Χριστόφορος Βερναρδάκης TwitterFacebookYouTubeLinkedInGoogle Plus
 



Broadcast live streaming video on Ustream



Το ΠΑΣΟΚ και η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία: ομοιότητες, συγκλίσεις και διαφοροποιήσεις στην πρόσφατη ιστορική τους διαδρομή

Η συζήτηση για την «κρίση του ΠΑΣΟΚ» συνδέεται το τελευταίο διάστημα με την «κρίση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας». Είναι αλήθεια βεβαίως, ότι μπορεί να βρει κανείς πολλά κοινά χαρακτηριστικά στις κρίσεις αυτές. Είναι ωστόσο επίσης σημαντικό να επισημάνει κανείς τις ιδιαιτερότητες του ΠΑΣΟΚ στο ελληνικό κομματικό σύστημα που υπερβαίνουν αρκετά τους όρους κρίσης της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.

 
Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία

 Ας δούμε καταρχήν τα κοινά χαρακτηριστικά της κρίσης των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην Ευρώπη, όπως αποτυπώνονται σήμερα.

Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι ότι έχουν πάψει να εκπροσωπούν πολιτικά και εκλογικά μια συμπαγή κοινωνική συμμαχία των δυνάμεων της μισθωτής εργασίας. Πολύ δε περισσότερο, έχει μειωθεί αρκετά η παραδοσιακή πολιτική τους διείσδυση στον πυρήνα της εργατικής τάξης και των συνδικαλισμένων εργατών. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες με χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις τη Γαλλία και τη Γερμανία, εμφανίζεται ένας οιονεί διχασμός των εργαζομένων, μεταξύ αυτών που εργάζονται στον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα και αυτών που εργάζονται στις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Οι πρώτοι έχουν παραμείνει σχετικώς πιστοί στις πολιτικές και ιδεολογικές παραδόσεις της σοσιαλδημοκρατίας αλλά και της ευρύτερης αριστεράς, άλλωστε ο κοινωνικός τους ρόλος αλλά και το αριθμητικό τους βάρος συνδέεται σε πολύ μεγάλο βαθμό με την ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας και των ανανδιανεμητικών του πολιτικών, κυρίως στις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Οι δεύτεροι έχουν αποσυνδεθεί σε μεγάλο βαθμό από τις ιδεολογίες της συλλογικής δράσης, διατηρούν μια «δομική δυσπιστία» απέναντι στους καλύτερα αμοιβόμενους και περισσότερο εξασφαλισμένους εργαζόμενους του δημοσίου, ενώ υποστηρίζουν «περισσότερο» τα κόμματα της κεντροδεξιάς ή και της δεξιάς.

Η διάσπαση του κόσμου της εργασίας φαίνεται σε πολλές χώρες της Ευρώπης να έχει προχωρήσει σημαντικά. Στην πραγματικότητα έχει αποτελέσει μια στρατηγική ιδεολογική νίκη των δυνάμεων του νεοφιλελευθερισμού, που κατάφεραν να «στρέψουν» ως ένα βαθμό τα συμφέροντα μιας κοινωνικής ομάδας εργαζομένων απέναντι σε μια άλλη και να προλειάνουν το έδαφος μιας σειράς νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων στις εργασιακές σχέσεις και στο ασφαλιστικό.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι ότι έχουν πάψει να αποτελούν προγραμματικά μια εναλλακτική (και έστω και οριακά) μεταρρυθμιστική πρόταση διακυβέρνησης απέναντι στα κόμματα της συντηρητικής παράταξης. Η ηγεμονία του νεοφιλευθερισμού έχει προσδιορίσει τα όρια των κρατικών πολιτικών, εντός των οποίων κινούνται εδώ και αρκετά χρόνια τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και οι πολιτικές ελίτ τους. Ταυτόχρονα, η ηγεμονία αυτή αποτυπώνεται έντονα στις γενικές στρατηγικές επιλογές της Ευρωπαϊκής Ενωσης, απέναντι στις οποίες τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχουν σταθεί τα τελευταία χρόνια θετικά και σε κάθε περίπτωση μη-επικριτικά.

Το τρίτο χαρακτηριστικό, απόρροια των δύο προηγούμενων ίσως, είναι ο μετασχηματισμός των πολιτικών κομμάτων της σοσιαλδημοκρατίας σε τυπικά «κόμματα του κράτους», ή όπως αναφέρονται πολύ συχνά στη διεθνή βιβλιογραφία σε «cartel parties». Από (ρεφορμιστικά) κόμματα εργατικής φοράς, κόμματα δηλαδή που ξεκινούσαν από το αντιπροσωπευτικό στοιχείο για να το εγγράψουν στην κρατική διαχείριση, έχουν μετασχηματιστεί σε κόμματα που ξεκινούν από τα δεδομένα των κρατικών (νεοφιλελεύθερων) επιλογών και επιχειρούν τη νομιμοποίησή τους μέσα στην κοινωνία. Αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό είναι ίσως και το βασικό κριτήριο του μετασχηματισμού τους από κόμματα της «αριστεράς» σε κόμματα της «κεντροαριστεράς» ή ακόμα και της «ευρωαριστεράς». Οι πολιτικές τους διαπλοκές με το κράτος βρίσκονται στον υψηλότερο βαθμό, αφού σε αυτό – και όχι στην κοινωνία και στα κοινωνικά υποκείμενα – αναζητούν τους ιδεολογικούς, πολιτικούς και οικονομικούς τους πόρους.

 
Η κατάσταση του ΠΑΣΟΚ

 Η περίπτωση του ΠΑΣΟΚ εμφανίζει πολλά συγκλίνοντα στοιχεία με τα κόμματα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Χωρίς από την άποψη των αυστηρώς «τυπικών» ιστορικών του χαρακτηριστικών να κατατάσσεται στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, ακολούθησε ωστόσο μια πορεία «αντικειμενικής σύγκλισης» με το χώρο αυτό και, βεβαίως μετά τη δεκαετία του ’90, παρακολούθησε και τις σταδιακές μεταλλάξεις της. Το διαφορετικό στοιχείο για το ΠΑΣΟΚ είναι ότι ο «κοινωνικός χρόνος» των μεταλλαγών του υπήρξε πολύ μικρός. Από το κόμμα της ριζοσπαστικής αντιϊμπεριαλιστικής αριστεράς του ’74, εξελίχτηκε στο κόμμα της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας του ’81, μετεξελίχτηκε στο κόμμα μιας «μετριοπαθούς κεϋνσιανής διαχείρισης» στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές του ’90 και μετά το ’96 κατέληξε σε ένα τυπικό «κόμμα του κράτους», ατμομηχανή του εκσυγχρονισμού και των ιδεολογημάτων του. Αυτό που για την δυτική σοσιαλδημοκρατία αποτέλεσε αντικείμενο εξελίξεων σε βάθος πενήντα και εξήντα χρόνων, για το ΠΑΣΟΚ υπήρξε υπόθεση μιας εικοσαετίας, δηλαδή μιας και μόνον γενιάς κομματικών στελεχών. Το γεγονός αυτό παρήγαγε ένα ιδιαίτερο (μεγάλης έκτασης) φαινόμενο που ίσως να εξηγεί και τις απότομες πολιτικές του μεταμορφώσεις, χωρίς την αντίστοιχη ιδεολογική προετοιμασία του κόμματος και της κοινωνικής του βάσης (κάτι που εμφανώς είχε επιχειρηθεί στην περίπτωση του Labour Party πριν την κυριαρχία του Τόνι Μπλερ): το φαινόμενο της κομματικής διαφθοράς και της διαπλοκής της με το κράτος, κεντρικό και τοπικό. Η διαφθορά για το ΠΑΣΟΚ, κυρίως την περίοδο 2000-04, αποτέλεσε τη βάση για τη διαμόρφωση ενός «καθεστωτικού κυβερνητισμού» και μιας προσπάθειας «ιδεολογικοποίησης – εκλογίκευσης» στον πολιτικό χαρακτήρα του κόμματος.  

Η απαξίωση της κομματικής στελεχιακής πυραμίδας έχει διαμορφώσει σήμερα για το ΠΑΣΟΚ μια ιδιαίτερη κατάσταση που το διαφοροποιεί επιπλέον από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά κόμματα. Τα τελευταία βρίσκονται αντιμέτωπα με τις ιδεολογικο-πολιτικές τους μεταλλάξεις και τη αδυναμία τους να έχουν ένα διακριτό από την κεντροδεξιά προγραμματικό σχέδιο. Το ΠΑΣΟΚ επιπλέον βρίσκεται αντιμέτωπο με μια σοβαρή, δομική, αξεπέραστη ίσως, αδυναμία να διαμορφώσει προς την κοινωνία ένα διαφορετικό πολιτικό πρόσωπο. Το ΠΑΣΟΚ χρειάζεται στις σημερινές συνθήκες «να αλλάξει κομματικό λαό», «να αλλάξει κομματικό κοινωνικό πρόσωπο». Τα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα βρίσκονται θεωρητικά, όπως το γερμανικό SPD, ακόμα και στην αναζήτηση μιας χαμένης «αριστερής ταυτότητας» και στην «ανακάλυψη» του απωθημένου μαρξισμού τους. Το ΠΑΣΟΚ, ακόμα και αν ήθελε να κινηθεί σε αυτήν την λογική, έχει μια τεράστια δυσκολία να βρει τον υλικό (κομματικό) τρόπο να το πραγματοποιήσει.  

          
Το πρόβλημα της στρατηγικής των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων

Βεβαίως, ο πυρήνας της (δομικής) κρίσης της σημερινής σοσιαλδημοκρατίας βρίσκεται στην πολιτική, ιδεολογική και προγραμματική της αδυναμία να προτείνει ένα νέο είδος «κοινωνικού συμβολαίου» μεταξύ της εργασίας και του κεφαλαίου και «κοινωνικών μεταρρυθμίσεων» που θα υποστηρίξουν αυτό τον συμβιβασμό. Η επέλαση του καπιταλιστικού νεοφιλευθερισμού έχει αλλάξει σημαντικά τους συσχετισμούς δυνάμεων, ενώ τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας υποστήριξαν έντονα πολλές από τις αναθεωρήσεις του παλαιού «κοινωνικού συμβιβασμού». Στην ουσία για να μπορέσει η σοσιαλδημοκρατία να ξαναθέσει επί τάπητος ένα νέο «κοινωνικό συμβιβασμό» θα πρέπει να αλλάξουν οι σημερινοί ιδεολογικοί και πολιτικοί συσχετισμοί, και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με μια «αριστερή στροφή» προς την κοινωνία, τους κοινωνικούς αγώνες, τους νέους εκμεταλλευόμενους. Η αντίφαση μεταξύ του παραπάνω «αναγκαίου» και του «εφικτού» από πλευράς σημερινής πολιτικής μορφής των κομμάτων της σοσιαλδημοκρατίας είναι εμφανής. Επίσης, είναι προφανές ότι ακόμα κι’αν μπορούσε να υλοποιηθεί έστω και εν μέρει μια τέτοια πολιτική κατεύθυνση, το άμεσο αποτέλεσμα θα ήταν μια διάσπαση της σημερινής μορφής-κόμματος. Η πιθανότητα μιας ιδεολογικο-πολιτικής διάσπασης προσκρούει στα οργανωμένα συμφέροντα της «πολιτικής γραφειοκρατίας» των κομμάτων αυτών, που θα προτιμούσαν βεβαίως ένα «μεγάλο, πολυσυλλεκτικό, άμορφο» κόμμα διαχείρισης, παρά ένα κόμμα εκφραστή των κοινωνικών αναγκών των κατώτερων τάξεων. Η πολιτική-ιδεολογική διαπάλη στα κόμματα αυτά μεταξύ των εκφραστών του «κρατικού κόμματος» από τη μια και των εκφραστών του «κοινωνικού εκπροσώπου» από την άλλη κλίνει σαφώς υπό τις σημερινές συνθήκες υπέρ των πρώτων.    

 
Οι συσχετισμοί στην ευρύτερη Αριστερά

Απέναντι στα δεδομένα αυτά υπάρχουν βεβαίως και οι δυνάμεις της κινηματικής αριστεράς και οι ποικίλες πλέον ριζοσπαστικές ομάδες της πολιτικής αριστεράς. Ο χώρος αυτός μπορεί σε κοινωνικό επίπεδο να πάρει πρωτοβουλίες ενότητας του χώρου της εργασίας και έτσι να καλύψει το κενό που αφήνει πλέον η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία ως προς την εκπροσώπηση των πλατειών μαζών των εκμεταλλεύόμενων τάξεων και ομάδων. Στην ουσία η κινηματική αριστερά και η προγραμματική ενότητα της ριζοσπαστικής αριστεράς μπορεί να μεταθέσει το πρόβλημα από το πού θα κινηθεί η σοσιαλδημοκρατία και τα κόμματά της στο πού θα κινηθεί η ίδια η κοινωνία και οι συλλογικότητες των μαζών. Αναρωτιούνται πολλοί, π.χ., προς τα που θα κινηθεί το ΠΑΣΟΚ στο επόμενο διάστημα, προς τα «αριστερά» ή τα «δεξιά»; Το πραγματικό ερώτημα είναι όμως προς τα που θα κινηθεί η ίδια η κοινωνία. Και η κίνηση αυτή θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο οι κοινωνικοί αγώνες που έρχονται με επίκεντρο τα δικαιώματα των εργαζομένων και τον επαναπροσδιορισμό ενός «δημοσίου χώρου» ελεύθερης πρόσβασης των εργαζομένων, θα είναι ενωτικοί, νικηφόροι και πειστικοί. Αν συμβεί αυτό – κάτι πολύ πιθανόν – το κέντρο βάρους και στο επίπεδο της πολιτικής εκπροσώπησης θα έχει μετακινηθεί προς τα αριστερά και οι επιπτώσεις στα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας θα είναι πλέον ραγδαίες.