Χριστόφορος Βερναρδάκης TwitterFacebookYouTubeLinkedInGoogle Plus
 



Broadcast live streaming video on Ustream



Mayer, N. (et all), ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ. ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΚΑΙ ΜΟΝΤΕΛΑ ΑΝΑΛΥΣΗΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
 
 Η εκλογική συμπεριφορά έχει ταυτιστεί μονομερώς στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια με την ανάπτυξη των πολιτικών ερευνών γνώμης και των δημοσκοπήσεων. Το γεγονός αυτό έχει συμβάλλει σε μια σοβαρή «επιστημονική στρέβλωση», που συνίσταται στην κυριαρχία του εμπειρισμού, στην ανάδειξη «δημοσιογραφικών» κριτηρίων στην πολιτική ανάλυση, στην προτεραιότητα της «επικοινωνίας» πάνω στη θεωρία. Η «στρέβλωση» αυτή αδικεί βεβαίως και το εργαλείο των πολιτικών ερευνών γνώμης και των δημοσκοπήσεων, αφού τις αποσυνδέει από το θεωρητικό πεδίο της πολιτικής επιστήμης για να τις καταστήσει «επικοινωνιακό» προϊόν. Στη «στρέβλωση» αυτή πιστεύουμε ότι απαντά η έκδοση του βιβλίου αυτού.
 
 Το βιβλίο αποτελείται από τρία επιλεγμένα σημαντικά άρθρα της Nonna Mayer και των συνεργατών της, άρθρα που αν και έχουν γραφτεί σε διαφορετικές εποχές και συγκυρίες συνθέτουν μια συνεκτική και πλήρη παρουσίαση των θεωρητικών τάσεων και προβληματισμών που έχουν αναπτυχθεί στον κλάδο της «εκλογικής συμπεριφοράς».
 Το πρώτο άρθρο «Μοντέλα ανάλυσης της εκλογικής συμπεριφοράς» αποτελεί το δεύτερο μέρος του βιβλίου της (σε συνεργασία με τον Pascal Perrineau) Les comportements politiques που εκδόθηκε το 1992 από τις εκδόσεις Armand Colin. Το κείμενο παρουσιάζει με αναλυτικό αλλά και κριτικό τρόπο τα διαδοχικά θεωρητικά ρεύματα και τάσεις που αναπτύχθηκαν στo εσωτερικό της εκλογικής κοινωνιολογίας, ξεκινώντας από τα οικολογικά μοντέλα της εκλογικής γεωγραφίας, της ποσοτικής οικολογίας και της ανάλυσης συνθηκών και φτάνοντας στα κοινωνικοψυχολογικά μοντέλα του κοινωνικού ντετερμινισμού του Lazarsfeld, της κομματικής ταύτισης της Σχολής του Μίσιγκαν και της ορθολογικής επιλογής. Η Mayer επιμένει στη θέση ότι η μελέτη της σύγχρονης εκλογικής συμπεριφοράς είναι κατά κανόνα μια πολυσύνθετη διαδικασία, η οποία απαιτεί ουσιαστικά μια σύνθεση όλων των ιστορικών θεωρητικών τάσεων της εκλογικής κοινωνιολογίας, λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη τις κοινωνικές και πολιτικές ιδιαιτερότητες και παραδόσεις, καθώς και την ιστορική συγκυρία, κάθε χώρας. Η ιστορία της εκλογικής συμπεριφοράς δείχνει ότι τα διαφορετικά θεωρητικά - επιστημονικά ρεύματα εμφανίζονταν και αναπτύσσονταν κάθε φορά που οι προηγούμενες κοινωνικές, ιδεολογικές, ταξικές και πολιτισμικές συνθήκες μεταλλάσονταν και τα «παλαιά» εργαλεία δεν ήταν ικανά να εξηγήσουν από μόνα τους τη διαδικασία της πολιτικής επιλογής. Ετσι, π.χ., η Σχολή του Μίσιγκαν «διόρθωσε» και «συμπλήρωσε» τον Lazarsfeld, ενώ με τον ίδιο τρόπο οι θεωρητικοί της ορθολογικής επιλογής αμφισβήτησαν αργότερα το δικό της υπόδειγμα της «κομματικής ταύτισης».        
 
 Το δεύτερο άρθρο «Τι απομένει από τις βαριές μεταβλητές» (σε συνεργασία με τον Daniel Boy) βρίσκεται στο συλλογικό τόμο “L’électeur a ses raisons” που εκδόθηκε το 1997 υπό τη διεύθυνση των δύο συγγραφέων από τις εκδόσεις Presses de Sciences Po. Η ανάλυση εδώ εμβαθύνει και επικαιροποιεί τους προβληματισμούς σχετικά με το αν οι «κλασικοί» πυλώνες της σύγχρονης εκλογικής συμπεριφοράς, δηλαδή η κοινωνική τάξη και το θρήσκευμα, απότοκοι των διαιρετικών τομών από τις οποίες προέκυψαν τα σύγχρονα κομματικά συστήματα, εξακολουθούν να αποτελούν προσδιοριστικούς παράγοντες της ψήφου στις σύγχρονες δημοκρατίες. Η Mayer δείχνει ότι οι δύο αυτές παράμετροι εξακολουθούν να προσδιορίζουν την εκλογική συμπεριφορά, ωστόσο όχι με τον απόλυτο τρόπο περασμένων δεκαετιών. Οι αλλαγές στην κοινωνική και οικονομική δομή έχουν τροποποιήσει σημαντικά τους τρόπους με τους οποίους επιδρούν στην ψήφο, ενώ παράλληλα αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους και σοβαρές εσωτερικές αντιφάσεις στους πυλώνες αυτούς.
 
 Το τρίτο άρθρο, τέλος, «Οι μεταμορφώσεις της ταξικής ψήφου» (σε συνεργασία με τον Bruno Cautrès) βρίσκεται στο συλλογικό τόμο “Le nouveau désordre électoral” που εκδόθηκε το 2004 υπό τη διεύθυνση των δύο συγγραφέων επίσης από τις εκδόσεις Presses de Sciences Po. Η ανάλυση εδώ στέκεται ιδιαίτερα στο φαινόμενο της «ταξικής ψήφου» και αποδεικνύει ότι αυτό που παρατηρείται στα σύγχρονα κομματικά συστήματα δεν είναι η εξάλειψή της, όπως υποστηρίζουν πολλοί ερευνητές, αλλά οι μεταμορφώσεις της κυρίως ως προς τις πολιτικές εκπροσωπήσεις. Η «ταξική ψήφος» δεν αφορά πλέον κατά κύριο λόγο τα κόμματα της αριστεράς, όπως ήθελε η παράδοση της εκλογικής κοινωνιολογίας, αλλά εκφράζεται πλέον είτε μέσω κομματικών μορφωμάτων όπως είναι η νέα άκρα δεξιά στην Ευρώπη είτε μέσω αντιπολιτικών συμπεριφορών (π.χ. αποχή από τις εκλογικές διαδικασίες). Ταυτόχρονα, διαμορφώνονται νέες ιδιόμορφες «ταξικές» σχέσεις στην πολιτική αντιπροσώπευση, όπως π.χ. είναι η εκπροσώπηση των μισθωτών στρωμάτων του δημόσιου τομέα στα κόμματα της αριστεράς, αλλά και η πολιτική δυσπιστία των μισθωτών στρωμάτων του ιδιωτικού τομέα απέναντι στα κόμματα της αριστεράς.   
 
 Τα τρία αυτά κείμενα επιλέχτηκαν για το λόγο ότι παρουσιάζουν, αν και γραμμένα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, μια εντυπωσιακή μεταξύ τους συνοχή. Το πρώτο κείμενο διασχίζει οριζόντια τις θεωρητικές προσεγγίσεις και τα ρεύματα της εκλογικής ανάλυσης, το δεύτερο και το τρίτο εμβαθύνουν περισσότερο σε συγκεκριμένα «ανοικτά» ζητήματα της σύγχρονης πολιτικής συμπεριφοράς, διευρύνοντας το καθένα τους προβληματισμούς του άλλου. Η περιοδολόγηση που επιχειρείται αποτελεί στην ουσία ένα ταξίδι στην ιστορία της πολιτικής και εκλογικής ανάλυσης. Συνδέει τις φάσεις ανάπτυξης της τελευταίας με τον κοινωνικό, πολιτιστικό και επιστημονικό περίγυρο κάθε εποχής και κάθε χώρας, αναδεικνύει τις θεμελιακές συνεισφορές αλλά και τα όρια κάθε ρεύματος και τάσης, επιμένει στην απαραίτητη διεπιστημονικότητα πάνω στην οποία θεμελιώνεται η επιστήμη της εκλογικής συμπεριφοράς: ιστορικό πλαίσιο και κοινωνικές αντιθέσεις, οικονομική συγκυρία, ταξική και κοινωνική διαστρωμάτωση, κομματικό σύστημα και κοινωνικές διαιρετικές τομές, εμπειρική κοινωνική έρευνα, στατιστική ανάλυση. Διασχίζοντας τα διαδοχικά ρεύματα και τάσεις στην εκλογική – πολιτική ανάλυση, η Nonna Mayer παρουσιάζει ταυτόχρονα τις αλλαγές στην ταξική διαστρωμάτωση των σύγχρονων κοινωνιών, τις ιδεολογικές επιπτώσεις που αυτή επιφέρει, τις μεταμορφώσεις και μεταλλάξεις των πολιτικών εκπροσωπήσεων. Το σημαντικότερο ωστόσο είναι ένα στοιχείο που υπονοείται στην ανάλυση: η συγκρότηση κάθε νέου θεωρητικού, επιστημονικού ή ερευνητικού υποδείγματος στο χώρο της εκλογικής συμπεριφοράς παραπέμπει στην πραγματικότητα σε μια αλλαγή της μορφής του κομματικού φαινομένου. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει μελέτη της εκλογικής συμπεριφοράς χωρίς θεωρία για τα πολιτικά κόμματα. Το «κοινωνιολογικό» υπόδειγμα του Lazarsfeld ή η θεωρία της «κομματικής ταύτισης» π.χ., παραπέμπουν σε μια μορφή κομμάτων με «καθαρές» και ανταγωνιστικές μεταξύ τους σχέσεις εκπροσώπησης, αλλά και με «καθαρά» και ανταγωνιστικά μεταξύ τους πολιτικά-προγραμματικά σχέδια. Οι πολλαπλές θεωρίες της ορθολογικής επιλογής με τη σειρά τους παραπέμπουν σε μια μορφή κομμάτων με «συγκλίνοντα» μεταξύ τους ιδεολογικά, κοινωνικά και προγραμματικά χαρακτηριστικά. Καθένας από τους δύο παραδειγματικούς αυτούς τύπους κομμάτων παραπέμπει σε διαφορετική ιστορική περίοδο, σε διαφορετική μορφή κράτους και πολιτικού συστήματος, σε διαφορετική μορφή κοινωνικών αντιθέσεων, σε διαφορετική σχέση οικονομίας / πολιτικής. Γι’αυτόν ακριβώς το λόγο ο χώρος της μελέτης της εκλογικής συμπεριφοράς δεν περιορίζεται απλώς και μόνο στις μεθόδους της εμπειρικής πολιτικής – κοινωνικής έρευνας, όπως θα ήθελε ο διαρκώς διογκούμενος εμπειρισμός των ημερών μας, αλλά αποτελεί ένα συστατικό κομμάτι της μελέτης του πολιτικού και κρατικού φαινομένου.               
 
 Ελπίζουμε ότι η έκδοση αυτή θα συνεισφέρει στην περαιτέρω ανάπτυξη στη χώρα μας της εκλογικής κοινωνιολογίας, παρέχοντας στην ακαδημαϊκή και ερευνητική κοινότητα ένα χρήσιμο εκπαιδευτικό και θεωρητικό εργαλείο. Για το λόγο αυτό άλλωστε η βιβλιογραφία στο τέλος της έκδοσης δεν αναφέρεται μόνον στις βιβλιογραφικές αναφορές των κειμένων, αλλά έχει επεκταθεί σκοπεύοντας να παράσχει ένα κατά το δυνατόν πλήρη κατάλογο των σημαντικότερων εργασιών της αγγλοσαξωνικής, της γαλλικής αλλά και της ελληνικής βιβλιογραφίας.
 
 
Χριστόφορος Βερναρδάκης
Σεπτέμβριος 2005.