Χριστόφορος Βερναρδάκης TwitterFacebookYouTubeLinkedInGoogle Plus
 



Broadcast live streaming video on Ustream



Εξι βαθιές τομές για τη ριζική αλλαγή της δημόσιας διοίκησης και του κρατικού μηχανισμού.
Μετά τις δραματικές περιπέτειες της τελευταίας πενταετίας, αλλά και ύστερα από μια εικοσαετία διαρκούς υποβάθμισης του δημόσιου τομέα, έχει έρθει η ώρα να «λυγίσουμε το ραβδί από την άλλη μεριά».
Η Κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου θα προχωρήσει σε μια ραγδαία αλλαγή του συστήματος της Δημόσιας Διοίκησης της χώρας. Θα οργανώσει ένα ριζικά διαφορετικό πλαίσιο λειτουργίας της, ένα πλαίσιο κοινωνικά δίκαιο, συγχρονισμένο με τις σημερινές κοινωνικές και λαϊκές ανάγκες, αποτελεσματικό στη διασφάλιση και υπεράσπιση του δημόσιου χώρου και του κοινωνικού συνόλου. Θα μετατρέψει τη σημερινή κακοδιοίκηση σε μοχλό της οικονομικής ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής.
Δεν σκοπεύει να διατηρήσει ένα διοικητικό σύστημα που απέτυχε να εξυπηρετήσει το δημόσιο συμφέρον. Ερχεται για να αλλάξει εκ βάθρων μια Διοίκηση που έχει διαβρωθεί από την ιδιωτικοποίηση, την οικονομική διαπλοκή, τη διαφθορά και την αδιαφάνεια, τη γραφειοκρατία, την περιθωριοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού της. Μπροστά μας έχουμε ένα τεράστιο καθήκον, την επίτευξη μιας μεγάλης ριζοσπαστικής αλλαγής στη δημόσια διοίκηση.  
Κεντρική φιλοσοφία αυτής της διοικητικής πολιτικής είναι η εξυπηρέτηση των πολιτών, με μία Διοίκηση ευέλικτη, προσαρμοσμένη στις κοινωνικές ανάγκες, με την κάθε επιμέρους δομή της να σχεδιάζει και να υλοποιεί δράσεις με μετρήσιμη αποτελεσματικότητα, με σαφείς προϋπολογισμούς και απολογισμούς αυτών των δράσεων και των  προγραμμάτων, με τήρηση των αρχών της καλής νομοθέτησης, με πραγματική μείωση των διοικητικών βαρών, με κανόνες διαφάνειας, ελέγχου και λογοδοσίας.
Ο κεντρικός στόχος μας θα είναι ένα «κράτος των πολιτών», με ισορροπημένη κατανομή μεταξύ κεντρικής εξουσίας και Αυτοδιοίκησης, με πραγματική αποκέντρωση και με θεσμούς κοινωνικού ελέγχου και αξιολόγησης του παραγόμενου έργου.
Προς αυτήν την κατεύθυνση θα εκθέσω έξι βασικούς άξονες αυτής της διοικητικής αλλαγής.  
Αξονας 1:  Μια διοικητική πολιτική στους αντίποδες του νεοφιλελευθερισμού
 
Τα τελευταία 25 χρόνια η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού και του δόγματος για «μικρότερο ή λιγότερο κράτος» έχει οδηγήσει τη δημόσια διοίκηση σε παράλυση και δομική αδυναμία λειτουργίας. Το δόγμα του «μικρότερου κράτους» σήμαινε μικρότερο κοινωνικό κράτος και λιγότερες κοινωνικές υπηρεσίες, αλλά και μικρότερη ρυθμιστική παρέμβαση στις δυνάμεις της αγοράς, λιγότερες αρμοδιότητες της διοικητικής μηχανής. Και βεβαίως, τον τελευταίο καιρό των Μνημονίων, και μικρότερη απασχόληση στο δημόσιο τομέα.
 
Η στρατηγική του νεοφιλελευθερισμού για τη δημόσια διοίκηση και τη μείωση του ειδικού της βάρους υπέρ των δυνάμεων της αγοράς θεμελιώθηκε με τον λειτουργικό διαχωρισμό των αρμοδιοτήτων της διοίκησης. Ο σχεδιασμός πολιτικών αποκόπηκε από την υλοποίηση των πολιτικών, η υλοποίηση των πολιτικών αποκόπηκε από τον έλεγχο και την ορθολογική αξιολόγηση των κοινωνικο-οικονομικών τους επιδράσεων. Με αυτόν τον τρόπο μεγάλα τμήματα της διοικητικής ύλης κατακερματίστηκαν και πέρασαν πιο εύκολα στον ιδιωτικό τομέα. Στον μεν σχεδιασμό πολιτικών οι αρμοδιότητες της διοίκησης περιορίστηκαν δραματικά ή και εξαλείφθηκαν σε πολλές περιπτώσεις. Στον τομέα αυτό κυριάρχησε η πρακτική της ανάθεσης σε ιδιωτικές εταιρείες, οι οποίες από απλή εργασία συμβούλου επεκτάθηκαν σε καθεστώς υποκατάστασης της διοίκησης και της πολιτικής. Στην εκτέλεση-υλοποίηση των πολιτικών υπήρξε εκχώρηση των στρατηγικής σημασίας παρεμβάσεων σχεδόν αποκλειστικά στον ιδιωτικό τομέα. Στις περιπτώσεις αυτές σχεδιασμός και εκτέλεση πολιτικών πολλές φορές λειτουργούσαν συμπληρωματικά, επεκτείνοντας τη ιδιωτικοποίηση του κράτους και τη μείωση των αρμοδιοτήτων του. Απέμεινε ανάπηρος ο τομέας του ελέγχου, σε μια διοίκηση που λιγόστευε τόσο αριθμητικά όσο και ποιοτικά, αλλά και η οποία υποτασσόταν de facto στα πλαίσια που όριζε ο ιδιωτικός τομέας. Αντανακλαστική αντίδραση τμημάτων της κρατικής γραφειοκρατίας υπήρξε η εκμετάλλευση όσων ελεγκτικών αρμοδιοτήτων απέμεναν και η επακόλουθη αύξηση της διαφθοράς.
 
Η κατάσταση αυτή πρέπει να αλλάξει ριζικά. Η κυβέρνηση σκοπεύει να αναβαθμίσει τη Δημόσια Διοίκηση επεμβαίνοντας στον πυρήνα των αρμοδιοτήτων της και επανασυγκολλώντας την κατατμημένη διοικητική ύλη. Ενίσχυση των αρμοδιοτήτων της Διοίκησης, οργανική ενότητα μεταξύ σχεδιασμού – υλοποίησης – ελέγχου, ανοιχτό σύστημα διαχείρισης των απαιτούμενων αναθέσεων στον ιδιωτικό τομέα (γεγονός βεβαίως που θα ενισχύσει τις πιο παραγωγικές και καινοτόμες τάσεις του), αποτελούν τον πρώτο βασικό άξονα της διοικητικής μας πολιτικής.
 
Αξονας 2: Μια διοικητική πολιτική στηριγμένη στις γνώσεις και στον πλούτο του δημόσιου τομέα
 
Η διοικητική αλλαγή που σκοπεύουμε να κάνουμε θα στηριχτεί στη γνώση και τη διοικητική εμπειρία των ανθρώπων που εργάζονται σήμερα στον δημόσιο Τομέα. Ενας τεράστιος αριθμός δημοσίων υπαλλήλων, ένα υψηλού εκπαιδευτικού επιπέδου ανθρώπινο δυναμικό, με μεγάλη και σύγχρονη διοικητική εμπειρία και κατάρτιση, μένει αναξιοποίητο μέσα σε ένα διοικητικό σύστημα που υποβαθμίζεται ως προς τις αρμοδιότητές του.
Το δυναμικό αυτό θα αναβαθμιστεί. Η Δημόσια Διοίκηση στην Ελλάδα πρέπει να επιστρέψει στους δημόσιους λειτουργούς της. Ηδη σε πρώτο χρόνο:   
·         Περιορίστηκε κατά 60% η δυνατότητα πρόσληψης μετακλητών συμβούλων στα Πολιτικά Γραφεία Υπουργών ή Αναπληρωτών Υπουργών ή Υφυπουργών. Οι πιθανές ανάγκες σε εξειδικευμένο προσωπικό καλύπτονται με αποσπάσεις από τους εν ενεργεία δημοσίους υπαλλήλους, με ανοικτή πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος.
·         Περιορίστηκε επίσης η δυνατότητα πρόσληψης μετακλητών συμβούλων σε όλο το φάσμα της διοικητικής πυραμίδας, σε Γενικούς και Ειδικούς Γραμματείς, διοικητές κρατικών οργανισμών. Και εδώ οι πιθανές ανάγκες σε εξειδικευμένο προσωπικό θα καλύπτονται με αποσπάσεις ή και μεταθέσεις από τους εν ενεργεία δημοσίους υπαλλήλους, με ανοικτή πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος. 
Μόνον στις περιπτώσεις εκείνες που οι ανάγκες δεν μπορούν να καλυφθούν από το προσωπικό της δημόσιας διοίκησης θα μπορούν κατ’εξαίρεσιν και σε περιορισμένο αριθμό να προσληφθούν ειδικοί μετακλητοί σύμβουλοι.
 
Ο δραστικός περιορισμός των θέσεων των μετακλητών συμβούλων είναι απαραίτητος όρος για να λειτουργήσει απρόσκοπτα η σημερινή ανθρωπογεωγραφία της διοίκησης, χωρίς αυτήν την σιωπηρώς θεσμοποιημένη παράλληλη διοίκηση των συμβούλων, που επί της ουσίας αποτελούσαν το όχημα της εκτεταμένης παρασιτικής ιδιωτικοποίησης του κράτους και της αιχμαλωσίας του δημοσίου συμφέροντος.
Στο πλαίσιο αυτό θα δημιουργηθούν ή θα επανασυσταθούν Μονάδες Στρατηγικού Σχεδιασμού σε όλους τους Κεντρικούς Φορείς της Διοίκησης υπό τον συντονισμό μιας αντίστοιχης Κεντρικής Μονάδας. Η έλλειψη συντονισμού, η αποσπασματική λειτουργία των διαφόρων υπηρεσιών, η πολυμεταβλητότητα των κρατικών (δημόσιων) πολιτικών καθιστούν απαραίτητη τη σύσταση οριζόντιων μονάδων που θα έχουν ως αντικείμενο τη χάραξη και ανάλυση των κρατικών πολιτικών και το συντονισμό του κυβερνητικού έργου και θα αποτελούν ένα κρίσιμο σύνδεσμο μεταξύ της πολιτικής ηγεσίας και του δημοσιουπαλληλικού σώματος, χτίζοντας μια σχέση αξιοπιστίας και συνεργασίας.
Οι μονάδες αυτές δεν υποκαθιστούν τους ιεραρχικά προϊσταμένους της διοίκησης: Ο ρόλος τους θα είναι υποβοηθητικός στο έργο της πολιτικής ηγεσίας, εξασφαλίζοντας τον απαραίτητο συντονισμό και τη συνέχεια του κυβερνητικού έργου. Θα είναι ρόλος συμβουλευτικός, γνωμοδοτικός και συντονιστικός. Ειδικότερα προς αυτήν την κατεύθυνση:
α) θα συσταθεί “Κεντρική Μονάδα Στρατηγικού Σχεδιασμού”. Αποστολή της Μονάδας θα είναι η παρακολούθηση των διοικητικών αλλαγών, η αξιολόγηση της πορείας τους και ο συντονισμός των συναρμοδιοτήτων, δηλαδή η εποπτεία και ο συντονισμός των επιμέρους Μονάδων Στρατηγικού Σχεδιασμού & Συντονισμού Πολιτικής.
β) θα επεκταθεί αυτή η σύσταση μονάδων «Στρατηγικού Σχεδιασμού» στα Υπουργεία, τις Περιφέρειες και τους Δήμους άνω των 100.000 κατοίκων. Οι Μονάδες θα υπάγονται απευθείας στην πολιτική ηγεσία της εκάστοτε Υπηρεσίας.
Αποστολή των Μονάδων είναι ο συντονισμός των δημόσιων πολιτικών σε τομείς αιχμής και η υποστήριξη του οικείου φορέα στην υιοθέτηση και εφαρμογή τους. Οι στόχοι των Μονάδων αυτών είναι: α) η Δημιουργία ενός ισχυρού κέντρου ανάλυσης και συντονισμού των κρατικών και δημόσιων πολιτικών, β) η συγκρότηση οριζόντιων δομών στήριξης σε κάθε υπουργείο για την εφαρμογή κοινών κανόνων και εναρμονισμένων διαδικασιών, γ) η εξασφάλιση συνεννόησης, συντονισμού και κοινής διοικητικής δράσης μεταξύ διαφορετικών υπηρεσιών, δ) η καταγραφή και απλοποίηση διαδικασιών, η μείωση της γραφειοκρατίας
 
Για τη στελέχωση των θέσεων στις Μονάδες Στρατηγικού Σχεδιασμού, αλλά και άλλων κρίσιμων θέσεων της κρατικής διοικητικής μηχανής, θα μπορούσε να συσταθεί Διυπουργικός Κλάδος στελεχών ανά επιστημονική ειδικότητα. Ο κλάδος στελεχώνεται με απολύτως αντικειμενικά και αδιάβλητα κριτήρια από δημοσίους υπαλλήλους αυξημένων προσόντων και ανανεώνεται ανά δύο έτη. Δημιουργείται έτσι ένα κρίσιμο σώμα από την ίδια τη σημερινή στελεχιακή δομή του δημόσιου τομέα που θα αναλάβει το βάρος της ανασύστασης της Διοικητικής μηχανής.
Ο κλάδος θα υπάγεται απευθείας στο Γραφείο Πρωθυπουργού ή σε κάποια από τις κεντρικές κυβερνητικές δομές που λειτουργούν σήμερα και τα οφέλη του θα είναι άμεσα και διακριτά. Εμπέδωση αισθήματος αξιοκρατίας και διαφάνειας κατά τη στελέχωση του κρατικού μηχανισμού, κινητοποίηση-ενεργοποίηση του δυναμικού της διοίκησης, καταπολέμηση του κομματισμού και των πελατειακών σχέσεων, εξοικονόμηση πόρων, τεχνογνωσία και εμπειρία, διοικητική αποτελεσματικότητα. Αλλά και μεσοπρόθεσμα θα υπάρξουν σοβαρά αποτελέσματα, αφού ο κλάδος θα αποτελέσει κίνητρο για προσέλκυση ανθρώπινου δυναμικού αυξημένων προσόντων, θα βοηθήσει καταλυτικά στην ορθολογική ανάπτυξη και διοίκηση του ανθρώπινου δυναμικού, θα συμβάλλει στον προγραμματισμό, την οργάνωση και τον συντονισμό στην άσκηση δημόσιων πολιτικών.
Τελικός μας στόχος είναι η δημιουργία μιας ισχυρής, επαγγελματικής, αποτελεσματικής, ανεξάρτητης δημόσιας διοίκησης. Στον κλάδο αυτό θα κληθούν να συμβάλλουν στη στελέχωσή του οι απόφοιτοι της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης, οι κάτοχοι αναγνωρισμένων διδακτορικών ή μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών και οι υπάλληλοι κατηγορίας ΠΕ με ειδικά προσόντα ή δεξιότητες.
Η σημερινή Κυβέρνηση υπό το πρίσμα όλων των παραπάνω προτάσεων και πολιτικών θα επιφέρει μια μεγάλη οργανωτική αναδόμηση στο μοντέλο της σημερινής διοίκησης. Βασικές συνιστώσες αυτής της αναδόμησης θα είναι: α) η εγγύηση για τη διατήρηση στην υπηρεσία του συνόλου του υπηρετούντος προσωπικού, β) η οργάνωση σε χρόνο ταχύτατο νέων οργανογραμμάτων των Υπουργείων, ικανά να εξυπηρετήσουν την αντίληψη του νέου μοντέλου διοίκησης, με αναλυτική περιγραφή της θέσης και των καθηκόντων που απορρέουν από αυτήν γ) η αναδιάταξη προσωπικού, σε μια πρώτη φάση μέσω αμοιβαίας μεταφοράς, ή αιτήσεων απόσπασης ή μετάταξης με πρόβλεψη, ειδικών κινήτρων,
Αξονας 3: Αναβάθμιση του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης (ΕΚΔΔ)
 
Εφόσον στρατηγική επιλογή της Κυβέρνησης είναι η παραγωγική αξιοποίηση όλου του υψηλού επιπέδου στελεχιακού και επιστημονικού δυναμικού που βρίσκεται σήμερα στο Κράτος, τη Διοίκηση και την Αυτοδιοίκηση καθίσταται απολύτως αναγκαία η αναβάθμιση του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης (ΕΚΔΔ) ως επιτελικού οργάνου παραγωγής, εφαρμογής και αξιολόγησης του διοικητικού βραχίονα του κράτους. Το Κέντρο με νέο οργανόγραμμα και αναβαθμισμένο πολιτικό ρόλο θα είναι ο επίσημος Σύμβουλος του Κράτους σε ζητήματα Δημόσιας Διοίκησης. Ηδη με τη νέα διοίκηση του κέντρου αναβαθμίζονται οι Σχολές του  με νέα Προγράμματα Σπουδών και με δεσμευτική αξιοποίηση του παραγόμενου ανθρώπινου δυναμικού, με στόχο την συγκρότηση υψηλοτάτου επιπέδου στελεχών στο δημόσιο τομέα.
Το ΕΚΔΔ θα αναλάβει επιπλέον τη συστηματική κατάρτιση όλων των δημοσίων υπαλλήλων, όλων των κατηγοριών, με κυκλικότητα και σε σταθερή ανά τετραετία βάση.
Επίσης, στο ΕΚΔΔ μπορεί να ιδρυθεί «Παρατηρητήριο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης», το οποίο θα λειτουργεί τόσο ως δεξαμενή σκέψης όσο και ως εθνικό κέντρο αναφοράς και τεκμηρίωσης για την οργάνωση του Κράτους και τις ασκούμενες πολιτικές του σε όλα τα επίπεδα χωρικής και λειτουργικής αρμοδιότητας.
 
Αξονας 4:  Γραφειοκρατία και Διαφθορά
 
Η σημερινή Κυβέρνηση θα έχει πάντα ανοικτό μέτωπο με τη γραφειοκρατία και τη δίδυμη αδελφή της, τη διαφθορά. Οπως έχει αποδειχθεί πλειστάκις τα φαινόμενα διαφθοράς ή μικρο-διαφθοράς ευδοκιμούν εκεί όπου η γραφειοκρατία γιγαντώνεται, αυτονομείται και, υπό τη σκέπη της πολυνομίας, μετατρέπεται σε συστημική διαφθορά. Για την ουσιαστική καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και της επακόλουθης διαφθοράς απαιτείται η αλλαγή του καθιερωμένου δόγματος του προληπτικού ελέγχου της διοίκησης, με ένα σύστημα ουσιαστικού («μεταγενέστερου» «κατασταλτικού») ελέγχου της παραβατικότητας.
Γραφειοκρατία και διαφθορά είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος και αυτό καταδεικνύεται από τα επίσημα δεδομένα των Επιθεωρητών Δημόσιας Διοίκησης, αλλά και από όλες τις έρευνες και μελέτες για τη διαφθορά στην ελληνική διοίκηση. Οι τομείς με τη μεγαλύτερη παραβατικότητα είναι η Δόμηση-Χωροταξία-Πολεοδομία, η Οργάνωση και λειτουργία Υπηρεσιών, τα Δημόσια Εργα, οι Προμήθειες–Συμβάσεις, το Φυσικό Περιβάλλον, η Εκπαίδευση–Κατάρτιση και ο τομέας της Υγείας–Πρόνοιας, εκείνοι δηλαδή οι τομείς όπου παρατηρείται η μεγαλύτερη και πολυπλοκότερη διαδικασία προληπτικού ελέγχου.
Το ελληνικό κράτος και η ελληνική διοίκηση ανέπτυξαν ιστορικά την αρχή του προληπτικού ελέγχου και της μεγάλης διακριτικής ευχέρειας των υπαλλήλων. Πολλά χαρτιά και πολλές διαδικασίες αλλεπάληλων εγκρίσεων. Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν η παραγωγή μιας τεράστιας γραφειοκρατίας και η σύνδεσή της με τα φαινόμενα της διαφθοράς. Πολύπλοκη διαδικασία, ασαφές θεσμικό και νομικό πλαίσιο, αυξημένη διακριτική ευχέρεια εκ μέρους του υπαλλήλου, όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα την κακοδιοίκηση και ακολούθως την αθέμιτη συναλλαγή, δηλαδή τη διαφθορά. Η γραφειοκρατία επιβαρύνει ετησίως το δημόσιο με το 6.5% του ΑΕΠ. Το δε κόστος της διαφθοράς έχει λάβει στην Ελλάδα εκρηκτικές διαστάσεις, αφού πέραν από την «ηθική» και πολιτική διάσταση, έχει άμεση οικονομική επίπτωση στις λαϊκές τάξες. Κάθε ευρώ της διαφθοράς αφαιρείται από το κοινωνικό κράτος και την ποιότητα των υπηρεσιών που πρέπει να εξασφαλίζει στους πολίτες. Κάθε ευρώ της διαφθοράς αφαιρείται από τον σοβαρό ιδιωτικό τομέα και επιφέρει επιβάρυνση του μισθού και των εργασιακών δικαιωμάτων.  
Η πρώτη βασική αλλαγή της Κυβέρνησης στο θέμα της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς πρέπει να είναι ο σημαντικός περιορισμός του προληπτικού ελέγχου (μπορεί, π.χ., να διατηρηθεί μόνον για προμήθειες άνω των 150.000€) και η αντικειμενικοποίηση του συστήματος άσκησης των αρμοδιοτήτων των δημοσίων υπαλλήλων κατά το στάδιο χορήγησης εγκρίσεων και αδειών διαφόρων κατηγοριών. Το πλήθος των δικαιολογητικών που απαιτούνται, π.χ. για την έκδοση μιας οικοδομικής άδειας ή μιας άδειας για τη λειτουργία ενός καταστήματος, αντικαθίστανται με την απλή υποβολή υπεύθυνης δήλωσης από πλευράς του ενδιαφερομένου επί ποινή ακυρότητας σε περίπτωση ψευδούς δήλωσης. Οι υπηρεσίες αναζητούν και επιβεβαιώνουν τα δικαιολογητικά εντός εύλογης προθεσμίας και ελέγχουν τη βασιμότητά τους.
Η δεύτερη μεγάλη αλλαγή είναι εκείνη που αφορά στον ελεγκτικό ρόλο του κράτους στη λειτουργία του ιδιωτικού τομέα, αλλά και του ευρύτερου ή και στενού δημόσιου τομέα. Ο έλεγχος θα είναι αφενός μεν τακτικός – περιοδικός αφετέρου δε έκτακτος και δειγματοληπτικός.
Σχετικά με τους ελέγχους στο δημόσιο τομέα. H Δημόσια Διοίκηση θα προσαρμόσει τη διενέργεια των ελέγχων της στα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα και τους κώδικες δεοντολογίας του IFAC και του INTOSAI, όπως εφαρμόζονται στην Ευρωπαϊκή ‘Ενωση. Θα εκπληρώνεται το καθήκον της Διοίκησης για τη διασφάλιση της διαχείρισης των δημοσίων πόρων με στόχο την προώθηση της χρηστής διοίκησης, τη βελτίωση της απόδοσης της ελληνικής διοίκησης, την ενίσχυση της διαφάνειας, την εξασφάλιση της υπευθυνότητας, τη διατήρηση της αξιοπιστίας, και κυρίως την καταπολέμηση της διαφθοράς, προκειμένου να προωθηθεί η δημόσια εμπιστοσύνη, η λογοδοσία και να προωθηθεί η αποτελεσματική και αποδοτική ανάληψη και χρήση των δημοσίων πόρων προς όφελος της κοινωνίας. Ο σημερινός προληπτικός έλεγχος θα αντικατασταθεί με τους δημoσιovoμικoύς ελέγχους (εξακρίβωση κανονικότητας και νομιμότητας) και τους ελέγχoυς απόδoσης (μια ανεξάρτητη εξέταση της αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας των αποφάσεων της κυβέρνησης, των προγραμμάτων και των οργανισμών)
Η τρίτη αλλαγή που σχετίζεται άμεσα με τη δεύτερη, αφορά στη στελέχωση και στη διοικητική αναδιάρθρωση των ελεγκτικών μηχανισμών. Η αλλαγή αυτή πρέπει να στηριχτεί σε δύο συμπληρωματικές αρχές, την αρχή της μη-εντοπιότητας και την αρχή του συγκεκριμενου χρόνου θητείας στην ίδια περιοχή / υπηρεσία (rotation).
H τέταρτη, τέλος, αλλαγή είναι η πλήρης εφαρμογή (ιδιαίτερα κατά τη χορήγηση των κάθε λογής εγκρίσεων) της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης και η πλήρης απαγόρευση προσωπικής επαφής διοίκησης και διοικούμενου στις τακτικές και περιοδικές διαδικασίες ελέγχου.
Ο συνδυασμός των τεσσάρων αυτών αλλαγών θα οδηγήσει σε ταχύτερο και αποτελεσματικότερο διοικητικά κράτος, θα καταπολεμήσει δραστικά τη διαφθορά στο πεδίο δημιουργίας της, θα απελευθερώσει τεράστιους οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους και θα αυξήσει τη μετρήσιμη παραγωγικότητα του δημόσιου τομέα ως βασικού μοχλού εξυπηρέτησης των πολιτών και της κοινωνίας. .
Αξονας 5:  Διαφάνεια, Ανοικτή Πρόσβαση, Αξιολόγηση
 
Η σημερινή Κυβέρνηση θα ενδυναμώσει αποφασιστικά τη διαφάνεια στη διοίκηση του κράτους και θα θεσπίσει τη δυνατότητα ελέγχου των αποφάσεων από όλους τους πολίτες χωρίς διαμεσολάβηση. Ετσι: α) θα αναγνωριστεί σε κάθε φυσικό πρόσωπο το δικαίωμα πρόσβασης εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος σε όλες τις αποφάσεις της διοίκησης και στα αρχεία, έντυπα και ψηφιακά, χωρίς να απαιτείται έννομο συμφέρον (εξαιρουμένων των προσωπικών δεδομένων) και, β) θα κατοχυρωθεί το δικαίωμα για κάθε φυσικό πρόσωπο σε ελεύθερη πρόσβαση σε όποια πληροφορία ή περιεχόμενο παράγεται ή διακινείται από δημόσιους φορείς ή ακόμα και από φορείς που έχουν δημόσια χρηματοδότηση. Θα θεσπιστεί με νόμο ότι κάθε άρνηση της διοίκησης ή του πολιτικού προσωπικού σε αυτό το δικαίωμα καθιστά άκυρη κάθε πράξη τους.
 
Κεντρική πολιτική κατεύθυνση είναι η εμπέδωση της αντίληψης ότι η δημόσια διοίκηση είναι υπόλογη στους πολίτες και λειτουργεί προς το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου και μόνον και όχι μια γραφειοκρατία που «χαρίζεται» στους πολίτες. Για το λόγο αυτό κάθε διοικητικός φορέας (Υπουργείο, Οργανισμός, Νομικό Πρόσωπο) θα κληθεί να συντάξει μία Χάρτα των Υποχρεώσεών του προς τους πολίτες, η οποία θα περιλαμβάνει αναλυτικά τα δικαιώματα των πολιτών έναντι της ίδιας της υπηρεσίας ή του Υπουργείου, κατά τη διάρκεια της επαφής και συναλλαγής τους. Η Χάρτα αυτή θα ορίζει αναλυτικά τις υποχρεώσεις της Διοίκησης σε χρόνους εξυπηρέτησης, σε τρόπους και μορφές εξυπηρέτησης, σε απαντήσεις αιτημάτων, καταγγελιών, κοκ.
 
Υπό το πρίσμα της εξυπηρέτησης των πολιτών και της παροχής υψηλού επιπέδου παροχής υπηρεσιών προς το κοινωνικό σύνολο θα αντιμετωπιστεί και το ζήτημα της περίφημης Αξιολόγησης. Το μεγάλο ερώτημα στην αξιολόγηση είναι ποιος αξιολογεί, τι αξιολογεί και για ποιο λόγο αξιολογεί. Αν η αξιολόγηση γίνεται για να επιβληθεί ένα κλίμα πολιτικού εκφοβισμού και εργασιακής πειθάρχισης είμαστε προφανώς εναντίον αυτής της αξιολόγησης. Αν η αξιολόγηση είναι το πρόσχημα για απολύσεις ή διαθεσιμότητες, σε μία διοίκηση που έχει ανάγκη από στελέχη και υπαλλήλους, τότε είμαστε εναντίον αυτής της αξιολόγησης.
Σκοπός της αξιολόγησης (πρέπει να) είναι η συνεχής βελτίωση των δυνατοτήτων των υπαλλήλων και η ανάπτυξη γνώσεων και δεξιοτήτων προσαρμοσμένων στο νέο μοντέλο αποτελεσματικής διοίκησης. Υπό την έννοια αυτή, το βάρος πρέπει να δοθεί στη αξιολόγηση του παράγόμενου έργο κάθε επιμέρους δομής, αξιολόγηση βεβαίως που πρέπει να συνοδεύεται από την ακριβή περιγραφή του αναμενόμενου έργου για κάθε φορέα, αλλά και από ακριβή περιγραφή των καθηκόντων κάθε θέσης εργασίας.
 Όταν θα έχουν ορισθεί οι παράγοντες που ορίζουν τη λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης, το μοντέλο διοίκησης, οι οργανωτικοί και λειτουργικοί κανόνες, η στοχοθεσία, και τα κριτήρια μέτρησης της αποτελεσματικότητας, τότε και μόνον τότε είναι αναγκαία η αξιολόγηση κάθε συμμετέχοντος.
Το φάσμα της αξιολόγησης πρέπει να συμπεριλαμβάνει όλη τη δημοσιοϋπαλληλική ιεραρχία, τις οργανικές μονάδες (τμήματα, διευθύνσεις και γενικές διευθύνσεις) κάθε δημόσιου οργανισμού. Το εφαρμόσιμο μοντέλο πρέπει να συνυπολογίζει την ελληνική διοικητική κουλτούρα αλλά και τις παθογένειες δεκαετιών προκειμένου, εξελισσόμενο, να διαμορφώσει μια νέα κουλτούρα και να εξαλείψει τις παθογένειες.
Υπάρχουν μελέτες, όπως. π.χ. του Διοικητικού Επιμελητηρίου Ελλάδας και των στελεχών του, στις οποίες προτείνεται και αναπτύσσεται «η διοίκηση της απόδοσης», καθώς και συγκεκριμένο μοντέλο «ανοικτής» αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων. Υποστηρίζεται σχετικά ένα είδος αξιολόγησης που ευνοεί την ομαδική λειτουργία στις μονάδες, εξαλείφει την υποκειμενικότητα, ικανοποιεί συγκεκριμένους στόχους. Τα αποτελέσματα αυτής της αξιολόγησης δεν έχουν τιμωρητικό χαρακτήρα, αλλά στόχο να βελτιώσουν, να αναδείξουν δεξιότητες, γνώσεις και εμπειρία των δημόσιων λειτουργών μέσω της συνεχούς εκπαίδευσης και κατάρτισής τους με στόχο το παραγόμενο αποτέλεσμα να επιστρέφει με την υψηλή απόδοση των οργανισμών στον τελικό αποδέκτη, τον πολίτη και την κοινωνία.
Για το λόγο αυτό στη διαδικασία της δικής μας αξιολόγησης πρέπει να συμμετέχουν οι πολίτες και ειδικότερα οι αποδέκτες κάθε φορά των υπηρεσιών ενός φορέα, ή ενός οργανισμού. Επίσης, η εσωτερική αξιολόγηση πρέπει να έχει οριζόντια φορά (αυτο-αξιολόγηση κάθε φορέα) και κάθετη φορά διπλής κατευθύνσεως (αξιολόγηση και των προϊσταμένων από τους υφισταμένους).
Το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης ως επιτελικός σύμβουλος του Κράτους θα έχει τον επιτελικό ρόλο στη διαδικασία και μεθοδολογία της αξιολόγησης των δημόσιων και δημοτικών υπαλλήλων.
Αξονας 6:  Αυτοδιοίκηση, Αποκέντρωση και κεντρικό Κράτος.
 
Ο τελευταίος άξονας αφορά στην επιβαλλόμενη αλλαγή στο μοντέλο της αυτοδιοίκησης και των σχέσεών της με το κεντρικό Κράτος. Εδώ η αλλαγή πρέπει να έχει τέσσερις διαστάσεις. Η πρώτη αφορά στο χωρικό επανασχεδιασμό της πρωτοβάθμιας αυτοδιοίκησης, ώστε να καταστεί λειτουργική και άμεσα ορατή / προσβάσιμη και ελεγχόμενη από όλους τους πολίτες. Η δεύτερη διάσταση αφορά στην ρύθμιση των επιπέδων αρμοδιότητας και ευθύνης μεταξύ πρωτοβάθμιας αυτοδιοίκησης, περιφερειακής αυτοδιοίκησης και κεντρικού κράτους. Η τρίτη διάσταση αφορά στη διασφάλιση των πόρων. Η τέταρτη διάσταση, τέλος, αφορά στη δημοκρατική νομιμοποίηση: εκδημοκρατισμός του εκλογικού συστήματος, εισαγωγή θεσμών και λειτουργιών άμεσης δημοκρατίας και αυτο-διεύθυνσης, ενίσχυση του ρόλου των δημοτικών και των περιφερειακών συμβουλίων.  
 
Αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι,
 
Δεν πιστεύω προφανώς ότι οι παραπάνω άξονες είναι εύκολο να υλοποιηθούν. Με δεδομένο, κυρίως, ότι απέναντι στη σημερινή Κυβέρνηση βρίσκεται ένα πολύ συμπαγές μπλοκ πολιτικών, οκονομικών και ικοινωνικών δυνάμεων που έχει υλικό συμφέρον από ένα κακοδιοικημένο και υποβαθμισμένο δημόσιο τομέα. Και από ένα αρχαϊκό δημόσιο πολιτικό λόγο που θεωρεί τους δημοσίους υπαλλήλους «άχρηστους» και την δημόσια διοίκηση «περιττή».
Όμως, έχουμε σήμερα μια ιστορική ευκαιρία για μια μεγάλη ανατροπή της παλιάς γραφειοκρατίας και νοοτροπίας, και για μια μεγάλη επανεκκίνηση της δημόσιας διοίκησης που θα σεβαστεί τα προβλήματα του συνόλου της κοινωνίας, το δημόσιο συμφέρον και τα συλλογικά αγαθά.