Το κράτος εξακολουθεί να αποτελεί το πιο σημαντικό «ανοικτό ζήτημα» στην πολιτική θεωρία. Σημειώνεται ωστόσο μια μεγάλη διαφοροποίηση από την προηγούμενη ιστορικά συζήτηση. Οι κυριότερες θεωρητικές προσεγγίσεις για το κράτος, από τις κλασικές θεωρίες του «κοινού αγαθού» έως τις πλέον σύγχρονες μαρξιστικές προσεγγίσεις, είχαν πάντοτε ως σημείο αναφοράς την ανάλυση του «εθνικού κράτους», της πολιτικής δηλαδή οντότητας που δρα ως εξουσία μέσα σε ένα καθορισμένο εθνικό πλαίσιο και «ό,τι κάνει», δηλαδή όποιες αποφάσεις λαμβάνει τις λαμβάνει μέσα από τους δικούς του μηχανισμούς και σε τελική ανάλυση στη βάση των «εθνικών» ταξικών συσχετισμών μεταξύ κεφαλαίου - εργασίας.
Οι δύο τελευταίες δεκαετίες έχουν αλλάξει ριζικά τους όρους αυτής της θεώρησης. Η δεκαετία του 1990 και πολύ περισσότερο η δεκαετία του 2000 είναι η εποχή της «θεσμοθέτησης» («καθεστωτοποίησης») του νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή της οργανικής του ενσωμάτωσης τόσο στο επίπεδο των υπερεθνικών πολιτικών όσο και στο επίπεδο των εθνικών πολιτικών. Η σύγχρονη «θεσμοθέτηση» του νεοφιλελευθερισμού είναι ο τρόπος, το εργαλείο, με τον οποίο οι κυρίαρχες τάξεις, απελευθερωμένες από «εθνικές δεσμεύσεις» και εθνικούς ταξικούς συσχετισμούς, επιχειρούν να δημιουργήσουν νέες συσσωρεύσεις κεφαλαίου, να ιδιοποιηθούν τεράστιες υπεραξίες και να προστατεύσουν την αναπαραγωγή του στο επίπεδο πλέον των «διεθνών αγορών». Το «εθνικό κράτος», παραμένοντας πάντα ο βασικός και κύριος εγγυητής της αναπαραγωγής του κεφαλαίου, παραχωρεί εκουσίως τμήματα της «κυριαρχίας» του, στην πραγματικότητα όμως επιχειρεί μια συστηματική «απόκρυψη» των μηχανισμών πολιτικής του από τον κοινωνικό έλεγχο και τις κυριαρχούμενες τάξεις.
Ο νεοφιλελευθερισμός εξέφρασε ιστορικά τη συγκρότηση ενός (νέου) συνασπισμού εξουσίας υπό την ηγεμονία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και μια συνολική πολιτική ανασυγκρότησης του αστικού κράτους ως εργαλείου ακύρωσης ή αμφισβήτησης ή αναοριοθέτησης λαϊκών κατακτήσεων της προηγούμενης ιστορικής περιόδου (χρησιμοποιώ όλους αυτούς τους όρους γιατί η τελική τους έκβαση εξαρτάται από την πάλη των τάξεων σε κάθε χώρα και σε κάθε «στιγμή»).
Η «θεσμοθέτηση» («καθεστωτοποίηση») του νεοφιλελευθερισμού ως χαρακτηριστικού της συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας είναι κάτι ποιοτικώς διαφορετικό από την προσπάθεια για ιδεολογική και πολιτική κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού στη δεκαετία του 1980. Η περίοδος της «θεσμοθέτησης» είναι πλέον η περίοδος των «κλειδωμένων» πολιτικών κατεδάφισης της κοινωνικής συνοχής σε όλα τα πεδία της δημόσιας πολιτικής σφαίρας και ταυτόχρονα η περίοδος της επιχείρησης επιβολής μιας «τυφλής» ταξικής κυριαρχίας, υπό την έννοια της αδιαφορίας προς κάθε έννοια δημόσιου χώρου, δημόσιου συμφέροντος ή κοινωνικής ισορροπίας. Μετά τη δεκαετία του 1990 ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι απλώς και μόνον η πολιτική εξαγγελία της Θάτσερ, του Ρήγκαν ή του Κολ. Είναι η συγκεκριμένη πολιτική μορφή που παίρνει η απόλυτη κυριαρχία του κεφαλαίου και η επικράτηση ενός ακραίου καπιταλιστικού συστήματος που υποστηρίζεται, αφενός μεν από την αλλαγή των ταξικών συσχετισμών σε βάρος της εργασίας σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο αφετέρου δε από την επιχείρηση επιστροφής σε εργασιακές κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες απόλυτης έως ακραίας εκμετάλλευσης. Είναι η εποχή της πλήρους κυριαρχίας των αγορών και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, στο πλαίσιο μιας ολοένα και διευρυνόμενης εκχώρησης των αποφάσεων οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής στο κεφάλαιο, στην αλλαγή του εύρους των ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων του (εθνικού) Κράτους και στον συνειδητό αυτοπεριορισμό του στο ρόλο διαφύλαξης και μόνον των «κεκτημένων» του κεφαλαίου και των αγορών του.
Το προηγούμενο καπιταλιστικό κράτος, αυτό που μορφοποιήθηκε ιστορικά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στη μορφή του κοινωνικού κράτους δικαίου, ήταν το κράτος που εγγυάτο τη συνολική και μακροπρόθεσμη αναπαραγωγή του κεφαλαίου πέραν του ανταγωνισμού των επιμέρους ατομικών ή μικρών κεφαλαίων: Αναπαράγοντας τα λόγια του MartinCarnoy, το μεταπολεμικό καπιταλιστικό κράτος «αναλαμβάνει τη λειτουργία της αναπαραγωγής του κεφαλαίου συνολικά, προχωρώντας σε επενδύσεις υποδομής, ρυθμίζοντας τη σύγκρουση κεφαλαίου-εργασίας, συμβάλοντας στην επέκταση του εθνικού κεφαλαίου στις διεθνείς αγορές και επιχειρώντας με μέσα δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής να ρυθμίσει μια κατακερματισμένη καπιταλιστική ανάπτυξη» (Carnoy 1984, 178). Η μορφή αυτού του Κράτους είναι στην ελληνική περίπτωση το «Κράτος της μεταπολίτευσης», και κυρίως η μορφή κράτους που εδραιώνεται μετά την πολιτική αλλαγή του 1981. Είναι η μορφή κράτους της περιόδου 1974-1990.
Το «νεότερο» καπιταλιστικό Κράτος που μορφοποιείται από τη δεκαετία του 1990 και μετά ακυρώνει σχεδόν όλες τις παραπάνω κλασικές λειτουργίες του. Ολες οι επενδύσεις υποδομής που έχει ιστορικά δημιουργήσει επιδιώκεται να περάσουν στον ιδιωτικό τομέα, ακόμα κι’αν αφορούν στη διαχείριση δημοσίων φυσικών αγαθών όπως το νερό ή το περιβάλλον. Η μακροπρόθεσμη αναπαραγωγή του κεφαλαίου υποτιμάται σταθερά, υπέρ της άμεσης και μεσοπρόθεσμης αναπαραγωγής. Επομένως, υποβιβάζεται ή επιχειρείται ακόμα και η διάλυση κάθε κρατικού κοινωνικού θεσμού που έχει δημιουργηθεί με στόχο την μακροπρόθεσμη αναπαραγωγή. Το κράτος αποσύρεται από τη ρύθμιση της σύγκρουσης κεφαλαίου –εργασίας, παρέχοντας ταυτόχρονα τις εγγυήσεις για την άρση κάθε εργασιακού και κοινωνικού δικαιώματος της δεύτερης, ακόμα και του πιο αυτονόητου.
Το (καπιταλιστικό) Κράτος μετά το 1990 είναι εγγυητής της άμεσης αναπαραγωγής της κυριαρχίας του κεφαλαίου και λιγότερο της μακροχρόνιας αναπαραγωγής του. Ετσι, αρχίζει να υποτιμά τη διασφάλιση της ιδεολογικής και πολιτικής ηγεμονίας στο εσωτερικό του εθνικού κοινωνικού σχηματισμού και να παραβλέπει τις οικονομικές και πολιτικές εγγυήσεις της κοινωνικής συνοχής. Στην ελληνική περίπτωση η μορφή αυτή του καπιταλιστικού κράτους που αρχίζει να μορφοποιείται περίπου από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και ολοκληρώνεται στις αρχές του 2000, με το σύνολο των «εκσυγχρονιστικών» πολιτικών της περιόδου.
Στη δεκαετία του 1970 ο Ν.Πουλαντζάς είχε χρησιμοποιήσει την έννοια του «αυταρχικού κρατισμού» για να περιγράψει την ιστορική φάση του Κράτους όπου τα παραδοσιακά «αντιπροσωπευτικά» (κοινοβουλευτικά) του στοιχεία υποχωρούσαν, το κέντρο βάρους των αποφάσεων μετατοπιζόταν στην εκτελεστική εξουσία και στις υψηλές κορυφές της δημόσιας διοίκησης που ήταν μη διαπερατές από οποιοδήποτε κοινωνικό, πολιτικό, ή κοινοβουλευτικό έλεγχο, η έννοια του νόμου υποχωρούσε, η «βαθιά διοίκηση» και τα επιτελεία της άρχισαν να επικυριαρχούν στην πολιτική διαδικασία. Στην ίδια κατεύθυνση, και άλλοι θεωρητικοί του κράτους (όπως ο Λουϊτζι Φεραγιόλι και ο Τόνι Νέγκρι στην Ιταλία, ο Γιοχάνες Ανιόλι στη Γερμανία) περιέγραφαν τον τρόπο με τον οποίον το «βαθύ κράτος» αυτονομείται από τον πολιτικό έλεγχο και οι αποφάσεις παρήγοντο σε «εξωθεσμικούς» χώρους μη διαπερατούς από τον πολιτικό και κοινωνικό έλεγχο, δηλαδή την αντιπροσώπευση.
Ωστόσο, η δεκαετία του 1990 θα ανοίξει το δρόμο σε μεγαλύτερους και βαθύτερους μετασχηματισμούς. Στον πυρήνα των αλλαγών αυτών βρίσκεται η πλήρης ανατροπή των σχέσεων μεταξύ πολιτικής και οικονομικής εξουσίας σε βάρος της πρώτης, αλλά και η μεταφορά της ηγεμονίας στο εσωτερικό του συγκροτήματος εξουσίας από το παραδοσιακό βιομηχανικό και εμπορικό κεφάλαιο στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και στη διευρυμένη κυριαρχία του τελευταίου πάνω σε όλες τις μερίδες του κεφαλαίου. Το κέντρο βάρους των μεγαλύτερων και πιο στρατηγικών αποφάσεων μεταφέρεται από την εκτελεστική εξουσία και τη διοίκηση στα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα κάθε χώρας και, σε υπερεθνικό επίπεδο, στα χρηματοπιστωτικά κεφαλαιουχικά κέντρα («αγορές»).
Το γεγονός αυτό επιφέρει ριζικές ανατροπές στη δομή και στον πυρήνα του καπιταλιστικού κράτους. Η δυνατότητα του κεφαλαίου να δημιουργεί υπεραξίες μετακινούμενο και επενδυόμενο ελεύθερα δημιουργεί μια «πρωτότυπη» κατάσταση: το αστικό κράτος, αυτό το «παραδοσιακό» εργαλείο (κατά τον Κ.Μαρξ) της ταξικής κυριαρχίας, το πεδίο οργάνωσης της ηγεμονίας (κατά τον Α.Γκράμσι), αρχίζει να καθίσταται «εμπόδιο» στην απρόσκοπτη χωρίς «ταξικούς συμβιβασμούς» αναπαραγωγή της κυριαρχίας του κεφαλαίου και να υλοποιείται μια επιχείρηση μείωσης του εύρους του, υποβάθμισης των «κοινωνικών αρμοδιοτήτων» του και μια στρατηγική διαδικασία υποχώρησης των νομικών εγγυήσεων και διαμόρφωσης μιας κατάστασης «συνεχών εξαιρέσεων» από το «νόμο» και το Σύνταγμα.
Η ιδεολογική επίθεση των νεοφιλελεύθερων μιλά εδώ και χρόνια για το «μικρότερο» ή το «λιγότερο» κράτος. Πρόκειται ίσως για τον μεγαλύτερο ιδεολογικο-πολιτικό μύθο της τελευταίας εικοσαετίας. Το νεοφιλελεύθερο κράτος δεν είναι ένα «μικρότερο» ή ένα «λιγότερο» κράτος. Δεν είναι επίσης ένα κράτος «λιγότερης» ρύθμισης, αλλά ένα κράτος «ελεγχόμενης» ρύθμισης. Ολη καταρχήν η αναδιάταξη των πολιτικών, οικονομικών και ιδεολογικών σχέσεων υπαγορεύθηκε και διευθετήθηκε από το ίδιο το (εθνικό καπιταλιστικό) Κράτος. Το Κράτος ήταν που απέσυρε οικειοθελώς τους περιορισμούς στη διακίνηση και στη φορολογία των κεφαλαίων, το κράτος ήταν που παραχώρησε εκουσίως τομείς του μονοπωλίου του για να διευκολύνει τη συσσώρευση κεφαλαίου, το κράτος άλλαξε τη νομοθεσία των εργατικών εγγυήσεων για να «διορθώσει» τις στρεβλώσεις, το κράτος αποφάσισε την επαναρύθμιση των σχέσεων μεταξύ μεγάλης – μεσαίας – και μικρής ιδιοκτησίας μέσω της ανακεφαλοποίησης των τραπεζών……..και ο κατάλογος είναι μακρύς. Το κράτος εξακολούθησε και εξακολουθεί να είναι ο οργανωτής και εγγυητής της ταξικής κυριαρχίας και να εκφράζει μέσω της νέας συγκεκριμένης δομής του, ή ακόμα και μέσω των εκούσιων παραχωρήσεων αρμοδιότητας, την αλλαγή της ηγεμονίας στο εσωτερικό του συνασπισμού εξουσίας. Αυτή είναι και η μορφή που πήρε το ελληνικό καπιταλιστικό κράτος στην ύστερη νεοφιλελεύθερη εποχή, όπως σηματοδοτήθηκε από το 2010 και τη «μνημονιακή περίοδο».
Για να διευκολυνθεί αυτή η ποιοτική αλλαγή στη λειτουργία του Κράτους, για να μπορέσει δηλαδή το κάθε «εθνικό» επιμέρους Κράτους να διαχειριστεί καλύτερα τις πολιτικές πιέσεις των «από κάτω», ή να διαχειριστεί καλύτερα τις συναρθρώσεις συμφερόντων που εμπεριέχουν ισορροπίες που ενδεχομένως περιορίζουν την κυριαρχία ή έστω την ελευθερία κινήσεων του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου (ας σκεφθούμε, π.χ., τις πιέσεις που ασκεί στην Ελλάδα το μικρό και μεσαίο εμπορικό κεφάλαιο που αντιτίθεται στο άνοιγμα των καταστημάτων της Κυριακής) αναδιοργάνωσε εκ βάθρων υπερεθνικούς θεσμούς, όπως τη G8, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, ανέσυρε ένα χρεωκοπημένο πολιτικά μέχρι πριν λίγα χρόνια οργανισμό όπως το ΔΝΤ στον οποίο ξαναέδωσε ρόλο, αναβάθμισε τον χρηματοδοτικό ρόλο της Παγκόσμιας Τράπεζας, ειδικότερα δε στην Ευρώπη ολοκλήρωσε την οικοδόμηση της ΕΕ ως Νομισματικής και όχι ως πολιτικής Ενωσης, «κλείδωσε» τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές με Συνθήκες, Κανονισμούς, Οδηγίες, Ρήτρες επιτήρησης, δηλαδή με ένα ιδιαίτερο κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας του κράτους. Αντικειμενικός στόχος όλης αυτής της διαδικασίας που εξελίχθηκε πολύ πρόσφατα, κατά τη διάρκεια της τελευταίας 15ετίας, υπήρξε η προσπάθεια δημιουργίας χώρων αποφάσεων έξω από τους μηχανισμούς και τους θεσμούς της πολιτικής αντιπροσώπευσης, και κατ’επέκταση έξω και από κάθε μορφής δημοκρατικό έλεγχο.
Μια βασική πλευρά αυτής της αλλαγής είναι η πλήρης υποβάθμιση του ρόλου της κρατικής δημόσιας διοίκησης, συμπεριλαμβανομένου και του ανώτερου τμήματός της, το οποίο στην προηγούμενη ιστορικά περίοδο της (καπιταλιστικής) εξουσίας βρέθηκε σε ιδιαίτερα ισχυρή θέση. Ηδη από τις πρώτες νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις στις αρχές της δεκαετίας του ’80 στις ΗΠΑ και τη Βρετανία είχε καταβληθεί μια συστηματική πολιτική διαχωρισμού της διοίκησης σε δύο τύπους καθηκόντων και ευθύνης. Σε καθήκοντα σχεδιασμού, πολιτικού ελέγχου και στρατηγικής («responsibility») από τη μία και σε καθήκοντα εκτέλεσης, διαχείρισης ή εφαρμογής («accountability») από την άλλη. Ο διαχωρισμός αυτός αποσκοπούσε στην κατάτμηση της πολιτικής ύλης της δημόσιας διοίκησης και επομένως στην ευκολότερη μεταφορά καθηκόντων στον ιδιωτικό τομέα. Πολιτικές μεταρρύθμισης της δημόσιας διοίκησης προς την παραπάνω κατεύθυνση εφαρμόστηκαν σε όλες σχεδόν τις χώρες, αργότερα δε, στη δεκαετία του ’90, στη λογική αυτή προσχώρησαν και οι «εργατικές – σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις».
Σήμερα, η νομοθετική παραγωγή και οι «ρυθμιστικές» πολιτικές σε μεγάλο βαθμό υποβάλλονται από «εξωτερικούς» ως προς τη διοίκηση παράγοντες, με άξονα συμφέροντα μεγάλων οικονομικών «παικτών». Ο ρόλος της διοίκησης, τόσο στο επίπεδο του σχεδιασμού πολιτικών όσο και στο επίπεδο του ελέγχου της υλοποίησης των πολιτικών ανατίθεται σε εξωτερικούς συμβούλους και εταιρείες. Η παραδοσιακή διοίκηση χάνει το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής της σημασίας και αυτό αποτελεί ήδη μια τεράστια τομή στη δομή των σύγχρονων κρατών. Επιπλέον, η αυτονόμηση των συστημικών κομμάτων από τους «περιορισμούς» της πολιτικής αντιπροσώπευσης συμπληρώνει την παράκαμψη της διοίκησης και της ενοχλητικής «κανονικοποίησης» που επέβαλλε, διευκολύνοντας την απευθείας σχέση πολιτικών κορυφών και οικονομικών παραγόντων. Η υπηρεσιακή διοίκηση υποβαθμίζεται όλο και περισσότερο, και ένα παράλληλο σύστημα από συμβούλους, εμπειρογνώμονες, ειδικευμένες εταιρείες λειτουργεί πέριξ του εκάστοτε υπουργού ή λειτουργού της εκτελεστικής εξουσίας. Ετσι, το ιδιωτικό κεφάλαιο εισέρχεται όλο και περισσότερο στην «πρακτική διακυβέρνηση» μιας χώρας. Ο οικονομικός λόγος της «παραγωγικότητας» του δημόσιου τομέα, του δημοσιονομικού κόστους, της κερδοφορίας των δημοσίων εταιρειών, κλπ γίνεται ηγεμονικός και ανακαθορίζει πλέον συνολικά τις πολιτικές προτεραιότητες του κράτους.
Η τάση αυτή θεσμοποιείται σε ευρωπαϊκό επίπεδο με τη μετατόπιση ισχύος να εκφράζεται στον συμπαγή ρόλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που αποτελεί το πεδίο συνοχής, τον «κεντρικό ελεγκτικό μηχανισμό» όλων των (εθνικών) οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών. Παράλληλα, η κυριαρχία του χρηματοπιστωπιστωτικού κεφαλαίου θέτει τα απροσπέλαστα όρια στην πολιτική λειτουργία του ευρωπαϊκού οικοδομήματος (με το πολιτικό σύστημα της Ε.Ε. να κυριαρχείται από τις νομισματικές προτεραιότητες).
Σε εθνικό επίπεδο οι «δεσμευμένες» κεντρικές οικονομικές πολιτικές στην πραγματικότητα οδηγούν σε μια απόλυτη υποταγή των κομμάτων και της εκτελεστικής εξουσίας του κράτους στην οικονομική εξουσία.
Ετσι, η γενική μορφή του σύγχρονου αστικού κράτους αλλάζει, περνώντας από τον «αυταρχικό κρατισμό» στη δικτατορία της οικονομικής διακυβέρνησης και κατ’επέκτασιν της οικονομίας πάνω στην πολιτική.
Το κράτος των δύο τελευταίων δεκαετιών – πολύ δε περισσότερο το σημερινό κράτος της τελευταίας περιόδου - δεν είναι το κράτος που χαρακτηρίζεται από την άνοδο της δημόσιας διοίκησης και την υπεροχή της εκτελεστικής εξουσίας. Είναι κάτι περισσότερο ή βαθύτερο, είναι το κράτος που υποτάσσεται στην αγορά, στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και στο χρήμα, το κράτος που ως προς τον ρυθμιστικό του ρόλο απέναντι στις αγορές αυτο-περιορίζεται ασφυκτικά και επομένως αποσύρεται σταδιακά τόσο από τα «παλαιά» του καθήκοντα της έστω και σχετικής κοινωνικής συνοχής όσο και από το ρόλο του ως συνολικού ενοποιητή των αστικών συμφερόντων. Ο ρόλος του υποτάσσεται άμεσα στις ανάγκες μιας ηγεμονεύουσας χρηματοπιστωτικής ελίτ, το ίδιο δε προσλαμβάνει όλο και περισσότερο το χαρακτήρα ενός ευρέος «κατασταλτικού» μηχανισμού που ενδιαφέρεται όλο και λιγότερο για την «απόσπαση της συναίνεσης» και την ηγεμονία και όλο και περισσότερο για τη βίαιη αναδιάρθρωση των παραγωγικών και οικονομικών σχέσεων σε βάρος τόσο των λαϊκών μισθωτών τάξεων όσο και μεγάλων μερίδων του μικρού και μεσαίου κεφαλαίου. Η κυρίαρχη «κατασταλτική» λειτουργία του Κράτους απορρέει από το γεγονός ότι χρειάζεται να χρησιμοποιήσει όλα τα νομικά, οικονομικά και ιδεολογικά μέσα που διαθέτει, ώστε να επιτύχει τη συρρίκνωση ή και τη διάλυση όλων των μορφών και των δικτύων που διαμόρφωσε το κοινωνικό μεταπολεμικό κράτος και το Κράτος Πρόνοιας.
Το σημερινό καπιταλιστικό Κράτος είναι πολύ πιο πίσω από τον «αυταρχικό κρατισμό». Δεν χαρακτηρίζεται από την υπεροχή της εκτελεστικής εξουσίας και της δημόσιας διοίκησης απέναντι στις πολιτικές – αντιπροσωπευτικές μορφές. Χαρακτηρίζεται αντίθετα από την υποταγή τους στο κεφάλαιο, γεγονός που εξηγεί επίσης τη βίαιη επίθεση στο δημόσιο τομέα και στην κρατική διοίκηση που εκτυλίχτηκε και εκτυλίσσεται τα τελευταία χρόνια σε όλες τις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού.
Εξηγεί όμως και κάτι σημαντικότερο: η υποχώρηση του «παραδοσιακού» πολιτικού στοιχείου του Κράτους έχει ως αποτέλεσμα να μην υπάρχουν λογικές κοινωνικής ενσωμάτωσης και πολιτικής νομιμοποίησης στις ακραίες πολιτικές που εμφανίζονται. Οι ιθύνοντες εμφανίζονται να αδιαφορούν για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες που θα έχει μια απόλυτη και απότομη διόγκωση της φτώχειας και μια απόλυτη μείωση κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων.
Το γεγονός αυτό έχει την ερμηνεία του: το κέντρο που χαράσσει γενική πολιτική οδηγία είναι το (παγκοσμιοποιημένο) κεφάλαιο, το οποίο αδιαφορεί για τις συνθήκες μακροχρόνιας αναπαραγωγής του στον «εθνικό χώρο» και στέκεται μονομερώς στην συγκυριακή αύξηση της κερδοφορίας του. Ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός είναι ο πιλότος: μαζική εργασία χωρίς οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα, υψηλή παραγωγικότητα υπεραξίας, «κατασταλτικό» κράτος που εγγυάται την εργασιακή και κοινωνική πειθαρχία, διακίνηση των κεφαλαίων και των υπεραξιών χωρίς φορολογία, άρα χωρίς πόρους για την κοινωνική συνοχή.
Οι κοινωνικές συνέπειες, κυρίως στις συνθήκες χωρών με κατοχυρωμένα οικονομικά και ατομικά διακαιώματα λαμβάνονται υπ’όψιν παρεπιπτόντως, μέσα σε ένα «μοντέλο απωλειών» στη σχέση κόστους – οφέλους. Ο,τι μπορεί να χαθεί από τις κοινωνικές αντιδράσεις σε μια χώρα μπορεί να αναπληρωθεί από αύξηση της κερδοφορίας σε μιαν άλλη χώρα, όπου οι αντιδράσεις είναι λιγότερο ισχυρές.
Συνοψίζοντας, έχουν συντελεστεί τα τελευταία χρόνια τρεις μεγάλες ποιοτικές μεταβολές στη δομή του καπιταλιστικού κράτους: α) η απόλυτη κυριαρχία της χρηματοπιστωτικής – τραπεζικής μερίδας στο κυρίαρχο ταξικό συγκρότημα εξουσίας, β) η υποβάθμιση έως κατεδάφιση της κρατικής διοίκησης και γραφειοκρατίας, ως βασικού πυλώνα της εκτελεστικής εξουσίας, γ) η αλλαγή του τύπου αντιπροσώπευσης στο ύστερο καπιταλιστικό κράτος του ακραίου νεοφιλελευθερισμού.
Ας σταθούμε λίγο περισσότερο στην τρίτη αλλαγή. Στην αλλαγή του τύπου αντιπροσώπευσης έχουν συντελέσει κατά σειρά σπουδαιότητας οι εξής παράγοντες: α) η σταδιακή μετατροπή των πολιτικών κομμάτων από φορείς αντιπροσώπευσης συλλογικών κοινωνικών και ταξικών συμφερόντων σε cartelpartieς. Οργανισμούς δηλαδή που αναζητούν και εξαρτούν όλους τους πόρους τους (ανθρώπινους, προγραμματικούς, οικονομικούς, κλπ) στο κράτος. β) η μετατροπή των συνδικάτων από συλλογικούς φορείς εκπροσώπησης των εργατικών συμφερόντων σε μηχανισμούς ατομικής διαμεσολάβησης. Ολόκληρες κατηγορίες μισθωτών εργαζομένων μένουν πλέον έξω από την συνδικαλιστική αντιπροσώπευση. γ) η παρακμή έως και μαράζωση του Κοινοβουλίου ως θεσμού πρωτογενούς νομοθετικής παραγωγής και ελέγχου. δ) η συγκρότηση ενός διοικητικού συστήματος Ανεξάρτητων Αρχών (κυρίως αυτών που έχουν ως αντικείμενό τους τα ατομικά δικαιώματα), που έχει ως κεντρικό του πυρήνα την έγκληση των πολιτών ως ατόμων και οι οποίες καλούνται να διαχειριστούν «ατομικές» υποθέσεις σε «ατομικό επίπεδο». Η δημοκρατική ρύθμιση θεωρείται ξεπερασμένη από ένα σύστημα «πελατοκεντρικής» λογικής που διέπει την ιδεολογία του νέου δημόσιου μάνατζμεντ.
Οι συνθήκες αυτές συμβάλλουν στο να μεταβάλλεται η πολιτική νομιμοποίηση από δημοκρατική σε ατομικοκεντρική. Από συλλογική μεταβάλλεται σε ατομική.
Στις μεγάλες αυτές ποιοτικές αλλαγές του σύγχρονου κράτους θα πρέπει να προστεθεί ασφαλώς μια τελευταία παράμετρος, η αυταρχική θωράκιση του καθεστώτος, η ένταση της καταστολής, η υποβάθμιση ή αναίρεση δικαιωμάτων, η αναστολή ή υπονόμευση των θεσμών εκείνων που υλοποιούσαν μορφές αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου ή του κοινωνικού προϊόντος (κοινωνική ασφάλιση, θεσμοί υγείας, δημόσια εκπαίδευση, κλπ). Και εν γένει την παραγωγή ενός μόνιμου χαρακτηριστικού, την κανονικοποίηση μιας κατάστασης συνεχούς εξαίρεσης από τις παραδοσιακές συνταγματικές αρχές κατοχύρωσης του κράτους δικαίου και των συλλογικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.
Πράγματι, σε μια τέτοια γενικευμένη τάση ανατροπής των συσχετισμών της ταξικής πάλης ανάμεσα στο ηγεμονικό συγκρότημα εξουσίας και τις λαϊκές τάξεις το σύγχρονο νεοφιλελεύθερο κράτος είναι αναγκασμένο να έχει συνεχή μέτωπο στην παλαιά «συνταγματική» ή θεσμική νομιμότητα και να παράγει συνεχώς νόμους, νομοθετήματα, εφαρμογές, ερμηνείες και πάσης φύσεως διαδικασίες παράκαμψης της υφιστάμενης παλιάς νομιμότητας.
Διαφέρει από τον τύπο καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, γιατί δεν αναιρεί τυπικές κοινοβουλευτικές ή νομοθετικές λειτουργίες, αλλά κάνει κάτι διαφορετικό: συστηματοποιεί την κατάσταση εξαίρεσης, την κάνει καθημερινότητα. Παράγει νομοθεσίες συνεχών εξαιρέσεων από την επίσημη νομιμότητα, τις οποίες ενδύει ιδεολογικά με το επιχείρημα «της «ανάγκης να σωθεί η χώρα».
Και φτάνουμε στο κρίσιμο ερώτημα: Τι να κάνουμε; Tι πρέπει να κάνουμε; Tι μπορούμε να κάνουμε; Η βασική μου απάντηση είναι να ξεκινήσουμε από το πρωταρχικό. Ας επιστρέψουμε στην πολιτική, στην πολιτική των μαζών. Ας σπάσουμε τον κρίκο αυτής της οικονομικο-πολιτικής και θεσμικής εκτροπής, αρχικά καταλαμβάνοντας το κράτος και τους μηχανισμούς παραγωγής πολιτικής του. Να αρχίσουμε να αναπτύσσουμε έτσι μια μακροχρόνια στρατηγική αντικαπιταλιστικής ανατροπής, που πρέπει να γίνεται μέρα τη μέρα εφικτή και υπόθεση των λαϊκών τάξεων στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, σε όλο τον κόσμο.
|