη με μεγαλύτερη από ποτέ ένταση.

Εδώ το μεθοδολογικό πρόβλημα της συζήτησης αρχίζει να γίνεται ακόμα πιο «στριφνό». Ας προσπαθήσουμε να ξεδιαλύνουμε αυτό το κουβάρι.

1. Η εποχή του Μνημονίου αποτελεί μια νέα διαιρετική τομή για την ελληνική κοινωνία. Το Μνημόνιο, αυτή η βίαιη καπιταλιστική αναδιάρθρωση πλούτου, εξουσίας και δικαιωμάτων στη χώρα, επέδρασε ως καταλύτης σε όλα: στο πολιτικό σύστημα και τη δημοκρατία, στην ταξική διάρθρωση της κοινωνίς, στις ιδεολογίες, στις συνήθειες, στα κόμματα, παντού!! Αυτή άλλωστε η τεράστια κοινωνική και πολιτική μεταβολή είναι που μας φέρνει εδώ σήμερα να συζητάμε για την Κυβέρνηση της Αριστεράς, κάτι που πριν δύο μόλις χρόνια θα ήταν σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Ανθρωποι, ομάδες, οικογένειες άλλαξαν συνήθειες, καταστάσεις ζωής, έχασαν δουλειές και περιουσίες και όπως ξέρουμε εμείς οι μαρξιστές όλα αυτά επιδρούν στις ιδέες, στις αντιλήψεις και στις απόψεις των ανθρώπων. Η διαίρεση αυτή έφερε πολλούς κοντά στην Αριστερά, όχι γιατί έγιναν όλοι αριστεροί, αλλά γιατί το κόμμα μας είπε τον Μάιο του ’12 τη μαγική κουβέντα: Είμαι εδώ για να αναλάβω εγώ τις τύχες της χώρας και του λαού. Γιατί αν δεν το αναλάβω εγώ θα το αναλάβει κάποιος άλλος, μάλλον ο αντίπαλος. Αυτήν την τεράστια κοινωνική μεταβολή των ανθρώπων που αλλάζουν ιδέες και ζωές, και είχαν μια προηγούμενη πολιτική και κοινωνική συμπεριφορά πρέπει να την έχουμε στο μυαλό μας, ακριβώς γιατί στις μεγάλες τομές η προηγούμενη συμπεριφορά δεν αποτελεί κριτήριο της σημερινής στάσης. Και όταν άνθρωποι ή ομάδες ανθρώπων προσεγγίζουν το ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να κρίνονται με κριτήριο τη σημερινή τους στάση και τις σημερινές τους καταστάσεις και να αξιολογούνται θα έλεγα με εκείνη την ηθική της αριστεράς που ζητά ανιδιοτέλεια, αλληλεγγύη, υποταγή του ατομικού στον κοινό στόχο. Υπό την έννοια αυτή, όσοι άνθρωποι προσεγγίζουν σήμερα τον ΣΥΡΙΖΑ, θέλουν να υπηρετήσουν το πρόγραμμά του και έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά είναι ευπρόσδεκτοι, ανεξαρτήτως του τι υπήρξαν ιστορικά. Κάθε άλλη προσέγγιση στο ζήτημα αυτό κατά τη γνώμη μου είναι τουλάχιστον άστοχη. Αυτά ως προς τις «ατομικές προσχωρήσεις».

2. Η ίδια η έννοια της πολιτικής συμμαχίας σημαίνει ότι δίνω τη μάχη μαζί με κάποιον άλλον για να επιτύχω κάποιον συγκεκριμένο στόχο. Δεν προσχωρώ στις απόψεις του, δεν προσχωρεί στις δικές μου. Δεν ενώνομαι μαζί του αναγκαστικά. Επιδιώκω ένα συγκεκριμένο στόχο που κατά την στρατηγική μου έχει σημασία. Και αυτές οι συμμαχίες μπορεί να είναι τακτικές, συγκυριακές, στρατηγικές. Δεν είναι όλες οι συμμαχίες ίδιες. Υπ’αυτήν την έννοια, μπορείς κάλλιστα να έχει μια τακτική συμμαχία με ένα κομμάτι της λαϊκής δεξιάς σε ένα συγκεκριμένο θέμα, π.χ. τις γερμανικές αποζημιώσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι γίνεσαι «δεξιότερος». Αυτό το επισημαίνω γιατί πολλές φορές διάφορα πολιτικά σχήματα που αποσπάστηκαν από το συγκρότημα εξουσίας και σε ορισμένα θέματα βρέθηκαν μαζί μας, να κρίνονται με όρους ιδεολογικής συγγένειας και όχι όπως πρέπει με όρους πολιτικούς και ιστορικούς.

Στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ το ζήτημα των πολιτικών συμμαχιών απαντάται με δύο τρόπους, ή καλύτερα με δύο παραλλαγές, και αυτό σε ένα περιβάλλον μιας γενικότερης σύγχυσης μπορώ να πώ σχετικά με το για ποιές συμμαχίες μιλάμε.Για τακτικές, για στρατηγικές, για μεσοπρόθεσμες, για θεματικές, για κοινοβουλευτικές, για κινηματικές…

Συνήθως αυτό που υποκρύβεται είναι ένα βαθύ μεθοδολογικό πρόβλημα που διαπερνά όλη την παράδοση και τα κόμματα της αριστεράς. Μπερδεύουν συνήθως τις συμμαχίες με τη στρατηγική. Βλέπετε την περίπτωση του ΚΚΕ, π.χ., πώς έχει διαστρέψει ολοκληρωτικά τη σχέση τακτικής - στρατηγικής, πώς εμφανίζει το μείζονα στόχο ως «όρο» μιας τακτικής κίνησης, κοκ. Στον ΣΥΡΙΖΑ η συζήτηση περί συμμαχιών έχει την άρρητη παραδοχή ότι μιλάμε για στρατηγικές συμμαχίες. Και στην συζήτηση αυτή εμφανίζονται δύο βασικές παραλλαγές. Η πρώτη παραλλαγή είναι η «στενότερη». Κατ’αυτήν χρειάζεται μια πολιτική συμμαχία, ένα «μέτωπο» των κομμάτων της Αριστεράς, δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η δεύτερη παραλλαγή είναι η «πλατύτερη». Κατ’αυτήν χρειάζεται μια συμπόρευση που ξεκινά από την «αριστερή σοσιαλδημοκρατία» και την αριστερή οικολογία και φτάνει μέχρι την άκρα αριστερά. Φαινομενικώς η διαφορά τους είναι διαφορά εύρους. Ωστόσο και στις δύο παραλλαγές έχω τη γνώμη ότι γίνονται σημαντικές «αφαιρέσεις».

Η πρώτη προσέγγιση είναι μεν θεωρητικώς σωστή, αλλά πρακτικώς ανέφικτη και αναποτελεσματική. Είναι σωστή η ιδέα μιας συμπόρευσης της αριστεράς, όμως η υλική πραγματικότητα είναι διαφορετική. Το ΚΚΕ ως ηγετική ομάδα και ως ιστορική γραφειοκρατία, για λόγους που δεν είναι της ώρας αλλά που κάποτε πρέπει να συζητηθούν πολύ σοβαρά, αποτελεί οργανικό τμήμα του πολιτικού συστήματος. Συνειδητά και συνεκτικά αφίσταται κάθε ιδέας και κάθε δράσης μετωπικής ρήξης με το σύστημα. Οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι σαφώς πολύ πιο σύμμαχες δυνάμεις, κυρίως στα κοινωνικά μέτωπα, αλλά ισχνές στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Επομένως, η παραλλαγή αυτή δεν απαντά εμπράκτως στην ανάγκη πολιτικών συμμαχιών, πολλώ δε μάλλον δεν απαντά στο πρόβλημα των αναγκαίων τακτικών συμμαχιών, όταν π.χ. πρόκειται να ακυρώσεις ένα νόμο, ή να πάρεις μια κοινοβουλευτική πρωτοβουλία, ή ακόμα κι’αν βρεθείς στην ανάγκη να χειριστείς ένα μεγάλο ζήτημα, όπως είναι η συγκρότηση μιας Κυβέρνησης χωρίς να έχεις συνθήκες καθαρής αριστερής πλειοψηφίας.

Η δεύτερη παραλλαγή είναι σαφώς πιο «κοντά» στην πραγματικότητα των υλικών πολιτικών συσχετισμών γι’αυτό και εμπειρικά τουλάχιστον κατανοεί τη διάκριση μεταξύ των διαφόρων ειδών συμμαχιών. Όμως απαντά στο πρόβλημα πολλές φορές χωρίς ένα καθαρό σχέδιο, με αποτέλεσμα οι απαραίτητες κινήσεις τακτικής να μεταβάλλονται σε «τακτικισμό». Είναι προφανής, π.χ, η ανάγκη πολιτικής συμμαχίας με την «αριστερή σοσιαλδημοκρατία», όμως όρος για να συμβεί κάτι τέτοιο είναι να βαθαίνει ολοένα και περισσότερο το ρήγμα στο εσωτερικό της ευρύτερης «σοσιαλδημοκρατίας» ή της «κεντροαριστεράς». Να διαχωρίζεται δηλαδή η «αριστερή σοσιαλδημοκρατία» από την καθεστωτική πολιτική ελίτ και από τη σοσιαλφιλελεύθερη ηγεσία. Και ο τρόπος για να βαθαίνει το ρήγμα δεν είναι τόσο μια κεντρική πολιτική συμπόρευση κάποιων προσώπων με τον ΣΥΡΙΖΑ (χρήσιμο οπωσδήποτε, αλλά όχι αρκετό) όσο η συγκρότηση της «αριστερής σοσιαλδημοκρατίας» σε ένα διακριτό πολιτικό χώρο που θα λειτουργεί συμμαχικά με τον ΣΥΡΙΖΑ και θα λειτουργεί αποτρεπτικά στις απόπειρες συγκρότησης ή ενοποίησης ή ανασύνταξης του χώρου αυτού. Το ίδιο πράγμα θα έπρεπε ο ΣΥΡΙΖΑ να «πριμοδοτήσει» ακόμα και στο χώρο της «κεντροδεξιάς». Να υποβοηθήσει δηλαδή τη συγκρότηση «σχημάτων» που θα αφαιρούν πολιτική και κομματική νομιμοποίηση από τη ΝΔ και την ακροδεξιά και θα αποτελούν δυνητικούς συμμάχους, έστω και «μιας χρήσης» (π.χ. στη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων ή στην αποτροπή της ιδιωτικοποίησης των παραλιών ή του νερού, κλπ).

Ας θυμηθούμε ότι το «σύστημα» τέσσερα χρόνια τώρα «φυτεύει» πολιτικά κόμματα «δεξιά» και «αριστερά», μόνο και μόνο για να αφαιρέσει «αέρα» από τον ΣΥΡΙΖΑ και να αυξάνει την πολιτική του «απομόνωση». Εχει έρθει η ώρα ο ΣΥΡΙΖΑ να τους «γυρίσει» το παιχνίδι.
Επομένως, το πρόβλημα των συμμαχιών πρέπει να ιδωθεί με διαφορετικές μεθοδολογικές οδούς: άλλο πράγμα οι στρατηγικές συμμαχίες, άλλο πράγμα οι τακτικές συμμαχίες, άλλο πράγμα η ένταξη ή η διαχείριση της ένταξης μεμονομένων πολιτικών πολιτικών προσώπων, άλλο πράγμα οι τακτικές συμμαχίες με στρατηγικό βάθος κοκ.

Κάθε επίπεδο απαιτεί τη διαφορετική διαχείριση και τη διαφορετική του προσέγγιση.

Υπ’αυτό το πρίσμα μπορεί κανείς να φωτίσει και τη διαχείριση ορισμένων καινούργιων «διλημμάτων» που έχουν εμφανιστεί στη συζήτηση τον τελευταίο καιρό:

Κυβέρνηση Αυτοδυναμίας / ή Κυβέρνηση Συνεργασίας; Δίλλημα που είναι άγονο, διότι στην πραγματικότητα δεν αποτελεί επιλογή, αλλά ανάγκη συγκεκριμένης ανάλυσης μιας συγκεκριμένης κατάστασης όταν και εφόσον τεθεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να επιδιώξει το μεγαλύτερο δυνατό εκλογικό ποσοστό, το οποίο πιθανόν θα μπορεί να του δώσει αυτοδυναμία. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να επεξεργάζεται σχέδιο πολιτικών συμμαχιών που ούτως ή άλλως είναι απαραίτητες. Η αυτοδυναμία επίσης δεν μπορεί να είναι στρατηγική του επιλογή. Στρατηγική επιλογή είναι η ισχυροποίηση ενός κοινωνικού μπλοκ των λαϊκών τάξεων και των συμμάχων τους, που θα εξασφαλίζει κοινωνική ενεργοποίηση, διευρυμένη κοινωνική συναίνεση, στήριξη στο πρόγραμμα ανατροπής. Αν η αυτοδυναμία γινόταν στρατηγική τότε ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε ευλόγως να επιλέξει και ένα πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα.

Θα θυμίσω εδώ ότι οι αυτοδυναμίες του ΠΑΣΟΚ ουδόλως προστάτευσαν το κόμμα από συγχρωτισμούς και υποχωρήσεις στο σύστημα, όπως επίσης και αντίστροφα, ότι οι αυτοδυναμίες είτε της ΝΔ είτε του ΠΑΣΟΚ ουδόλως απέτρεπαν τα κόμματα αυτά από πολιτικές συνεργασίες και ένταξη ενός μεγάλου πολιτικού φάσματος στο τόξο τους.

Κυβέρνηση Αριστεράς ή Κυβέρνηση Σωτηρίας. Εδώ το δίλημμα κι’αν είναι τουλάχιστον άγονο. Ο ένας πόλος του διλήμματος σκέφτεται με όρους «στρατηγικής» (όλοι συμφωνούμε, προφανώς, Κυβέρνηση Αριστεράς), ο άλλος πόλος του διλήμματος σκέφτεται με όρους «τακτικής» (τί κάνεις όταν δεν μπορείς αντικειμενικά να κάνεις Κυβέρνηση της Αριστεράς, αλλά είσαι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένος να πάρεις πολιτική πρωτοβουλία). Επομένως πρόκειται για δίλημμα άνισο και ετεροβαρές.

Κατά τη γνώμη μου όλη αυτή η συζήτηση που διεξάγεται μπορεί να είναι γόνιμη και συνθετική αν παραμείνουμε «καθαροί» σε δύο συνθήκες:

1) Εμβάθυνση της κοινωνικής – ταξικής συμμαχίας που σήμερα βρίσκεται σε διαδικασία επανασυγκρότησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα αποτελεί το νέο πολιτικό εκπρόσωπο των λαϊκών τάξεων στην Ελλάδα, και επιδιώκει στην κοινωνική συμμαχία αυτή να εδραιώσει την ηγεμονία των μισθωτών συμφερόντων.

2) Η εδραίωση αυτή γίνεται διαμέσου ενός πολιτικού προγράμματος δεσμευτικού, σαφούς, ανατρεπτικού της σημερινής τάξης πραγμάτων και εφικτού ως προς την αμεσότητα των επιδράσεων του. Το πρόγραμμα αυτό πρέπει να πάρει το χαρακτήρα συγκεκριμένων δεσμεύσεων στην Κατάργηση του Μνημονίου και των εφαρμοστικών του νόμων, στην επαναφορά της εργατικής νομοθεσίας τουλάχιστον στην προ-μνημονίου κατάσταση, στη ρύθμιση των χρεών των νοικοκυριών, στην προστασία των δημοσίων αγαθών και των δημοσίων χώρων, στην άμεση αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των φτωχότερων κοινωνικών ομάδων, στην αποκατάσταση και υπεράσπιση της δημοκρατίας, στην άμεση αλλαγή της φορολογικής πολιτικής, στο αποφασιστικό θεσμικό χτύπημα της εγκαθιδρυμένης οικονομικο-πολιτικής διαπλοκής. Μπορεί κανείς να προσθέσει σημεία, ενδεικτικά τα αναφέρω.

Θα ήταν μια ωραία ιδέα αυτό το άμεσο πρόγραμμα να τεθεί στη διαβούλευση λαϊκών συνελεύσεων σε όλη την Ελλάδα και να αποτελέσει μια πρωτότυπη διαδικασία παραγωγής «δεσμευτικής αντιπροσωπευτικής εντολής» από τα κάτω, την οποία θα οργανώσει και θα εγγυηθεί το «κόμμα ΣΥΡΙΖΑ».

3) Στη βάση αυτού του προγράμματος ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί το κόμμα – μαγνήτη, γύρω από το οποίο στρατεύονται άτομα και κοινωνικές ομάδες που συμφωνούν και αναγνωρίζονται σε αυτό, επιδιώκοντας τη μεγαλύτερη δυνατή πολιτική πλειοψηφία.

4) οι πολιτικές συμμαχίες με άλλες δυνάμεις έχουν ως βασικό κριτήριο τη συμφωνία με αυτό το πρόγραμμα. Μέσα σε ένα καθεστώς ανοικτού δημοκρατικού διαλόγου και διαφάνειας, ο ΣΥΡΙΖΑ θέτει τις δικές του «κόκκινες γραμμές» και αναδεικνύεται σε «κόμμα-επίκεντρο» όλων των πολιτικών δυνάμεων που εννοούν την πολιτική αλλαγή και θέλουν τη σύγκλιση με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ομως, ας μην το ξεχνάμε στιγμή: των πολιτικών συμμαχιών προηγούνται πάντοτε οι κοινωνικές συμμαχίες. Και εκεί η ένταση της δουλειάς του ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτή τη στιγμή απολύτως επείγουσα.