Χριστόφορος Βερναρδάκης TwitterFacebookYouTubeLinkedInGoogle Plus
 



Broadcast live streaming video on Ustream



Πόσο βαθύ είναι το ΠΟΤΑΜΙ;
Γίνεται μεγάλη συζήτηση τον τελευταίο καιρό για το ΠΟΤΑΜΙ και την απόπειρα του Στ.θεοδωράκη να εμφανιστεί με την ιδιότητα του πολιτικού. Στις γραμμές που ακολουθούν θα επιχειρήσουμε να δώσουμε ένα στίγμα αυτής της προσπάθειας, μακριά από ειρωνείες ή συνωμοσιολογικούς αφορισμούς. Σήμερα, μερικές εβδομάδες μετά την επίσημη παρουσίασή του και έχοντας ένα βασικό δείγμα των θέσεών του, του πολιτικού του λόγου και της ανθρωπογεωγραφίας του, μπορούμε να το τοποθετήσουμε καλύτερα στο (ρευστό) και υπό διαμόρφωση ελληνικό κομματικό σύστημα.
Ας ξεκινήσουμε αντίστροφα, από το τι δεν είναι το ΠΟΤΑΜΙ. Καταρχήν δεν είναι κόμμα της ακροδεξιάς, ή της συντηρητικής δεξιάς. Διαπνέεται από ιδέες κοινωνικού φιλελευθερισμού, κυρίως στο πεδίο των ατομικών δικαιωμάτων που το διαχωρίζουν από την πολιτική αυτή οικογένεια. Κατόπιν, δεν είναι κόμμα της Αριστεράς. Διαχωρίζεται από αυτήν, τόσο στα στοιχεία του πολιτικού του λόγου, ο οποίος αντιπαθεί το «λαό», τις κατώτερες τάξεις, τα πολιτικά και κοινωνικά κεκτημένα, την κοινωνική ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη, όσο και στα στοιχεία των προγραμματικών του διακηρύξεων που κινούνται σε ένα πλαίσιο «απολίτικου νεοφιλελευθερισμού». Επομένως, πράγματι το ΠΟΤΑΜΙ κινείται σε ένα «ενδιάμεσο πολιτικό χώρο». Η προγραμματική του τοποθέτηση, καθώς και η μορφή της «επιχειρηματολογίας» που αναπτύσσει το φέρνουν πολύ κοντά σ’αυτό που ο Κώστας Καραμανλής (δια του Γιάννη Λούλη) ονόμαζε στη δεκαετία του 2000 «μεσαίο χώρο». Ο «μεσαίος χώρος» δεν υπήρξε μια «θετική» πολιτική τοποθέτηση στον θεμελιώδη άξονα των κομματικών συστημάτων Αριστερά / Δεξιά. Δεν ήταν δηλαδή συνώνυμο του παλαιού «Κέντρου». Ο «μεσαίος χώρος» ήταν περισσότερο μια ιδεολογικο-πολιτισμική τοποθέτηση που επιχειρούσε, πάντα στα πλαίσια της κυρίαρχης ιδεολογίας και των κυρίαρχων πολιτικών της αγοράς, να ενσωματώσει «αυτονόητα» ή «κοινώς αποδεκτά» αιτήματα: π.χ. από την δεξιά το αίτημα της ασφάλειας, από την κεντροαριστερά το αίτημα της ισόρροπης ανάπτυξης, ακόμα και από την παραδοσιακή αριστερά το αίτημα ενός μίνιμουμ κρατικού ρυθμιστικού παρεμβατισμού. Ταυτόχρονα, επιχειρούσε και μια συμβολική επαν-οικειοποίηση ενός χώρου που το παλαιό «αριστερό» ΠΑΣΟΚ είχε αποκόψει από την δεξιά, ακόμα και την πλέον φιλελεύθερη.
 Αυτός ο «μεσαίος χώρος» αποδιαρθρώθηκε μετά τα Μνημόνια. Ως ιδεολογία, ως πρόγραμμα, ως πολιτικό προσωπικό. Στο κομματικό σύστημα, η ΝΔ κινήθηκε επί Σαμαρά στη γραμμή της απόλυτης συγχώνευσης νεοφιλελευθερισμού και πολιτικού αυταρχισμού, το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ εξατμίστηκαν υποβάλλοντας τα σέβη τους στην πιο ακραία καπιταλιστική αναδιάρθρωση των σχέσεων εξουσίας που συνέβη στην Ευρώπη μεταπολεμικά, τα καθαρώς νεοφιλελεύθερα μορφώματα παρέμειναν περιθωριακά, με την οικονομικο-κοινωνική κυρίως ατζέντα τους να λεηλατείται από τη μνημονιακή Κυβέρνηση. Ωστόσο, ο «μεσαίος χώρος» δεν έπαψε να υπάρχει κοινωνικά και εκλογικά. Συρρικνωμένος βέβαια, αφού η ταξική πόλωση που διαπερνά την ελληνική κοινωνία σήμερα καθιστά πολύ δύσκολη την επιβίωση και συγκρότηση «μεσαίων» ή «ουδέτερων» σχηματισμών. Τα μεσοαστικά εξασφαλισμένα κοινωνικά στρώματα που αποτελούν το βασικό πυλώνα της κοινωνικής του σύνθεσης έχουν υποστεί και αυτά βαριές απώλειες από την ταξική αναδιάρθρωση του πλούτου, της εξουσίας και των μηχανισμών επιρροής των πολιτικών αποφάσεων. Αυτός ο συρρικνωμένος κοινωνικός – εκλογικός χώρος έχει πράγματι ένα κενό πολιτικής εκπροσώπησης. Τα παλιά κόμματα της κεντροαριστεράς, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ δεν το εκπροσωπούν, αφού είναι ταυτισμένα, ιδίως το ΠΑΣΟΚ, με την ίδια την οικονομική και πολιτική κρίση. Τα μικρά κόμματα του νεοφιλελευθερισμού είναι «ακραία δογματικά» μορφώματα, που δεν σέβονται ένα βασικό συστατικό του «μεσαίου χώρου»: τη μετριοπάθεια. Όλα μαζί επιπλέον, αποτελούνται από ένα φθαρμένο και ξεπερασμένο πολιτικό προσωπικό. Γερασμένο ηλικιακά, διαπλεκόμενο και εξαρτημένο από κάθε λογής συμφέροντα, πολιτικάντικο, αρχαϊκό στην κοινωνική του αντίληψη.
 Επομένως, αρχικά τουλάχιστον, το ΠΟΤΑΜΙ έχει μια λογική βάση εκκίνησης: μεσοαστικά και αποκαταστημένα οικονομικώς κοινωνικά στρώματα, νεοφιλελεύθερης οικονομικής αντίληψης και φιλελεύθερης κοινωνικά ατζέντας. Η συγχώνευση αυτή είναι σχετικώς πρωτότυπη στη σημερινή πολιτική γεωγραφία και ανταποκρίνεται θεωρητικώς σε μια αξιόλογη κοινωνική – εκλογική βάση. Δεν μπορεί επίσης να αγνοηθεί και η σκοπιμότητα του εγχειρήματος αυτού, ως προς το να αποκόψει τη διεύρυνση της αριστεράς σε ακροατήρια ξένα ιστορικά προς αυτήν, που λόγω της κρίσης θα «δοκίμαζαν» πιθανώς μια τέτοια επιλογή. Από το σημείο αυτό όμως και μετά αρχίζουν οι αδυσώπητες αντιφάσεις που προκαλούνται πάντοτε σε ένα σύστημα αλληλοσυσχετίσεων και αλληλεπιδράσεων, όπως είναι τα κομματικά συστήματα και οι σχέσεις πολιτικής αντιπροσώπευσης.
Η πρώτη αντίφαση είναι ότι το ΠΟΤΑΜΙ επενεργεί καταλυτικά στη μείωση των ποσοστών του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ, απαξιώνοντας περαιτέρω την εκλογική τους επιρροή επομένως και τη χρησιμότητά τους στο σύστημα διακυβέρνησης. Επομένως καθίσταται επικίνδυνο για τους βασικούς συνέταιρους της σημερινής εξουσίας. Αντί να δίνει λύση στο πρόβλημα του συστήματος, αντίθετα διασπά τις δυνάμεις του.
Η δεύτερη αντίφαση είναι η εγγενής μεταπολιτική αντίληψη που διαπερνά το «κόμμα» αυτό. «Κόμμα» μηντιακού βάρους, που στηρίζεται στη δημοσιότητα και τη διαφήμιση και μόνον, και όχι στην προγραμματική ολοκλήρωση των σχέσεων αντιπροσώπευσης που επιδιώκει να αρθρώσει. Με άλλα λόγια, δεν είναι κόμμα (τουλάχιστον μέχρι σήμερα) με την επιστημονική έννοια του όρου. Επομένως, δεν μπορεί να συγκροτήσει κοινωνικές – εκλογικές συμμαχίες, όρος απαραίτητος για κάθε κόμμα που διεκδικεί ρόλους.

 Συναθροίζοντας τα παραπάνω, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η προσπάθεια αυτή θα μείνει ημιτελής. Το ποσοστό του στις ευρωεκλογές, όσο δύσκολο και πολύ ριψοκίνδυνο να το εκτιμήσει κανείς κι’αν είναι, δεν θα είναι ποσοστό-έκπληξη. Δεν θα ανατρέψει δεδομένα. Αν οι εκλογές ήταν εθνικές και όχι ευρωεκλογές, θα προεξοφλούσε κανείς με βάση τη σημερινή του δομή και ανθρωπογεωγραφία πολύ μικρά ποσοστά, όχι μεγαλύτερα του 2-2.5%. Οι ευρωεκλογές, δηλαδή εκλογές β’τάξεως σημαντικότητας, με πολύ χαλαρή ψήφο πολλές φορές, ταυτόχρονα με την κατάρρευση ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, πιθανόν να δώσουν ένα μεγαλύτερο και περισσότερο αξιοσημείωτο ποσοστό.