Χριστόφορος Βερναρδάκης TwitterFacebookYouTubeLinkedInGoogle Plus
 



Broadcast live streaming video on Ustream



Κράτος, Κοινωνία και Κομματικό Σύστημα στην ύστερη μεταπολίτευση

Κράτος, Κοινωνία και Κομματικό Σύστημα στην «Ύστερη Μεταπολίτευση»

 

του Κώστα Ελευθερίου

 
 

Χριστόφορος Βερναρδάκης (2011). Πολιτικά κόμματα, εκλογές και κομματικό σύστημα: οι μετασχηματισμοί της πολιτικής αντιπροσώπευσης. Αθήνα - Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας

 
 
Ένα διαρκώς διευρυνόμενο ερευνητικό πεδίο
 

Ο πλέον συκοφαντημένος πολιτικός θεσμός, ενδεχομένως σε όλη την περίοδο της νεωτερικότητας, είναι το πολιτικό κόμμα. Αυτό δε σημαίνει ότι ταυτόχρονα προτάθηκε μία θεμιτή πολιτική εναλλακτική, παρά μέσα από την παθολογία του κόμματος απεικονίστηκε ουσιαστικά και η παθολογία της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Το κόμμα θεωρήθηκε ως ένας επονείδιστος μεσολαβητής που στρεβλώνει την «καθαρή» έκφραση της λαϊκής βούλησης, ένας «μηχανισμός» που καταπνίγει την κοινωνική αυτενέργεια και αποσκοπεί κατ’ αποκλειστικότητα στην αναπαραγωγή της παρουσίας του στους «σκοτεινούς διαδρόμους» της εξουσίας. Κατά έναν ιδιόρρυθμο τρόπο οι αντικομματικές αποφάνσεις βρίσκουν ερείσματα τόσο σε φιλελεύθερες θεωρήσεις, όσο και σε πιο ριζοσπαστικές. Από την άλλη πλευρά, για ορισμένους το πολιτικό κόμμα ορίστηκε ως ένας μοναδικός μηχανισμός κατάληψης της εξουσίας – το οποίο είναι άλλωστε και το rationale της ύπαρξης του ίδιου του θεσμού – όπου μπορεί να λειτουργήσει είτε ως παράγων συντήρησης και διαιώνισης ενός πολιτικού καθεστώτος, είτε ως καταλύτης διαδικασιών για την κοινωνική αλλαγή.

Για την πολιτική επιστήμη το πολιτικό κόμμα συνιστά μία «βαριά μεταβλητή», υπό την έννοια ότι ακολουθεί την ανάπτυξη των φιλελεύθερων δημοκρατιών ως βασικός δρών άσκησης εξουσίας και ικανοποίησης κοινωνικών αιτημάτων. Από την άλλη πλευρά, το κόμμα υπήρξε και ο συντονιστής πρωτοφανών αλλαγών, μετασχηματισμών και οδυνηρών παρεμβάσεων που σχετίζονται, μεν, με την ίδια τη δημοκρατία, αλλά ταυτόχρονα οργανώνουν και την ανατροπή της ή την υπέρβασή της. Υπ’ αυτήν την έννοια, η διογκούμενη δυσπιστία των πολιτικών επιστημόνων στην επάρκεια των πολιτικών κομματιών, καθιστά τη θεωρία του εν λόγω θεσμού μία μακρά αλληλουχία κρισιακών θεωρήσεων. Η «κρίση των κομμάτων» δεν είναι απλά αποτέλεσμα ιδεολογικοπολιτικών μετατοπίσεων και κοινωνικοοικονομικών μετασχηματισμών που λαμβάνουν χώρα τις τελευταίες δεκαετίες. Είναι μία μόνιμη αμφισημία του λειτουργικού περιεχόμενου της έννοιας του κόμματος, η οποία συνίσταται στη μεταιχμιακή θέση του στη συνάρθρωση κράτους και κοινωνίας. Είναι αυτή η σχέση που παράγει κάθε φορά ανάγκες αναπροσαρμογής στο νέο περιβάλλον και είναι το κόμμα εκείνος ο θεσμός που, πρώτος απ’ όλους, πρέπει να παρακολουθήσει τις νέες εξελίξεις.

Η ελληνική πολιτική επιστήμη «χτίστηκε» πέριξ του άξονα «ελληνικά πολιτικά κόμματα». Η βιβλιογραφία, από την εποχή που δημοσιεύθηκαν για πρώτη φόρα «Οι Πολιτικές και Κοινωνικές Δυνάμεις στην Ελλάδα» του Jean Meynaud (2002[1966]), βρίθει από μονογραφίες και συλλογικούς τόμους για τα δεδομένα και την εξέλιξη του κομματικού συστήματος και μεμονωμένα κόμματα. Σε μεγάλο βαθμό, αυτό που επιχειρήθηκε ήταν να συνδεθεί η ελληνική συζήτηση με τις θεωρητικές σχηματοποιήσεις σε διεθνές επίπεδο. Με έναν αρκετά γόνιμο τρόπο οι Έλληνες πολιτικοί επιστήμονες κατόρθωσαν να ενσωματώσουν δημιουργικά θεωρητικά σχήματα που αντιστοιχούν στον «κανόνα» του discipline, στη μελέτη της εγχώριας πολιτικής σκηνής διατυπώνοντας ενίοτε και πρωτότυπες υποθέσεις που ανανέωναν το εννοιολογικό περιεχόμενο των αρχικών σχημάτων. Η ελληνική κομματική πολιτική εξακολουθεί να είναι ένα ερευνητικό πεδίο που διαρκώς διευρύνεται και εμπλουτίζεται με νέες θεματικές αναζητήσεις.

Από την άλλη πλευρά, η περίοδος της λεγόμενης «ύστερης μεταπολίτευσης» (1996-2010), ακριβώς γιατί αντιστοιχεί στην πρόσφατη ιστορία, στερείται ολοκληρωμένων μονογραφιών και μάκρο προσεγγίσεων – με σημαντικές εξαιρέσεις, φυσικά. Οι μεγάλοι μετασχηματισμοί των τελευταίων δύο δεκαετιών που αφορούν στη μεταβολή της λειτουργίας του κράτους, η σταδιακή αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, οι αναγκαιότητες που παράγει η άγρα της ευρωπαϊκής σύγκλισης, το νέο ιδεολογικοπολιτικό περιβάλλον που κανοναρχείται από διαφορετικά αξιακά πλαίσια, η σχηματοποίηση εξατομικευτικών προτύπων κοινωνικής οργάνωσης και η συντηρητικοποίηση του συστήματος κοινωνικής εκπροσώπησης, διαμόρφωσαν ένα νέο εξωτερικό περιβάλλον για το ελληνικό κομματικό σύστημα, στο οποίο το τελευταίο όφειλε να προσαρμοστεί. Η βαθμιαία μετατόπιση από την «κυβέρνηση» στη «διακυβέρνηση», η ιδιωτικοποίηση κρατικών λειτουργιών και η ανάδυση παρα-θεσμών αμφίβολης δημοκρατικής νομιμοποίησης, η ανάδειξη του κοινωνικού διαλόγου ως βασικού εργαλείου διευθέτησης των κοινωνικών συγκρούσεων και η εννοιολόγηση της «Κοινωνίας των Πολιτών» ως μίας ουδέτερης ζώνης από κοινωνικές διαμάχες, επέδρασαν στην ενίσχυση των κομματικών ελίτ έναντι των απλών μελών, στη σταδιακή «κρατικοποίησή» τους και την απομάκρυνσή τους από την προώθηση κοινωνικών αιτημάτων και την πλήρη μετατροπή των κομμάτων σε δομές συντονισμού και διαχείρισης της εξουσίας και εκλογικής εναλλαγής. Κατ’ επέκταση, η συμπύκνωση του πολιτικού χρόνου – λόγω των εξελίξεων στην επικοινωνία – καθιστά πολλές μεταβολές λανθάνουσες – ενδεχομένως και ακουσίως – και απαιτείται μία υψηλή θεωρητική κατάρτιση για να αναδειχθούν και να ερμηνευθούν. Κατά συνέπεια, προτού κάποιος τοποθετηθεί για τις τάσεις στο κομματικό σύστημα και τον κομματικό ανταγωνισμό, πρέπει να διαθέτει μία καλή εποπτεία της εικόνας του πολιτικού συστήματος στην «ύστερη μεταπολίτευση» για να κατανοήσει τα πολιτικοϊδεολογικά διακυβεύματα, τις θεσμικές πρακτικές και τις πηγές των κομματικών στρατηγικών.

 

Σχέσεις εκπροσώπησης, σχέσεις νομιμοποίησης και κομματικό σύστημα

 

Το βιβλίο του Χριστόφορου Βερναρδάκη με τίτλο «Πολιτικά κόμματα, εκλογές και κομματικό σύστημα: οι μετασχηματισμοί της πολιτικής αντιπροσώπευσης» έρχεται να καλύψει ένα μεγάλο κενό στη βιβλιογραφία. Ο συγγραφέας, όντας από τους πλέον ειδικούς πολιτικούς επιστήμονες σε ό,τι αφορά τη μελέτη της κομματικής και εκλογικής πολιτικής, έχει στο ενεργητικό του μία σειρά από δημοσιεύσεις που σχετίζονται ακριβώς με τον προσδιορισμό των βασικών χαρακτηριστικών του κομματικού ανταγωνισμού σε διαφορετικές περιόδους της ελληνικής ιστορίας. Από το 1985 ως το 1989, ως συνεργάτης του παρόντος περιοδικού, δημοσιεύει με το Γιάννη Μαυρή εννέα μελέτες που αφορούν στην περιγραφή των κοινωνικών και πολιτικών προϋποθέσεων της Μεταπολίτευσης – μεταπολεμική περίοδος – και στην ανάδειξη κάποιων τάσεων σχετικά με την έκβαση της δημοκρατικής μετάβασης και τα χαρακτηριστικά του νέου κομματικού συστήματος. Θεωρητικό ενδιαφέρον έχει η προσπάθεια των δύο συγγραφέων να αναπτύξουν μία μαρξιστική προσέγγιση στην πολιτική επιστήμη, αντλώντας έμπνευση από τις επεξεργασίες του δομικού μαρξισμού και ιδίως του Νίκου Πουλαντζά. Η «έννοια της σχέσης εκπροσώπησης» (Βερναρδάκης & Μαυρής 1986), όπως και η προσπάθεια να δειχθεί η συνάφεια ανάμεσα στην πολιτική του κράτους και τη διαμόρφωση του κομματικού ανταγωνισμού, είναι κάποια από τα αποτελέσματα αυτής της προσπάθειας. Οι παραπάνω αναλύσεις αποτελούν την πρώτη ύλη για το βιβλίο «Κόμματα και Κοινωνικές Συμμαχίες στην προδικτατορική Ελλάδα – Οι προϋποθέσεις της μεταπολίτευσης» (Βερναρδάκης & Μαυρής 1991), στο οποίο διατυπώνεται μία συνεκτική θεώρηση του τρόπου με τον οποίο διαμορφώθηκε ο πολιτικός ανταγωνισμός στη μετεμφυλιακή περίοδο. Οι εμφάσεις των δύο συγγραφέων εντοπίζονται: (α) στον εντοπισμό των κρίσιμων διαιρετικών τόμων που ορίζουν την κοινωνική σύγκρουση στη μελετώμενη περίοδο· (β) στη σύνδεση των «πολιτικών εκπροσωπήσεων» της περιόδου με συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις· (γ) στην ένταση των κοινωνικών αγώνων και την επίδραση τους στη δομή της πολιτικής αντιπροσώπευσης· (δ) στην «υλικότητα» του κοινωνικού ανταγωνισμού οι οποίο διαμορφώνει αντίστοιχες τάσεις και στα πολιτικά κόμματα και στο ίδιο το κράτος. Στο τέλος του βιβλίου αναγνωρίζονται οι τομές και συνέχεις ανάμεσα στις δύο περιόδους – μετεμφυλιακή και μεταπολιτευτική – και το βάθος της κοινωνικής σύγκρουσης που νομιμοποίησε τη μετάβαση και προσδιόρισε την τελική εξέλιξή της με την «Αλλαγή» του 1981.

Ο Βερναρδάκης στη διατριβή του (1995) με τίτλο «Τα Πολιτικά Κόμματα στην Ελλάδα 1974-1985. Σχέσεις εκπροσώπησης και σχέσεις νομιμοποίησης στο φως του πολιτικού και κοινωνικού ανταγωνισμού» επιχειρεί να μεταφέρει μέρος της προβληματικής του προηγούμενου βιβλίου στη μελέτη της περιόδου 1974-1985. Ο ερμηνευτικός άξονας της διατριβής ορίζεται μέσα από τη συνάρθρωση των εννοιών «σχέση εκπροσώπησης» και «σχέση νομιμοποίησης». Οι «σχέσεις εκπροσώπησης» είναι μία «…έννοια με την οποία προσδιορίζεται η σχέση κοινωνικών τάξεων-κομμάτων…» και σε κάθε περίπτωση «…μεταβάλλονται, τροποποιούνται ή ανατρέπονται μέσα στη συγκυρία των πολιτικών και κοινωνικών ανταγωνισμών…» (στο ίδιο: 12). Οι «σχέσεις νομιμοποίησης», από την άλλη πλευρά, υποδηλώνουν «…τον τρόπο, τη δυναμική και τις αντιφάσεις, στοιχεία με τα οποία κάθε κόμμα εντάσσεται στο πλαίσιο του κράτους…» (στο ίδιο: 16). Η διαλεκτική ανάμεσα στη σχέση εκπροσώπησης και νομιμοποίησης καθορίζει κάθε φορά και την τροπή που λαμβάνει ο κομματικός ανταγωνισμός. Υπ’ αυτήν την έννοια, η αναζήτηση σαφών κοινωνικών αναφορών σε ένα κόμμα δε λαμβάνει τη μορφή μόνο της εκλογικής αποτύπωσης, αλλά εξαρτάται και από τη σχέση του κόμματος με το κράτος ή, με άλλα λόγια, από το εύρος ενσωμάτωσης και προώθησης των στρατηγικών επιλογών του κράτους. Στο τελικό του συμπέρασμα αναδεικνύει την εγγενή αντίφαση των μεταπολιτευτικών πολιτικών κομμάτων ως εκφραστών κοινωνικών αιτημάτων και ταυτόχρονα ως πελατειακών μηχανισμών και θέτει τους όρους για την κατανόηση της σχέσης κόμματος και κράτους. Η συνταγματική πρόβλεψη για τα κόμματα και ο κεντρικός ρόλος που αυτά είχαν στην εδραίωση της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, οδήγησαν στην «κρατικοποίησή» τους – μία εξέλιξη που αποδυνάμωσε τους δεσμούς τους με την κοινωνία.    

Στη μετέπειτα πορεία του ο Βερναρδάκης, αξιοποιώντας την πολυετή ερευνητική ενασχόληση με την εταιρία VPRC, παρεμβαίνει στη συζήτηση για την «ύστερη μεταπολίτευση» με μία σειρά από κείμενα που σχετίζονται είτε με τις τάσεις του κομματικού ανταγωνισμού (Βερναρδάκης 1999, 2002, 2005β, 2008β, 2009), την ανάλυση των εκλογικών αποτελεσμάτων (Vernardakis 2000, Βερναρδάκης 2005α, 2008α, Βερναρδάκης & Βασιλόπυλος 2011), τις μεταμορφώσεις του ΠΑΣΟΚ (Βερναρδάκης 2004), την Αριστερά (Βερναρδάκης 2003, 2009) και τη λογική των δημοσκοπήσεων (Βερναρδάκης 2005γ, 2006). Η έμφαση στην εμπειρική έρευνα σε αυτήν την περίοδο τροφοδοτεί το συγγραφεί με το εμπειρικό υλικό που θα χρησιμοποιήσει στο βιβλίο του.

 

Το βιβλίο

 

Εν πολλοίς το υπό παρουσίαση σύγγραμμα έρχεται να ενσωματώσει όλους τους προηγούμενους προβληματισμούς του συγγραφέα και να τους επικαιροποιήσει στη συγκυρία των τελευταίων 15 χρόνων. Ο Βερναρδάκης διακρίνει τρείς περιόδους στην Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία: την «πρώιμη μεταπολίτευση» (1974-1981), την «ενδιάμεση μεταπολίτευση» (1981-1996) και την «ύστερη μεταπολίτευση» (1996-2010). Ο διακηρυκτικός του στόχος είναι να εξετάσει τις διαιρετικές τομές που καθορίζουν τον κομματικό ανταγωνισμό στην τρίτη περίοδο, τις κοινωνικοταξικές αναφορές των πολιτικών κομμάτων, τις οργανωτικές τους στρατηγικές και τέλος να εξετάσει τη σχέση τους με το κράτος αξιοποιώντας τη θεωρία του «κόμματος καρτέλ» (Katz & Mair 1995). Το βιβλίο έχει μία διττή λειτουργία. Προσφέρει έναν πλούτο εμπειρικών δεδομένων για τα ελληνικά κόμματα, αλλά ταυτόχρονα υπηρετεί και μία «αιχμηρή» ερμηνευτική γραμμή, η οποία έχει αναπόφευκτες πολιτικές απολήξεις.

 

Στο Πρώτο ΚεφάλαιοΠολιτικά κόμματα και πολιτική αντιπροσώπευση στην «ύστερη» μεταπολιτευτική περίοδο 1996-2010»), ο Βερναρδάκης εξετάζει την πολυσήμαντη και πολυεπίπεδη τομή του «εκσυγχρονισμού». Το 1996 σηματοδοτεί μία νέα συνθήκη για τον κομματικό ανταγωνισμό, όπου πλέον η βασική διαιρετική τομή πέριξ της οποίας οργανώνεται είναι αυτή του «εκσυγχρονισμού» και του «αντι-εκσυγχρονισμού». Τέσσερα είναι τα βασικά στοιχεία αυτού του ιδεολογικοπολιτικού προτάγματος, τα οποία συνιστούν και πεδίο σύγκλισης ανάμεσα στα δύο κυβερνητικά κόμματα: πρώτον η μετατόπιση του κυρίαρχου λόγου προς την ικανοποίηση των αναγκών και των προτεραιοτήτων του αγοραίου μοντέλου οικονομικής οργάνωσης· δεύτερον η ανάδειξη της ευρωπαϊκής σύγκλισης ως της βασικής αρχής που κανοναρχεί τις προωθούμενες πολιτικές των δύο κομμάτων· τρίτον η «αυταρχοποίηση» του νομικού-θεσμικού πλαισίου, για την υπηρέτηση των παραπάνω δύο απαιτήσεων οι οποίες αναπόφευκτα θα δημιουργούσαν κοινωνικές αντιδράσεις· τέταρτον «εθνικοποίηση» του προγραμματικού λόγου των δύο κομμάτων, όπου αμφότερα εμφανίζονται ως εκπρόσωποι του έθνους και ερμηνευτές των «εθνικών» συμφερόντων.

Για τον Βερναρδάκη το «εκσυγχρονιστικό» σχέδιο ήταν ατελές και μάλλον αποτυχημένο γιατί ακριβώς δεν είχε τα χαρακτηριστικά ενός συνεκτικού πολιτικού σχεδίου. Ως νομιμοποιητική του βάση αξιοποίησε τις τάσεις εξατομίκευσης της ελληνικής κοινωνίας από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και έπειτα, οι οποίες διαμόρφωσαν μία «αντιηρωική εποχή», όπου οι μεγάλες πολιτικές αφηγήσεις του παρελθόντος πέρασαν σε δεύτερη μοίρα. Ο εκσυγχρονισμός, υπ’ αυτήν την έννοια, ήλθε να καλύψει τα πολιτικά κενά των δύο προηγούμενων περιόδων της μεταπολίτευσης και να επιβάλλει τις απαραίτητες προσαρμογές για την καλύτερη ενσωμάτωση της Ελλάδας στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Φορείς αυτού του νέου πνεύματος ήταν μία σειρά από οργανικοί διανοούμενοι – πολλοί από αυτούς με παρελθόν στην ανανεωτική αριστερά – και το λεγόμενο «κόμμα του χρηματιστηρίου» το οποίο αντιστοιχούσε στα λεγόμενα «δυναμικά στρώματα» της ελληνικής κοινωνίας που αντιστοιχούσαν στην μία από τις «δύο Ελλάδες» του Κώστα Σημίτη. Η εκσυγχρονιστική προσαρμογή, συνοδεύθηκε από μία έκρηξη της διαφθοράς – στο βαθμό που παρήγαγε τυπικές και άτυπες σχέσεις ανάμεσα στο κράτος και τις μεγάλες επιχειρήσεις -, ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού τομέα – και μέσα από την αναδιανομή του Χρηματιστηρίου το 1998-2000 – και την παγίωση ανισοτήτων στο ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό.

Η συνέχεια του εκσυγχρονιστικού πλάνου επιτυγχάνεται και με τη «στρατηγική των μεταρρυθμίσεων» της Νέας Δημοκρατίας, η οποία βασίστηκε σε μία μοραλιστική άρνηση των πρακτικών των κυβερνήσεων Σημίτη. Ο λόγος περί «νταβατζήδων» ανέδειξε ως κεντρικό πρόβλημα της «διακυβέρνησης» το ζήτημα της «χρηστής» διαχείρισης και της απεμπλοκής από τα διαφορετικά «συμφέροντα». Στην πραγματικότητα η πενταετία 2004-2009 αναπαρήγαγε πρακτικές της σημιτικής περιόδου, ο Καραμανλής απώλεσε το στοίχημα του «βασικού μετόχου» και, στο τέλος, η άρση του «ηθικού προβαδίσματος» ανέδειξε την έλλειψη ουσιαστικού πολιτικού σχεδίου από τη Νέα Δημοκρατία. Υπ’ αυτήν την έννοια, η περίοδος 1996-2009 χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη ενός «συγκλίνοντος δικομματισμού» με εκσυγχρονιστικό φορτίο, ο οποίος συνοδεύεται από μία σταδιακή «αποπολιτικοποίηση» της πολιτικής: μείωση της συμμετοχής στις εκλογές – ιδίως μετά το 2007· ενίσχυση της κοινωνικής δυσπιστίας απέναντι στα πολιτικά κόμματα· χαλάρωση των κομματικών ταυτίσεων· και μείωση του αριθμού των κομματικών μελών. Οι εν λόγω εξελίξεις, ωστόσο, πρέπει να ιδωθούν στο πλαίσιο της ελληνικής περίπτωσης. Πρόκειται για διαδικασίες που στη δυτική Ευρώπη έχουν εκκινήσει από τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Σε γενικές γραμμές η κομματική πολιτική στην Ελλάδα δείχνει μία αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα και η μεγάλη κρίση νομιμοποίησης είναι αποτέλεσμα της τελευταίας τετραετίας. Αυτό που επισημαίνει ο Βερναρδάκης είναι ότι ο Έλληνας ψηφοφόρος παρουσιάζει ένα υψηλό βαθμό «πολιτικής δαημοσύνης», ο οποίος σε συνδυασμό με την αύξουσα δυσπιστία ενισχύει τάσεις «πολιτικού κυνισμού». Δηλαδή, δεν επιλέγει το κόμμα της αρεσκείας του ιδεολογικά, αλλά με βάση εργαλειακούς υπολογισμούς.

 

Στο Δεύτερο ΚεφάλαιοΕκλογές και εκλογική συμπεριφορά 1996-2009. Από τις ‘κοινωνικές συμμαχίες’ στους ‘εκλογικούς συνασπισμούς’») αναπτύσσεται το σύνθετο ζήτημα της κοινωνικής εκπροσώπησης με τις βασικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις της εκλογικής κοινωνιολογίας (αστικότητα της ψήφου, κοινωνικοεπαγγελματικά και κοινωνικοοικονομικά κριτήρια ψήφου, ταξικότητα της ψήφου, οικονομική ψήφος). Ο Βερναρδάκης παρατηρεί μία μεγάλη μετατόπιση στην κοινωνική βάση των κομμάτων από έναν ιδιόμορφο ταξικό διπολισμό την περίοδο ως το 1993, σε μία πολυσυλλεκτική στρατηγική του κέντρου, ειδικά μετά το 2000. Συγκεκριμένα διαπιστώνει ότι αρχικά ανάμεσα στις εκλογικές βάσεις του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας υπήρχε μία σαφής κοινωνική διαφοροποίηση, αφού το πρώτο εξέφραζε αθροιστικά τα «μη προνομιούχα» στρώματα και η δεύτερη τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα – η κοινωνική βάση του ΚΚΕ συνιστούσε σχεδόν μικρογραφία της βάσης του ΠΑΣΟΚ. Υπ’ αυτήν την έννοια, και αυτό, ίσως, ερμηνεύει την ένταση της πολιτικής πόλωσης από το 1981 και έπειτα και με ταξικά κριτήρια, αλλά και την αδυναμία της κομμουνιστογενούς αριστεράς να διεκδικήσει μία διεύρυνση της βάσης της, πέραν της διείσδυσης στη βάση του ΠΑΣΟΚ.

Η περίοδος της «ύστερης μεταπολίτευσης» σηματοδοτεί τη μετάβαση από την εποχή των «κοινωνικών μπλοκ» - συμμαχιών δηλαδή ανάμεσα σε όμορα κοινωνικά στρώματα – στην εποχή των «εκλογικών συνασπισμών» - όπου τα κοινωνικά υποκείμενα συνασπίζονται προς την υποστήριξη του εκάστοτε καλύτερου διαχειριστή του κράτους. Η κοινωνική εικόνα των «κομμάτων εξουσίας» συντίθεται από μία σταθερή, περιορισμένη και ομοιογενή βάση, η οποία επεκτείνεται εκλογικά όχι με τη λογική των κοινωνικών συμμαχιών, αλλά με αυτή της διαμόρφωσης εκλογικών πλειοψηφιών – με ανομοιογενή χαρακτηριστικά. Το κόμμα το οποίο φαίνεται να άσκησε αυτή την τακτική εκλογικής επέκτασης είναι το ΠΑΣΟΚ, αφού το πρόγραμμα του εκσυγχρονισμού εξέτρεψε τη φορά των κοινωνικών εγκλήσεων του κόμματος προς τα πιο «δυναμικά» κοινωνικά στρώματα. Στις κρίσιμες εκλογές του 2000, η επιτυχία του ΠΑΣΟΚ βασίστηκε στη μεγάλη διείσδυση του κόμματος σε μεσαίες και μεσαίες-υψηλές κοινωνικοεπαγγελματικές περιοχές, παρά στις μισθωτές-εργατικές που άλλωστε ήταν και η βασική πηγή της εκλογικής του ισχύος. Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι παρά την σταδιακή «αστικοποίηση» της εκλογικής βάσης του Κινήματος, εξακολουθεί να διαθέτει κρίσιμα ερείσματα στα λαϊκά-μισθωτά στρώματα, που αποτελούν και το «σκληρό πυρήνα» της εκλογικής του επιρροής. Πολύ χαρακτηριστικό είναι και το μεσοστρωματικό εφαλτήριο των κομμάτων της αριστεράς. Και το ΚΚΕ και ο Συνασπισμός έχουμε μία ισχυρή αναφορά στις μεσαίες κ/ε περιοχές, παρόλο που το ΚΚΕ κατορθώνει να χτίζει μία μικρή ενίσχυση της επιρροής και σε μισθωτές-εργατικές περιοχές.   

Από την εκλογική κοινωνιολογία της «ύστερης μεταπολίτευσης» προκύπτουν δύο  βασικά συμπεράσματα: πρώτον, παρατηρείται μία αξιοσημείωτη, ως και το 2009 σταθερότητα της κοινωνικής βάσης των δύο κυβερνητικών κομμάτων. Παρά τις οποίες μεταβολές στη σχέση του εκάστου κόμματος με τα κοινωνικά υποκείμενα που εκπροσωπεί, είναι σαφές ότι και τα δύο κόμματα εξακολουθούν να διαθέτουν έναν σκληρό πυρήνα υποστηρικτών, γεγονός που εξηγεί, άλλωστε και τη μεγάλη τους ανθεκτικότητα μέσα στο χρόνο. Πέραν του σκληρού πυρήνα υπάρχει και μία υψηλή κινητικότητα ψηφοφόρων ανάμεσα στα δύο κόμματα – ο λεγόμενος «μεσαίος χώρος» - τα οποία θέτουν ως πολιτικό πρόταγμα το ζήτημα της «διακυβέρνησης», της επαρκούς διαχείρισης και της σταθερότητας. Κάπως έτσι εξηγείται και η δημοσκοπική κατάρρευση της «μνημονιακής περιόδου», αφού διαμορφώνονται μία σειρά από όροι για τη «διάλυση» του «μεσαίου χώρου». Δεύτερον, και τα δύο κόμματα της ριζοσπαστικής αριστεράς προσπαθούν να απαλλαγούν από τους διάφορους δομικούς περιορισμούς που δημιουργεί η βάση τους. Το ΚΚΕ, όντας ένα κόμμα διαμοιρασμένο ανάμεσα σε μεσαία και εργατικά στρώματα, προσπαθεί – με τη στρατηγική του ΠΑΜΕ – να «εργατικοποιήσει» τη βάση του, ενώ ο Συνασπισμός, ο οποίος έδινε έμφαση στην ανάδειξη μίας «πολιτισμικής» αριστερής ταυτότητας, επιχειρεί να αναζητήσει ερείσματα σε λιγότερο «προνομιούχα» ακροατήρια.

 

Στο Τρίτο Κεφάλαιο («Από την πολιτική αντιπροσώπευση στο ‘κόμμα του κράτους’. Τα κόμματα ως οργανωτικές και πολιτικές μορφές») η προσοχή του συγγραφέα στρέφεται στο «μαύρο κουτί» της κομματικής οργάνωσης. Η κομματική οργάνωση, εάν κάποιος ξεφύγει από μία προσέγγισή της ως οργανογράμματος του κόμματος, συμπυκνώνει κομματικές στρατηγικές, ιδεολογικές αναζητήσεις και ενίοτε κοινωνικές συγκρούσεις (Σπουρδαλάκης 1988: 348). Υπ’ αυτήν την έννοια, μέσα από τις εξελίξεις στην οργανωτική στρατηγική ενός κόμματος αντιλαμβανόμαστε, τις στοχοθετήσεις της πολιτικής του απεύθυνσης και τις κοινωνικές του ορίζουσες. Ο Βερναρδάκης αξιοποιώντας τις προηγούμενες επεξεργασίες για τις σχέσεις εκπροσώπησης και νομιμοποίησης, διακρίνει τρείς φάσεις στην οργανωτική ανάπτυξη των κομμάτων στη μεταπολίτευση. Η πρώτη φάση – που αντιστοιχεί στην «πρώιμη» μεταπολίτευση – σχετίζεται με τη διαδικασία «μαζικοποίησης» των πολιτικών κομμάτων, όποτε και τα τελευταία οργανώνονται επί τη βάσει της εκπροσώπησης κοινωνικών συμφερόντων στο πολιτικό πεδίο. Η δεύτερη φάση – «ενδιάμεση» μεταπολίτευση – σχετίζεται με τη διαδικασία «γραφειοκρατικοποίησης» των κομμάτων, όπου πλέον παράγονται όλες οι εσωτερικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στην κομματική ελίτ και τη βάση και κυρίως τα κόμματα τείνουν προς τη διασφάλισης της αναπαραγωγής του πολιτικού συστήματος. Η τρίτη φάση – «ύστερη» μεταπολίτευση – περιλαμβάνει την πλήρη απορρόφηση του αντιπροσωπευτικού στοιχείου από το νομιμοποιητικό και τη μετατροπή των κομμάτων σε «κόμματα του κράτους». Οι δύο βασικές διαδικασίες για αυτήν τη μετατροπή είναι η θεσμοθέτηση της «ανοικτής εκλογής Προέδρου» στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ και η αποδέσμευση των κρατικών πολιτικών από κομματικές/κοινωνικές δεσμεύσεις. Με αυτόν τον τρόπο εξαερώνονται και τα τελευταία στοιχεία της σύνδεσης του κόμματος με την κοινωνία.

Εν συνεχεία ο Βερναρδάκης ασχολείται με κάθε κόμμα ξεχωριστά εξετάζοντας την οργανωτική ιστορία, την κομματική ταύτιση, τη σύνθεση της κομματικής ελίτ και τα αριθμητικά δεδομένα για τα κομματικά μέλη. Η Νέα Δημοκρατία συγκροτείται εξαρχής ως «κόμμα του κράτους» το οποίο καλείται να διασφαλίσει τη νομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος. Ωστόσο, η εκλογική επιτυχία του ΠΑΣΟΚ – αποτέλεσμα ως ένα βαθμό και της οργανωτικής του συγκρότησης – την υποχρεώνει να αναπτύξει δομές κόμματος μαζών, σε βαθμό που να ξεπερνά σε μαζικότητα τα υπόλοιπα κόμματα του ελληνικού κομματικού συστήματος και τα αντίστοιχα δεξιά κόμματα στη δυτική Ευρώπη. Η εξέλιξη της οργάνωσης, παραταύτα, δεν οδηγεί και σε εκδημοκρατισμό του κόμματος, στο βαθμό που η μαζικοποίηση δε συνοδεύεται και από την ουσιαστική παρέμβαση των μελών στην εσωκομματική ζωή. Επιπλέον η διαμορφούμενη κομματική γραφειοκρατία παράγει επιπλέον φραγμούς στη σύνδεση κομματικής ελίτ και κοινωνίας. Το ΠΑΣΟΚ της πρώτης περιόδου είναι ένα «κόμμα της Αριστεράς» - με την έννοια ότι ο οργανωτικός του τύπος αλληλεπιδρά με τις κινήσεις στην κοινωνία – ενώ της δεύτερης περιόδου είναι ένα «κόμμα του κράτους», ένα κόμμα δηλαδή που «εξαντλεί το ενδιαφέρον του στη διαχείριση του κράτους». Υπ’ αυτήν την έννοια, το ΠΑΣΟΚ, ως παραδειγματικό κόμμα του ελληνικού κομματικού συστήματος, καθορίζει, ως ένα βαθμό, και τις εξελίξεις στα υπόλοιπα κόμματα και κυρίως νομιμοποιεί ένα πρότυπο διακυβέρνησης που καθιστά το θεσμό κόμμα μηχανισμό του κράτους και δίαυλο νομιμοποίησης των κρατικών αναγκαιοτήτων. Στο Συνασπισμό, επικρατεί μία ιδιότυπη εσωτερική «καρτελοποίηση» με εσωκομματικές «τάσεις» που διαγκωνίζονται για τη σταθεροποίησή τους στον ηγετικό πυρήνα του κόμματος. Σε αυτό το πλαίσιο, οι υπαρκτές δημοκρατικές καταστατικές προβλέψεις παραμένουν ένα «κενό γράμμα», στο βαθμό που δεν αξιοποιούνται με ουσιαστικό τρόπο. Από την άλλη πλευρά, ακριβώς γιατί σε συγκεκριμένες στιγμές ο οργανωτικός τύπος του Συνασπισμού λειτουργεί ανασταλτικά για την πολιτικοεκλογική παρέμβαση του κόμματος, ακολουθούνται οργανωτικές καινοτομίες «αστικών» κομμάτων, οι οποίες εντείνουν τις τάσεις «ρευστοποίησης» της κομματικής οργάνωσης. Το ΚΚΕ, εξακολουθεί να βασίζεται στο «δημοκρατικό συγκεντρωτισμό», παρουσιάζοντας χαρακτηριστικά ενός «κλειστού» και «γραφειοκρατικού» κόμματος το οποίο διατυπώνει αντισυστημικά αιτήματα για να διασφαλίσει την πολιτική του επιβίωση. Ο Βερναρδάκης χρησιμοποιεί τον όρο «κόμμα-προτεραιότητα» για να καταδείξει τη μονόδρομη αντίληψη του ΚΚΕ για τη συγκρότηση κοινωνικών μετώπων, όπου ως προτεραιότητα τίθεται η αναπαραγωγή του κόμματος. Τέλος, ο ΛΑΟΣ εμφανίζει στοιχεία αρχηγοκεντρικού κόμματος, με μία ενισχυμένη θεσμική θέση του Προέδρου στην εσωκομματική πολιτική του κόμματος. Σε αυτό το πλαίσιο διακρίνονται δύο τύποι κομμάτων σύμφωνα με τις παραπάνω οργανωτικές στρατηγικές, τα «κόμματα της εξουσίας» και τα «κόμματα της αριστεράς»       

Στο τελευταία μέρος του κεφαλαίου ο συγγραφέας θίγει ένα εξαιρετικά «σκοτεινό» σημείο στη μελέτη της κομματικής πολιτικής, το οποίο, όμως, συνιστά και το βασικό εμπειρικό δείκτη για την επαλήθευση της υπόθεσης περί «καρτελοποίησης» του κομματικού συστήματος: την κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων στην μεταπολίτευση. Όπως ορθώς επισημαίνει, «…η κρατική χρηματοδότηση αποτελεί έναν ισχυρό δείκτη αποτύπωσης της εξάρτησης ή μη του κόμματος από το κράτος…». Ακόμη περισσότερο η συρρίκνωση των κομματικών εσόδων από τον κοινωνικό περίγυρο του κόμματος είναι δείκτης «της κοινωνικής αυτονομίας του κόμματος». Οι αριθμοί είναι παραπάνω από εύγλωττοι: την περίοδο 1997-2007 το μέσο ποσοστό συμμετοχής της κρατικής χρηματοδότησης στα έσοδα των κομμάτων ήταν για το ΠΑΣΟΚ 81,6%, για τη ΝΔ 74,7%μ για το ΚΚΕ 55% και για το Συνασπισμό 81,3%. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τη συμμετοχή των εισφορών των κομματικών βάσεων είναι 5,4%, 0%, 4,1% και 0%. Επιπλέον, η εξάρτηση των κομμάτων από τον τραπεζικό δανεισμό είναι υψηλή και ενδεχομένως θα μπορούσε ο τελευταίος να οριστεί και ως ένας ιδιότυπος κρατικός πόρος, στο βαθμό που τα τραπεζικά δάνεια λαμβάνονται με την εγγύηση της κρατικής χρηματοδότησης. Υπό μία έννοια, το ζήτημα της χρηματοδότησης διαμορφώνει περαιτέρω συγκλίσεις ανάμεσα στα «κόμματα της εξουσίας» και τα «κόμματα της αριστεράς».  

 

Στο Τέταρτο και τελευταίο Κεφάλαιο («Κομματικό σύστημα, κράτος και πολιτικά κόμματα στη μεταπολίτευση») εξετάζεται η βασική υπόθεση του βιβλίου που αφορά στη σχέση των πολιτικών κομμάτων με το κράτος. Ο Βερναρδάκης διαπιστώνει ένα πραγματικό έλλειμμα στην πολιτική ανάλυση και στην προσέγγιση του φαινομένου της πολιτικής διαφθοράς: πουθενά δε διατυπώνεται μία συνεκτική θεωρία για το κράτος. Και ακόμα περισσότερο τα κόμματα λογίζονται ως πανίσχυροι μηχανισμοί που καταλαμβάνουν και λεηλατούν το κράτος. Είναι η υπόθεση της κομματοκρατίας έγκυρη για την ελληνική περίπτωση; Ο συγγραφέας απαντά όχι. Και αυτό γιατί όσοι αναφέρονται σε ένα τέτοιο φαινόμενο ξεχνούν καταρχάς ότι το κράτος είναι αυτό που παραχώρησε στα κόμματα τα «προνόμια» που διαθέτουν και δεύτερον οι διάφοροι μετασχηματισμοί στη λειτουργία των κομμάτων πιο πολύ σκοπούν στην προσαρμογή τους στα νέα πρότυπα διακυβέρνησης. Η απονέκρωση του κράτους από σημαντικές δημόσιες λειτουργίες δημιούργησε και κόμματα-διαχειριστείς, χωρίς σαφείς κοινωνικές αναφορές. Η κρατικοποίηση των κομμάτων είχε κυρίως σκοπό να διαμορφωθούν δομές οι οποίες, από τη μία πλευρά θα «φιλτράρουν» τα κοινωνικά αιτήματα σε μη απειλητικές απαιτήσεις προς το κράτος και αφετέρου θα διασφαλίζουν τη νομιμοποίησης της κρατικής εξουσίας, αφού θα φέρουν τα ίδια την εκλογική νομιμοποίηση. Ο ρόλος των κομμάτων δεν έχει μειωθεί – και αυτό δε σχετίζεται τόσο με την αύξουσα κοινωνική δυσπιστία προς αυτά – αλλά αντίθετα εξακολουθεί να είναι σημαντικός για την υλοποίηση της στρατηγικής της διακυβέρνησης.

Τι συμβαίνει, όμως, στην Ελλάδα; Ο Βερναρδάκης προσδιορίζει μία κρίσιμη μετατόπιση στη φύση του κομματικού συστήματος, η οποία εν πολλοίς εξηγεί και την υπόθεση της «κρατικοποίησης». Από τον «πολωμένο δικομματισμό» της περιόδου 1974-1996, οδηγηθήκαμε στο «συγκλίνοντα δικομματισμό» της περιόδου 1996-2010. Η πόλωση της δεκαετίας του ’80 πέρα από τις διάφορες στρεβλώσεις και υπερβολές της, βασιζόταν στην ύπαρξη δύο ανταγωνιστικών κοινωνικών μπλοκ με διακριτά χαρακτηριστικά και η πολιτική σύγκρουση γειωνόταν στην κοινωνία. Μετά το 1996, οι πολιτικές συγκλίσεις ανάμεσα στα δύο κόμματα εξουσίας, η ρευστότητα των εκλογικών τους βάσεων και η λειτουργική τους απορρόφηση από το κράτος, απέκοψαν τους πολιτικούς ανταγωνισμούς από τις κοινωνικές διαμάχες και το κυριότερο έθεσαν το ζήτημα της εκλογικής αναπαραγωγής, με τη βοήθεια των ΜΜΕ, ως βασική στρατηγική. Επιπλέον, το ζήτημα της πολιτικής διαφθοράς πέρα από τις αυτονόητες συνδηλώσεις με το πελατειακό σύστημα κ.ο.κ., περιλαμβάνει μία κρίσιμη παράμετρο που η σύγχρονη πολιτική ανάλυση τείνει να υποτιμά. Αυτή είναι η συμβιωτική σχέση του μεγάλου κεφαλαίου με το κράτος. Είναι ακριβώς αυτή η αλληλεπίδραση που παράγει στις περισσότερες των περιπτώσεων φαινόμενα πολιτικής διαφθοράς και το γεγονός ότι η λογική της αγοράς εισέρχεται στο κράτος και «νοθεύει» τις λειτουργίες του.

Που τοποθετείται η αριστερά σε όλα αυτά; Για το Βερναρδάκη αυτός είναι ο κρίσιμος παράγοντας για την κατανόηση των εξελίξεων στο ελληνικό κομματικό σύστημα. Εάν ο δικομματισμός κατανοηθεί μόνο ως άθροισμα της δύναμης δύο μεγάλων κομμάτων, τότε δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθούν και οι στρατηγικές των κομμάτων της αριστεράς στη μεταπολίτευση. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι ο συναινετικός χαρακτήρας της μετάβασης του 1974 προσδιόρισε και την έκβαση της αριστερής πολιτικής στη χώρα – θεσμική και μεταρρυθμιστική. Υπ’ αυτήν την έννοια η αριστερά ήταν και είναι δομικό στοιχείο του δικομματικού συστήματος. Οι τάσεις κρατικοποίησης παγιώθηκαν ακριβώς γιατί δεν υπήρχαν αριστερές αντιστάσεις και εναλλακτικές στρατηγικές. Επομένως, η «επανανακάλυψη της αριστεράς» την τελευταία τετραετία δημιουργεί προϋποθέσεις άρθρωσης μίας διαφορετικής πρότασης για το κομματικό σύστημα. Ωστόσο, είναι τέτοια τα ελλείμματα αντιπροσώπευσης στο σύγχρονο ελληνικό κομματικό σύστημα, που η εκ νέου εκπροσώπηση της κοινωνίας θα απαιτήσει υπερβάσεις και ρήξεις, οι οποίες ενδεχομένως να απαιτούν και άλλου τύπου πολιτικές διευθετήσεις. 

 
   

Η σημασία της μελέτης της ελληνικής κομματικής πολιτικής

 

Ποια είναι η αξία ενός βιβλίου για την ελληνική κομματική πολιτική στη συγκυρία του Μνημονίου και της πλήρους αποδιάρθρωσης του κομματικού συστήματος; Δυστυχώς ο δημόσιος λόγος περί της – λεγόμενης – πολιτικής κρίσης τείνει να προσκολλάται σε ιδεολογήματα παρά σε επιστημονικά τεκμηριωμένες μελέτες. Τα ιδεολογικά μέτωπα που έχουν διανοιχθεί την τελευταία διετία επενδύουν σε μία ανακατασκευή της ελληνικής πολιτικής και κομματικής ιστορίας με έμφαση στο δίπολο λαϊκισμός/εκσυγχρονισμός ή στην «καταστροφική» επιρροή των κομμάτων στη λειτουργία του κράτους. Το τελευταίο γίνεται αποκλειστικά αντιληπτό ως ένα πεδίο διανομής πόρων, ένας μηχανισμός τροχοπέδη στην οικονομική ανάπτυξη, ένα βαρίδιο που διατηρεί τη χώρα σε συνθήκες Μέσης Ανατολής. Ο «ελληνικός εξαιρετισμός» περιγράφει ένα πολιτικό σύστημα και μία κοινωνία που δεν προσαρμόζονται στο δυτικοευρωπαϊκό κανόνα, επινοούν τρόπους αποφυγής της ευθύνης που έχουν απέναντι στους εαυτούς τους και τους εταίρους τους, επινοούν θεσμούς που διασφαλίζουν τη ραστώνη και τη ελάχιστη προσπάθεια. Υπ’ αυτήν την έννοια όλα τα κόμματα είναι sui generis περιπτώσεις, δε μοιάζουν με τα δυτικά αντίστοιχά τους και απαιτούν ιδιαίτερες μεθοδολογικές επινοήσεις χωρίς κάποια σημαντική θεωρητική φιλοδοξία. Το αποτέλεσμα είναι η κυριαρχία ιμπρεσιονιστικών προσεγγίσεων, οι οποίες τροφοδοτούνται περισσότερο από ιδεολογικούς προϊδεασμούς παρά από επιστημονικό κόπο.

Το βιβλίο του Βερναρδάκη είναι μία εξαίσια συμβολή στην εγχώρια βιβλιογραφία για τον πολύ απλό λόγο ότι αξιοποιεί τα εργαλεία της πολιτικής επιστήμης για να μελετήσει το κομματικό φαινόμενο – επιτυγχάνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο και τη σύνδεση με τη διεθνή συζήτηση – και ταυτόχρονα «μετατρέπει» τα συμπεράσματά του σε πολιτικές κατευθύνσεις. Ξεφεύγοντας από μία στεγνή ποσοτική καταγραφή, δίνει έμφαση στην παραγωγή (κριτικής) θεωρίας και κατορθώνει να δώσει σαφείς, πυκνές και τεκμηριωμένες απαντήσεις σε όλα τα βασικά ερωτήματα αφορούν την ελληνική κομματική πολιτική. Στο βαθμό που μία μαρξίζουσα πολιτική επιστήμη είναι ένα επιστημολογικό ζητούμενο, ο Βερναρδάκης δείχνει ότι είναι εφικτή μία ανάλυση του πολιτικού φαινομένου από μαρξικές και μαρξιστικές αφετηρίες.  

Η συγκυρία του Μνημονίου παράγει νέες προκλήσεις για τα πολιτικά κόμματα: πρώτον, διαρρηγνύει το σκληρό περίβλημα του δικομματισμού, αμφισβητώντας τον ηγεμονικό ρόλο των κομμάτων εξουσίας· δεύτερον μεταλλάσσει το περιεχόμενο της διακυβέρνησης στην κατεύθυνση της προώθησης των «μνημονιακών» πολιτικών διαμορφώνοντας νέες συγκλίσεις και ρήξεις· τρίτον θέτει νέους όρους στη διαδικασία  «κρατικοποίησης» των κομμάτων· και τέταρτον αναδεικνύει τη σημασία των μη θεσμοποιημένων μορφών άρθρωσης αιτημάτων, μία εξέλιξη που απαιτεί άλλου τύπου προσαρμογές στην οργανωτική λογική των κομμάτων, ιδίως της αριστεράς. Το βιβλίο του Βερναρδάκη προσφέρει ένα πλούσιο υλικό όσον αφορά τις χρόνιες αδράνειες του ελληνικού κομματικού συστήματος, τις ιδεολογικές και οργανωτικές έξεις των κομμάτων και τις δομικές οριοθετήσεις των κομματικών στρατηγικών. Σε αυτό το πλαίσιο, μπορούν να κατανοηθούν οι τυχόν αντιστάσεις που μπορεί να προβάλλει το κομματικό σύστημα, αλλά και εκείνα τα στοιχεία που οργανώνουν την εδραίωση της νέας κατάστασης. Η συγκρότηση μίας ριζοσπαστικής πολιτικής ενδιαθέτει τον κριτικό αναστοχασμό και την αναγνώριση της ανάγκης υπέρβασης των πρότερων δυσλειτουργιών. Η σκόπευση, επομένως, μίας κριτικής πολιτικής επιστήμης σχετίζεται με την αποκάλυψη των λανθανουσών διαδικασιών του πολιτικού φαινόμενου και την ανάδειξη των κρίσιμων διακυβευμάτων που ποδηγετούν τη πολιτική ζωή. Το παρόν βιβλίο είναι μία πολύτιμη συμβολή στην κατανόηση των βασικών εκφράσεων του κομματικού ανταγωνισμού και μία εξαιρετική προσπάθεια «γείωσης» των κομματικών αντιπαραθέσεων στις κοινωνικές συγκρούσεις. Κυρίως, όμως, επιχειρεί να αξιοποιήσει τις θεωρητικές επεξεργασίες της πολιτικής ανάλυσης για να προσφέρει εκδοχές πολιτικής διαχείρισης του εξαιρετικά σύνθετου παρόντος. Είναι ένα δείγμα συνεπούς, πειθαρχημένης και γόνιμης πολιτικής επιστήμης, κάτι που, κατά την ταπεινή άποψη του γράφοντος, συνιστά μεγάλη συνεισφορά στην περαιτέρω ανάπτυξη του αντικειμένου στη χώρα μας.   

 
 
 
Βιβλιογραφία
 
Βερναρδάκης, Χρ. (1995), Τα Πολιτικά Κόμματα στην Ελλάδα 1974-1985. Σχέσεις εκπροσώπησης και σχέσεις νομιμοποίησης στο φως του πολιτικού και κοινωνικού ανταγωνισμού, διδακτορική διατριβή, Αθήνα: ΕΚΠΑ/ΠΕΔΔ
 
Βερναρδάκης, Χρ. (1999), «Το κομματικό σύστημα 1995-1998. Ιδεολογικές Μετακινήσεις, Πολιτικές Συγγένειες και Χώροι Κομματικού Ανταγωνισμού» στο
 Συλλογικό, Η Κοινή  Γνώμη στην Ελλάδα 1999-2000. Έρευνες, Δημοσκοπήσεις, Αθήνα: Λιβάνης
 

Βερναρδάκης, Χρ. (2002), «Πολιτικές ανακατατάξεις και κοινωνικές μετατοπίσεις. Περιοδολόγηση της πολιτικής σκηνής μετά τις εκλογές του Απριλίου 2000» στο του ιδίου (επιμ), Η Κοινή Γνώμη στην Ελλάδα 2002. Έρευνες, Δημοσκοπήσεις, Αθήνα: Λιβάνης

Βερναρδάκης, Χρ. (2003) «Στην αναζήτηση της Αριστεράς. Οι αμφιλεγόμενες ταυτότητες της παραδοσιακής ελληνικής αριστεράς» στο του ιδίου (επιμ.), Η κοινή γνώμη στην Ελλάδα. Έρευνες δημοσκοπήσεις 2003, Αθήνα: VPRC

Βερναρδάκης, Χ. (2004). ‘Η ίδρυση, η εξέλιξη και η μετεξέλιξη του ΠΑΣΟΚ: Από το “κόμμα μαζών” στο “κόμμα του κράτους”’, στο Βερναρδάκης, Χ., Η. Γεωργαντάς, Δ. Γράβαρης & Δ. Κοτρόγιαννος (επιμ.). Τριάντα χρόνια δημοκρατία: το πολιτικό σύστημα της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, Αθήνα, Ρέθυμνο: Κριτική/Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης Πανεπιστημίου Κρήτης.

Βερναρδάκης, Χρ. (2005α), «Βουλευτικές Εκλογές 2004. Οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις στην εκλογική βάση των κομμάτων και η τοπογραφία του κομματικού συστήματος» Πολιτική Επιστήμη, τχ. 1,

Βερναρδάκης, Χρ. (2005β), «Πολιτικά Κόμματα και «Μεσαίος Χώρος». Οι ιδεολογικές, πολιτικές και πολιτισμικές συντεταγμένες των σημερινών πολιτικών δυνάμεων» στο του ιδίου (επιμ),  Η Κοινή Γνώμη στην Ελλάδα 2004. Εκλογές, Κόμματα, Ομάδες Συμφερόντων, Χώρος Και Κοινωνία, Αθήνα: Σαββάλας

Βερναρδάκης, Χρ. (2005γ), «Η αυτορρύθμιση στις εφαρμοσμένες κοινωνικές επιστήμες. Το παράδειγμα των πολιτικών δημοσκοπήσεων» στο Παπαδημητρίου, Γ. (επιμ), Αυτορρύθμιση, Αθήνα: Σάκκουλας

Βερναρδάκης, Χρ. (2006), «Κοινή Γνώμη, Δημοσκοπήσεις και Κοινωνική έρευνα: επιστημολογικές αντιθέσεις και «πολιτικά παιχνίδια»» στο Αφουξενίδης, Α. & Μ. Αλεξάκης, (επιμ), Πολιτική Κοινωνιολογία: Έξι Κείμενα αφιερωμένα στην Ιωάννα Λαμπίρη-Δημάκη, Αθήνα: Εξάντας

Βερναρδάκης, Χρ. (2008α), «Κοινωνικές συμμαχίες και εκλογικοί συσχετισμοί. Το αποτέλεσμα των εκλογών 2007 και οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του στο κομματικό σύστημα» στο του ιδίου (επιμ), Η Κοινή Γνώμη στην Ελλάδα 2007. Βουλευτικές Εκλογές, Κομματικό Σύστημα, Πολιτική Κουλτούρα, Αριστερά/Δεξιά σήμερα, Αθήνα: Σαββάλας

Βερναρδάκης, Χρ. (2008β), «Ιδεολογικές Αξίες, Πολιτικές Στάσεις και Ηγεμονία: οι ‘ισχυρές μεταβλητές’ της πολιτικής και εκλογικής συμπεριφοράς στη συγκυρία των βουλευτικών εκλογών του 2007», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τχ. 31

Βερναρδάκης, Χρ. (2009α), «ΕΔΑ και ΚΚΕ στη δεκαετία του '60. Ο ιδεολογικός, πολιτικός και οργανωτικός δυϊσμός της παραδοσιακής Αριστεράς» στο συλλογικό, Από τον Ανένδοτο στη Δικτατορία, Αθήνα: Παπαζήσης/Ίδρυμα Κ. Μητσοτάκη

Βερναρδάκης, Χρ. (2009β), «Από το δικομματισμό στον πολυκομματισμό (;). Η πολιτική και ιδεολογική γεωγραφία του νέου κομματικού συστήματος» στο Κωνσταντινίδης, Γ., Ν. Μαραντζίδης, & Τ.Σ. Παππάς (επιμ), Κόμματα και Πολιτική στην Ελλάδα: οι σύγχρονες εξελίξεις, Αθήνα: Κριτική

Βερναρδάκης, Χρ. & Π. Βασιλόπουλος (2011), «Η εκλογική αποχή στην Ελλάδα 2000-2009», Επιστήμη και Κοινωνία, τχ. 27

Βερναρδάκης Χρ. & Γ. Μαυρής (1986), «Η έννοια της σχέσης εκπροσώπησης», Θέσεις, τχ. 18

Βερναρδάκης, Χρ. & Γ. Μαυρής (1991), Κόμματα και Κοινωνικές Συμμαχίες στην προδικτατορική Ελλάδα. Οι προϋποθέσεις της μεταπολίτευσης, Αθήνα: Εξάντας

Σπουρδαλάκης, Μ. (1988). ΠΑΣΟΚ. Δομή, εσωκομματικές κρίσεις και συγκέντρωση εξουσίας, Αθήνα: Εξάντας.

Katz, R.S. and P. Mair (1995). ‘Changing Models of Party Organization and Party Democracy: The Emergence of the Cartel party’, Party Politics, Vol. 1, No. 1

Meynaud, J., Π. Μερλόπουλος & Γ. Νοταράς (2002[1966]), Οι Πολιτικές Δυνάμεις στην Ελλάδα 1946-1965, Αθήνα: Σαββάλας

Vernardakis, C. (2000), “Les elections grecques d’avril 2000. Le cas d’un bipartisme convergent” Pole Sud, No. 13