ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Τα μαθήματα της χρονιάς
To 2004 υπήρξε αναμφισβήτητα μια πυκνή σε γεγονότα χρονιά. Σημαδεύτηκε κατά σειρά από τη σχεδόν ‘βίαιη’ αλλαγή ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ ενόψει των βουλευτικών εκλογών, από τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του Μαρτίου (Βουλευτικές) και του Ιουνίου (Ευρωεκλογές), εκλογές που επέβαλλαν την εναλλαγή των κομμάτων στη διακυβέρνηση της χώρας, αλλά και από τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Ήταν μια χρονιά πλούσια σε εμπειρίες, που ανέδειξε, εκτός των άλλων, ορισμένα κρίσιμα συμπτώματα καθυστέρησης του πολιτικού και επιστημονικού περιβάλλοντος της χώρας, αλλά και του κυρίαρχου επικοινωνιακού συστήματος της χώρας. Αποκωδικοποιώντας την τελευταία παρατήρηση επισημαίνουμε τρία σημαντικά στοιχεία:
Μάθημα πρώτον: Είναι αδύνατον η ‘επικοινωνιακή πολιτική’ να επικυριαρχήσει στις κοινωνικές ανάγκες και τους διαμορφωμένους σε βάθος χρόνου πολιτικούς συσχετισμούς. Ακόμα περισσότερο, είναι αδύνατον ο εντυπωσιασμός και η προπαγάνδα να κυριαρχήσουν πάνω στην ουσία της πολιτικής και κοινωνικής ανάλυσης.
Ένα ολόκληρο επικοινωνιακό σύστημα επιχειρούσε, αρκετούς μήνες πριν τις εκλογές του Μαρτίου, να πείσει την κοινωνία, αλλά πριν απ’όλους τον εαυτό του, ότι η εκλογική αναμέτρηση ‘παιζόταν’. Η επιχείρηση αυτή δεν δίστασε να προσβάλλει βάναυσα τη θεσμική σοβαρότητα της χώρας, αλλά και την πολιτική ουσία, όταν ‘εξανάγκασε’ τον εκλεγμένο πρωθυπουργό Κ.Σημίτη να αποσυρθεί ουσιαστικά από την πολιτική, να παραμείνει ‘σκιώδης’ για ένα περίπου δίμηνο και να μην του δοθεί η ευκαιρία απολογισμού του όποιου έργου του στο κυρίαρχο εκλογικό σώμα. Η επικοινωνιακή στρέβλωση, γνώριμο στοιχείο της πολιτικής αντίληψης των ηγετικών ελίτ τα τελευταία χρόνια, έφτασε στο απόγειό της: σύμφωνα με αυτήν, οι εκλογικοί και κοινωνικοί συσχετισμοί δεν έχουν ‘βάθος’ και ‘κοινωνικό χρόνο’, διαμορφώνονται ‘τυχαία’ και ‘συγκυριακά’, άρα μπορούν εύκολα να αντιστραφούν, ακόμα και εν μία νυκτί. Εξ’ού και η άποψη ότι αρκεί μια αλλαγή προσώπου στην ηγεσία ενός κόμματος ή ενός κράτους, για να αναβαπτίσει ένα ολόκληρο σύστημα εξουσίας.
Μάθημα δεύτερον: Η προεκλογική περίοδος επέφερε σημαντικό πλήγμα στην αξιοπιστία των περισσότερων εταιρειών δημοσκοπήσεων και έδειξε τα όρια της παραγόμενης έως σήμερα ‘ιδιωτικής δημοσκοπικής γνώσης’.
Η προπαγανδιστική επιχείρηση που περιγράφηκε παραπάνω είχε βεβαίως – και αυτό μας αφορά άμεσα ως ινστιτούτο που μελετά την ‘κοινή γνώμη’ και ασχολείται με την πολιτική και κοινωνική έρευνα – τις επιπτώσεις της στο καθαρά ‘επιστημονικό’ πεδίο. Η μεγαλύτερη μερίδα των εταιρειών δημοσκοπήσεων και των πολιτικών αναλυτών νομιμοποιούσε αυτό το ‘επικοινωνιακό παιχνίδι’, άλλοτε μιλώντας για μία ‘μετακίνηση των αναποφάσιστων’ της τελευταίας στιγμής, άλλοτε θεωρώντας ότι ‘αφανείς ομάδες του εκλογικού σώματος’ (όπως οι παλλινοστούντες ομογενείς, οι ‘ελληνοποιημένοι’ μετανάστες, οι μουσουλμάνοι, οι τσιγγάνοι, κ.λπ) θα κατευθυνθούν προς το κυβερνών κόμμα (δηλαδή το ΠΑΣΟΚ) και σε κάθε περίπτωση εκτιμώντας την εκλογική αναμέτρηση ως ‘αβέβαιη’ και ‘οριακή’.
Το εκλογικό αποτέλεσμα διέψευσε τις ‘προβλέψεις’ και κατέδειξε την ανεπάρκεια των εκτιμήσεων αυτών. Μεγάλα τα ερωτήματα που ανακύπτουν συνεπώς σε κάθε αντικειμενικό παρατηρητή: υπήρχαν άραγε τόσο ισχυρές ‘προϊδεάσεις’ σε όλους αυτούς τους χώρους, τέτοιες που να συσκοτίζουν τα πραγματικά ερευνητικά δεδομένα και να τα καθιστούν ‘διαχειρίσιμα’ σε μια άλλη κατεύθυνση; Είναι τα ερευνητικά εργαλεία, ενδεχομένως, ορισμένων δημοσκόπων και αναλυτών τόσο οριακής εμβέλειας, ώστε να οδηγούνται σε μια τόσο σοβαρή ‘τύφλωση’; Η απλώς, τα φαινόμενα της διαπλοκής άρχισαν να ‘επιβάλλουν’ και τρόπους ανάγνωσης των (‘αντικειμενικών’ κατά τα άλλα) δεδομένων; Η δική μας εκτίμηση θεωρεί ότι, γενικά και, κατά περίπτωση βεβαίως, συντρέχουν ταυτόχρονα όλες οι παραπάνω εκδοχές. Οσοι/ες ωστόσο τείνουν να θεωρούν την τρίτη εκδοχή (τη διαπλοκή) ως σημαντικότερη, θα έβρισκαν απρόσμενη συνηγορία στο πρόσωπο του (τότε) κυβερνητικού εκπροσώπου Χρ.Πρωτόπαπα, ο οποίος ακριβώς με αυτήν τη θεσμική ιδιότητα, ενεπλάκη άμεσα στις εκτιμήσεις των εταιρειών δημοσκοπήσεων, φθάνοντας στο σημείο να αποφαίνεται και επί μεθοδολογικών ερευνητικών ζητημάτων, στην ουσία βεβαίως αναπαράγοντας ‘συμφέροντα’ και ‘ιδεολοψίες’ μιας μερίδας εταιρειών δημοσκοπήσεων.
Μάθημα τρίτον: Το επικοινωνιακό σύστημα έχει επιβάλλει ένα είδος ‘έρευνας’ στη χώρα μας που έφθασε πλέον στα όριά του. Το είδος αυτό είναι ανεπαρκές, τόσο στο επίπεδο του σχεδιασμού όσο και στο επίπεδο της ανάλυσης των δεδομένων, ώστε να παρακολουθήσει κανείς συστηματικά τις τάσεις της ελληνικής κοινωνίας και να συμβάλει πραγματικά στην παραγωγή γνωστικού και επιστημονικού υλικού.
Χαρακτηρίζεται από ‘κατάχρηση’ του εργαλείου της ‘πρόσωπο-με-πρόσωπο’ ποσοτικής έρευνας (ποτέ στο παρελθόν δεν έγιναν αριθμητικά τόσες έρευνες όσες στο διάστημα Δεκεμβρίου 2003-Μαρτίου 2004), από τυποποίηση και εμπειρισμό, από δομικές μεροληψίες, πολλές φορές από ερασιτεχνισμό.
Στο πλαίσιο αυτό γίνεται (σχετικώς) κατανοητό γιατί η ‘δημοσκοπική κοινότητα’ αντιμετώπισε το εργαλείο των συστηματικών τηλεφωνικών ερευνών και των αναλύσεων χρονοσειράς της VPRC με καχυποψία και εχθρότητα, βρίσκοντας συμπαραστάτες και στους (κατεξοχήν αναρμόδιους) χώρους της πολιτικής και των ΜΜΕ.
Ο φετινός, πέμπτος κατά σειρά, τόμος της VPRC επιχειρεί να απαντήσει στα παραπάνω ανοικτά ζητήματα. Δίνει το βάρος του, μέσα από τη συστηματική αποτίμηση και παρουσίαση των εμπειρικών ερευνητικών δεδομένων, στην αξιολόγηση των παραπάνω μαθημάτων αλλά και στην πρακτική υπέρβασή τους. Στα δεκαέξι άρθρα του τόμου παρουσιάζονται και αναλύονται οι δομικές τάσεις του πολιτικού και κομματικού συστήματος, η εκτίμηση των οποίων είναι χρήσιμη, τόσο για την αποτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος όσο και για την εκτίμηση των τάσεων που το διαπερνούν και που, πιθανώς, θα εκδηλωθούν μελλοντικά. Επίσης, παρουσιάζονται και αναλύονται συγκεκριμένα κοινωνικά θεματικά πεδία, τα οποία προσφέρουν σημαντικό γνωστικό υλικό, πολλές φορές για ‘αφανείς’ διαστάσεις της ελληνικής κοινωνίας.
Στην πρώτη ενότητα του τόμου παρουσιάζονται τα σχετικά με τις εκλογές και τη διαμόρφωση του κομματικού συστήματος άρθρα. Οι Γ.Μαυρής και Γ.Συμεωνίδης παρουσιάζουν και αναλύουν τα δεδομένα του προεκλογικού τηλεφωνικού Βαρόμετρου της VPRC. Αναδεικνύεται στο άρθρο τους, τόσο το παγιωμένο από καιρό προβάδισμα της ΝΔ όσο και οι υπαρκτές δυναμικές της προεκλογικής περιόδου, οι οποίες οδήγησαν, αντίθετα με τις εκτιμήσεις του ‘επικοινωνιακού συστήματος’ στη σταθεροποίηση του προβαδίσματος αυτού. Αποτιμάται, επίσης, η μεθοδολογία των τηλεφωνικών ερευνών, κυρίως ως προς τη δυνατότητα διαχείρισης των στατιστικών χρονοσειρών που προσφέρει. Ο Χρ.Βερναρδάκης ασχολείται με την έννοια και τα (ιδεολογικο-πολιτικά) ‘περιεχόμενα’ του ‘μεσαίου χώρου’. Το άρθρο υποστηρίζει την ‘υλικότητα’ του χώρου αυτού, αναλύει τα ιδεολογικά του συστατικά και υποδεικνύει εμμέσως μια ερμηνεία για την ηγεμονία της ΝΔ στο σημερινό κομματικό σύστημα. Ο Μ.Γκίβαλος προσφέρει με το άρθρο του μια ιστορική αποτίμηση του ΠΑΣΟΚ. Θέτει μέσα από μια αναλυτική περιοδολόγηση των φάσεων εξέλιξης, το πρόβλημα των μετασχηματισμών του κόμματος αυτού, μετασχηματισμοί που θεωρεί πως βρίσκονται στη ρίζα της πρόσφατης εκλογικής του ήττας. Οι μετασχηματισμοί αυτοί υποδεικνύουν, επίσης, ότι η εκλογική ήττα δεν είναι μια ‘προσωρινή’ κατάσταση που απαιτεί μια απλή διαχείριση, αλλά σύμπτωμα μιας ευρύτερης κρίσης του κόμματος αυτού. Ο Γ.Κουκουράκης επιχειρεί μια πρώτη συστηματική προσέγγιση του φαινομένου του ΛΑ.Ο.Σ. (Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού). Αναλύει τις συνέχειες και τις διαφορές του με τα μεταπολιτευτικά μορφώματα της άκρας δεξιάς στην Ελλάδα και στέκεται ιδιαιτέρως στην αμφισημία του κόμματος αυτού, από τη μια να διεκδικεί μια ισχυρή (ακροδεξιά) ιδεολογικο-πολιτική ταυτότητα από την άλλη να διαπερνάται και αυτό από ‘μεσαίες-ενδιάμεσες’ ιδεολογίες. Ο Α.Πανταζόπουλος, έχοντας διαφορετικό σημείο εκκίνησης, προβαίνει σε ορισμένες εξαιρετικά ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις πάνω στη σημερινή ιδεολογική συγκρότηση της οικογένειας των ελληνικών συντηρητικών κομμάτων (ΝΔ – ΛΑΟΣ), αλλά και του ΠΑΣΟΚ. Επισημαίνει τα ‘αντιφατικά’ στοιχεία που συγκροτούν τις ιδεολογίες του κοινωνικού σώματος, στοιχεία που έχουν ‘εγκλωβίσει’ τα πολιτικά κόμματα, τόσο στις ιδεολογικές όσο και στις διαχειριστικές τους (ως προς το κράτος) πρακτικές. Οι S.Marcel και D.Witkowski αναλύουν την εξέλιξη της διάκρισης αριστερά/δεξιά στη Γαλλία κατά τη τελευταία εικοσαετία, υποστηρίζοντας ότι η σύγκλιση των κομμάτων διακυβέρνησης συνέβαλε καθοριστικά στην άμβλυνση των ιδεολογικο-πολιτικών ταυτοτήτων και, ως εκ τούτου, στην αναπαραγωγή των φαινομένων βαθειάς κρίσης της πολιτικής. Η ανάλυσή τους αποτελεί ένα διαφορετικό δρόμο για την κατανόηση της έννοιας, της πρακτικής, αλλά και των συνεπειών του ‘μεσαίου χώρου’, και υπό την έννοια αυτή αξίζει να ‘διαβαστεί’ παράλληλα με τους προβληματισμούς που αναπτύσσονται στα προηγούμενα άρθρα του τόμου. Η ενότητα αυτή κλείνει με ένα ειδικό άρθρο των Γ.Μαυρή και Γ.Συμεωνίδη, το οποίο παρουσιάζει ένα μοντέλο πρόβλεψης της κατανομής των βουλευτικών εδρών. Η πρόβλεψη αυτή υλοποιήθηκε στις πρόσφατες εκλογές του Μαρτίου, στηριζόμενη στα αθροιστικά κατά νομό δεδομένα του προεκλογικού Βαρόμετρου της VPRC.
Στη δεύτερη ενότητα του τόμου υπάρχουν μια σειρά από άρθρα που αναλύουν σημαντικές τάσεις της ελληνικής κοινωνίας. Το άρθρο της Σ.Πρέζα παρουσιάζει τη σημερινή δομή του ελληνικού νοικοκυριού. Αποκαλύπτει ενδιαφέρουσες όψεις της δημογραφικής κίνησης της ελληνικής κοινωνίας και σημαντικές αλλαγές σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία. Το άρθρο της Ε.Ρεθυμιωτάκη αναλύει τη δομή του δικηγορικού επαγγέλματος και καταγράφει τις τάσεις εξέλιξης που παρατηρούνται σε ένα χώρο που αποτέλεσε μεταπολεμικά ένα σημαντικό κρίκο στη διαμεσολάβηση κράτους και κοινωνίας. Οι Χ.Οικονόμου και Κ.Μαυρέας παρουσιάζουν τα αποτελέσματα της Α’Εθνικής Ερευνας για την Αναπηρία που διεξήχθη από την VPRC τo 2003 στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Ετους για την Αναπηρία. Η έρευνα επιχείρησε να εκτιμήσει στατιστικά το ποσοστό των αναπήρων στην Ελλάδα, καλύπτοντας ένα σημαντικό κενό στις στατιστικές υγείας της χώρας, αλλά και να προσεγγίσει τις τάσεις κοινωνικού αποκλεισμού που παρατηρούνται στο χώρο αυτό, είτε λόγω αντικειμενικών οικονομικών και εργασιακών προβλημάτων είτε λόγω ιδεολογικών προακταλήψεων. Οι Β.Αρανίτου και Θ.Τσακίρης παρουσιάζουν τα αποτελέσματα μιας ειδικής έρευνας της VPRC με αντικείμενο τη διερεύνηση της δομής της εγγεγραμμένης στον ΟΑΕΔ ανεργίας. Συναφές είναι και το αντικείμενο του επόμενου άρθρου, όπου ο Θ.Τσακίρης παρουσιάζει τις μεταβολές των τελευταίων χρόνων στη συνδικαλιστική πυκνότητα, μεταβολές που ποικίλουν ανάλογα με τον εργασιακό χώρο και τις συνθήκες που επικρατούν σε αυτόν. Η Α.Γαλάνη ασχολείται με το ζήτημα της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης και παρουσιάζει ένα ειδικό ερευνητικό εργαλείο μέτρησής της που καθιέρωσαν από κοινού η VPRC και η εταιρεία επικοινωνίας MEDA Communication. Ο Κ.Μαυρέας ασχολείται με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των αποφοίτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, επισημαίνοντας πλευρές που καθορίζουν την ένταξή τους στην αγορά εργασίας. Τέλος, ο Γ.Αργυρόπουλος συνεισφέρει ένα πρωτότυπο και ενδιαφέροντα προβληματισμό πάνω στη σχέση αρχιτεκτονικής και έρευνας κοινής γνώμης. Χρησιμοποιεί ως αφορμή μια έρευνα της VPRC για τα σχολικά κτίρια και τη λειτουργικότητά τους, επισημαίνοντας τις αναλογίες στο επάγγελμα του αρχιτέκτονα και σε αυτό του κοινωνικού επιστήμονα. Πρόκειται για άρθρο που προσφέρει, εκτός των άλλων, ορισμένες μεθοδολογικές παρατηρήσεις, από την οπτική ενός μη-κοινωνιολόγου, πάνω στους τρόπους διαμόρφωσης των κοινωνικών αντιλήψεων και απόψεων που καταγράφουν οι έρευνες κοινής γνώμης.
Οπως σε κάθε τόμο της VPRC έτσι και σε αυτόν παρουσιάζονται από την M.Κυβεριώτη υπό μορφή λημμάτων ορισμένα χρήσιμα στοιχεία (δεδομένα) από δημοσιοποιηθείσες έρευνες των δύο προηγούμενων χρόνων.
Χριστόφορος Βερναρδάκης
Πανεπιστήμιο Κρήτης – Πρόεδρος της VPRC
|