Χριστόφορος Βερναρδάκης TwitterFacebookYouTubeLinkedInGoogle Plus
 



Broadcast live streaming video on Ustream



Παθητικότητα και Συναίνεση στη Δικτατορία - Το αντιδικτατορικό κίνημα
Μια αρκετά διαδεδομένη πολιτική αντίληψη θέλει την ελληνική κοινωνία να «συναινούσε» έστω και παθητικά στη δικτατορία των συνταγματαρχών του ‘67, φέρει δε ως απόδειξη τούτου το γεγονός ότι δεν αναπτύχθηκε ποτέ ένα μεγάλο και καταλυτικό αντιδικτατορικό κίνημα, οι δε αντιδικτατορικές οργανώσεις αποτελούσαν μάλλον αποκομμένες πρωτοπορίες. Κατά την άποψη αυτή, η δικτατορία ενίσχυσε σημαντικά τον «μικροαστικό ατομικισμό» και κατάφερε έτσι να κρατήσει «χαμηλά» τις κοινωνικές αντιδράσεις, πολλώ δε μάλλον όταν κατάφερε στο πεδίο της οικονομίας να εμφανίσει υπαρκτή «ανάπτυξη». Ο μύθος αυτός έχει βεβαίως το ακροατήριό του στη «δεξιά», αλλά περιέργως απέκτησε και ένα μεγάλο ακροατήριο τα τελευταία χρόνια και στην «αριστερά», πολλές φορές δε ακόμα και στο εσωτερικό των πιο επαναστατικών και ριζοσπαστικών της τάσεων. Θα προσπαθήσω να θυμίσω ορισμένες παραμέτρους, ιστορικές και κοινωνικές, για να γίνει περισσότερο αντιληπτός αυτός ο μύθος περί «παθητικής συναίνεσης» στη δικτατορία. 1. Αρχικά δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι ο πολιτικός και κοινωνικός χρόνος της δικτατορίας (μία επταετία) είναι εξαιρετικά μικρός έως απειροελάχιστος ιστορικά χρόνος. Το γεγονός αυτό έχει τη σημασία του, αφού η δικτατορία, η οποία πράγματι ως «πολιτικό κόμμα» επεδίωκε κοινωνική νομιμοποίηση, δεν πρόλαβε να φτιάξει τάξεις-στηρίγματα, όπως επίσης δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη συγκρότηση ενός καθαρά δικού της πολιτικού και διοικητικού προσωπικού. Εχει μεγάλη επομένως διαφορά από την φρανκική, π.χ., δικτατορία, η οποία κατάφερε στον άπλετο χρόνο που διέθετε να αλλάξει ριζικά τις δομές της Ισπανίας. Βεβαίως πράγματι, κατά τη διάρκεια της επταετίας θα δούμε τις απαρχές συγκρότησης μιας νέας μικροαστικής τάξης, με την οποία ωστόσο δεν πρόλαβε να «κτίσει» ισχυρούς δεσμούς πολιτικής εκπροσώπησης κι’αυτό γιατί δεν πρόλαβε να «μοιράσει πλεονάσματα» από την ανάπτυξη που δημιουργούσε. Τα στρώματα αυτής της τάξης θα διαδραματίσουν πρωτεύοντα ρόλο στη μεταπολίτευση, εκπροσωπούμενα όμως από άλλα πολιτικά υποκείμενα, αριστερής και αντιϊμπεριαλιστικής μάλιστα κατεύθυνσης. 2. Ο ίδιος λόγος, δηλαδή ο περιορισμένος ιστορικός χρόνος, εμπόδισε και από την άλλη πλευρά την εμφάνιση νέων κοινωνικών υποκειμένων με σαφή αντιδικτατορική και ριζοσπαστική κατεύθυνση. Η νέα βιομηχανική εργατική τάξη, π.χ., με τα εξαθλιωμένα μεροκάματα και τα απάνθρωπα ωράρια, αποτέλεσμα της ταχείας εκβιομηχάνισης των αρχών του ’60, δεν πρόλαβε να μπει για τα καλά στην κοινωνική πάλη. Την πρωτοπορία αυτού του νέου κοινωνικού υποκειμένου θα την δούμε στο Πολυτεχνείο το ’73 όπου περίπου 5.000 άνθρωποι αποτελούσαν την εργατική συνέλευση. Θα το βρούμε όμως πιο μαζικό και πιο διευρυμένο στο εργοστασιακό κίνημα της μεταπολίτευσης, μετά το ’75. Κατά τη διάρκεια της επταετίας δεν είχε προλάβει να μορφοποιηθεί και να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο. 3. Και τα παλιά «κοινωνικά υποκείμενα»; O «λαός της αριστεράς» της μετεμφυλιακής περιόδου; Tι απέγιναν στη δικτατορία; Γιατί δεν αιμοδότησαν μια μαζική κοινωνική αντίδραση; Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα θα πρέπει κανείς να ανατρέξει στις ιστορικές συνθήκες της εποχής: α) η δικτατορία του ’67 επιβάλλεται μόλις 15-16 χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου, που είχε οδηγήσει στην φυσική εξόντωση εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους και στην πολιτική εξόντωση της επίσημης αριστεράς. Παρά τα γεγονότα αυτά, η (πολιτική) αντοχή των λαϊκών τάξεων αποδείχθηκε ισχυρή και οδήγησε στην ανασύνταξη των κοινωνικών κινημάτων της δεκαετίας του ’60. β) Όμως εκεί, έλαβε χώρα η δεύτερη μεγάλη ήττα του λαϊκού κινήματος, η ήττα των Ιουλιανών του ’65. Οι περίφημες «70 ημέρες» που έθεσαν καθεστωτικό και πολιτικό ζήτημα στη χώρα με όρους «πεζοδρομίου», δεν βρήκαν πολιτική ολοκλήρωση. Η επίσημη αριστερά (ΕΔΑ και ΚΚΕ) αποδείχτηκε ακόμα μια φορά αναντίστοιχη με τις λαϊκές δυναμικές. γ) Και ενώ συνέβαιναν αυτά, από το ’62 και μετά περίπου 1.000.000 εργάτες και εργάτισσες, οργανικά κομμάτια των χειμαζόμενων λαϊκών τάξεων της χώρας, οδηγήθηκαν στη μετανάστευση λόγω της εξαθλίωσης των πόλεων και της υπαίθρου. Τρεις καταλυτικές συνθήκες, τρεις τεράστιες ιστορικές και κοινωνικο-πολιτικές μεταβολές, μέσα σε λίγα χρόνια. Όταν τα τανκς επιβάλλονται την 21η Απριλίου 1967, οι λαϊκές τάξεις, οι πρωτοπορίες των κινημάτων, οι οικογένειες των αγωνιστών, είναι πια πολύ κουρασμένες. Και χωρίς πολιτική καθοδήγηση, από μια ηγεσία που προσπαθούσε να κάνει το αντίθετο απ’αυτό που έπρεπε να κάνει: προσπαθούσε να πείσει γιατί δεν θα γίνει δικτατορία, παραχωρώντας τα πάντα στο τότε καθεστώς, αντί να προετοιμάζεται για αυτό που ήταν προδιαγεγραμμένο ότι θα γίνει. Η δικτατορία του ’67 είναι ένα σοκ. Ο αόρατος σκηνοθέτης της ταξικής πάλης επιβάλλει στις λαϊκές τάξεις να αποσυρθούν, να ξανασκεφτούν τι πήγε στραβά περίπου 20 χρόνια πίσω, τι μπορεί να γίνει από εδώ και πέρα. Είναι η φυσική έκβαση της τροπής που πήρε η ταξική πάλη στην Ελλάδα μετά τον εμφύλιο. Η άποψη επομένως που «κατηγορεί» για παθητικότητα απέναντι στη δικτατορία κάνει στην καλύτερη περίπτωση μια μεγάλη αφαίρεση. Και αναπαράγει, ίσως άθελά της, ευτελείς μύθους της μικροαστικής ιδεολογίας.