Χριστόφορος Βερναρδάκης TwitterFacebookYouTubeLinkedInGoogle Plus
 



Broadcast live streaming video on Ustream



Το Κράτος, το Κόμμα και η Κυβέρνηση. Τι κάναμε, τι να κάνουμε και πώς να το κάνουμε.

Εισαγωγή

Η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο του 2015 αποτέλεσε για την Ελλάδα, την Ευρώπη, και ολόκληρο τον κόσμο μια μεγάλη ιστορική στιγμή. Τριάντα χρόνια πολιτικής κυριαρχίας του κεφαλαίου έναντι της εργασίας αμφισβητούνταν εμπράκτως σε μια χώρα του πυρήνα της καπιταλιστικής Ευρώπης.

Η ανάληψη της κυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ (μαζί και με άλλες δυνάμεις που απελευθέρωναν οι αντιφάσεις των πολιτικών τους χώρων) ήρθε ως αποτέλεσμα των κινητοποιήσεων διαμαρτυρίας της ελληνικής κοινωνίας ενάντια στα μέτρα λιτότητας, κινητοποιήσεις που βάθυναν την κρίση στα πάλαι ποτέ κόμματα του καθεστωτικού δικομματισμού (ΠΑΣΟΚ – ΝΔ). Η προσπάθεια σύνθεσης των αιτημάτων της κοινωνίας σε ένα μίνιμουμ πολιτικό πρόγραμμα και η δήλωση ότι η αριστερά είναι διατεθειμένη να αναλάβει την ευθύνη διεύθυνσης της χώρας, ανέδειξαν τον ΣΥΡΙΖΑ σε πρώτη πολιτική δύναμη στην κοινωνία και την (πέραν της ιστορικής εργατικής σοσιαλδημοκρατίας) ριζοσπαστική Αριστερά στο τιμόνι μιας ευρωπαϊκής χώρας για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία.  

Η γενική αυτή κατάσταση δεν άλλαξε ούτε μετά τη συμφωνία του Ιουλίου 2015 και τη «συνθηκολόγηση» του ΣΥΡΙΖΑ. Επιβεβαιώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2015, με μικρότερο ενθουσιασμό και πολύ περισσότερο σκεπτικισμό.

Υποχρέωσή μας σήμερα είναι να αναστοχαστούμε τι πραγματικά συνέβη, χωρίς εξιδανικεύσεις και συναισθηματισμούς, με εργαλείο την πολιτική θεωρία της «πραγματικής ανάλυσης της πραγματικής κατάστασης»: Ποιά ήταν (είναι) τα όρια της πολιτικής μας; Πώς μπορούμε να τα επεκτείνουμε; Τι κόμμα χρειαζόμαστε για να πετύχουμε τους στόχους μας; Ποιούς κινδύνους αντιμετωπίζουμε; Πώς μπορούμε να τους ξεπεράσουμε; Πού πετύχαμε; Πού αποτύχαμε; Και, κυρίως, τι μάθαμε;

Είναι μερικά μόνο από τα εκκρεμή ερωτήματα που με το κείμενο αυτό θα κάνουμε μια απόπειρα να απαντήσουμε.

  1. 2015. H χρονιά του δράκου

Η ανάληψη της Κυβέρνησης σήμανε αυτομάτως την έναρξη ενός μεγάλου κύκλου «διαπραγμάτευσης» μεταξύ δανειστών και κυβέρνησης. Η ελληνική περίπτωση θα γινόταν αναγκαστικά σημείο αναφοράς για όλη την Ευρώπη και τη νεοφιλελεύθερη αρχιτεκτονική.

Αυτό που είδαμε καθ’ όλη την περίοδο μεταξύ Φεβρουαρίου – Ιουλίου 2015 ήταν στην πραγματικότητα ένα σκληρό πολιτικό μπρα-ντε-φερ. Η δική μας προσπάθεια επικεντρωνόταν, πέραν προφανώς από το να ανιχνευθούν καλύτερα οι εσωτερικές και διεθνείς δυνατότητες που υπήρχαν για να αμφισβητηθεί εμπράκτως ο μονόδρομος της λιτότητας, στο να ορίσουμε την ατζέντα της συζήτησης και να την ωθήσουμε στη βάση ενός κύματος αλληλεγγύης σε Ελλάδα και Ευρώπη, η οποία αφενός μεν θα σηματοδοτούσε την πολιτική αλλαγή αφετέρου θα μεγιστοποιούσε το πολιτικό κόστος στην άλλη πλευρά. Οι δανειστές από τη μεριά τους έθεταν το ζήτημα της εφαρμογής των συμφωνιών και εν τέλει της συνέχειας του Κράτους, έχοντας ως όπλο τη χρηματοπιστωτική ασφυξία που ήξεραν με μαθηματική ακρίβεια να ρυθμίζουν και ως τελικό στόχο την πτώση της Κυβέρνησης και το κλείσιμο της «αριστερής παρένθεσης».

Η επιτυχία του σχεδίου αυτού ήταν για τους δανειστές μονόδρομος. Αν με την πρώτη πολιτική αλλαγή ήταν δυνατόν να αλλάξει το θεσμικό και οικονομικό υπόδειγμα της ευρωζώνης, τότε το οικοδόμημα αυτό κυριολεκτικά θα κατέρρεε από μια πολιτική αλλαγή στην Ισπανία, την Ιταλία, τη Γαλλία ή την Πορτογαλία, πολύ περισσότερο από μια ταυτόχρονη πολιτική αλλαγή σε περισσότερες χώρες. Επρεπε βεβαίως και αυτοί να ανιχνεύσουν καλύτερα το «νέο φαινόμενο στην κυβέρνηση», να δουν τις ιδεολογικές του αντοχές και κυρίως την ικανότητά του να σταθεί σε ένα ασφυκτικό διεθνή περίγυρο και υπό την πίεση του ελληνικού συστημισμού που κάθε άλλο παρά είχε παραδοθεί. Ηταν φυσικό επακόλουθο επομένως οι δανειστές να παραμείνουν στη σκληρή και ανυποχώρητη γραμμή.

O ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε την κυβέρνηση και το τεράστιο σε διεθνές επίπεδο καθήκον να χτυπήσει τη λιτότητα έχοντας μια θεμελιώδη ιδεολογική «αυταπάτη»: ότι η πολιτική αλλαγή και η νίκη της δημοκρατίας στην Ελλάδα αρκούσε από μόνη της ώστε να μεταβάλλει την πολιτική της Ευρώπης ή τουλάχιστον να αρχίζει να τη μετατοπίζει προς λιγότερο επαχθείς για τις λαϊκές τάξεις πολιτικές. Αυτή η γραμμική αντίληψη, τόσο για το «ευρωπαϊκό οικοδόμημα» όσο και για τη χρονικότητα της αλλαγής συσχετισμών, αντίληψη που ήταν βαθιά εγχαραγμένη στη συλλογική συνείδηση της ελληνικής αριστεράς, διαψεύστηκε ολοκληρωτικά. Στο οριακό ερώτημα «τι θα κάνετε αν οι δανειστές μείνουν αμετακίνητοι στις θέσεις τους και επιδιώξουν τον πνιγμό της ελληνικής κοινωνίας», εμείς αντι-ρωτούσαμε «και τι θα κάνουν οι σκληροί νεοφιλελεύθεροι απέναντι στη λαϊκή εντολή, θα την αγνοήσουν;». Η απάντηση είναι προφανής και ιστορικά πλέον καταγεγραμμένη. Η δημοκρατία αγνοήθηκε και η μέρα της κορύφωσης των «διαπραγματεύσεων» πέρασε στην ιστορία ως η «μέρα ενός πραξικοπήματος» (this is a coup).

Τη στιγμή λοιπόν που ο αντίπαλος σε Ελλάδα και Ευρώπη προετοιμαζόταν με βάση τη στρατηγική της «αριστερής παρένθεσης» και της χρηματοοικονομικής ασφυξίας της χώρας, η Αριστερά ερχόταν στην κυβέρνηση χωρίς ολοκληρωμένη επίγνωση της υλικής πραγματικότητας του αστικού κράτους, χωρίς πραγματική προετοιμασία για ακαριαίες θεσμικές τομές, χωρίς επεξεργασμένες σε βάθος γνώσεις και εργαλεία για το τι σημαίνει ανατροπή του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος και παραγωγική ανασυγκρότηση με διαφορετικές κοινωνικές προτεραιότητες, χωρίς ερείσματα στον κρατικό μηχανισμό, χωρίς ολοκληρωμένη προετοιμασία για τη στελέχωση σε πρόσωπα, χωρίς ισχυρά μαζικά κοινωνικά κινήματα, χωρίς ένα μεγάλο διεθνές κίνημα πολιτικής αλληλεγγύης. Η Αριστερά στο σύνολό της ζούσε την ευφορία της «πολιτικής αλλαγής» και της (εκλογικής) επανασύνδεσής της με τις λαϊκές μάζες, που ήταν όμως αναντίστοιχες με το βαθμό πολιτικής ετοιμότητας να αντιμετωπίσει ένα αποφασισμένο και κυνικό αντίπαλο που διέθετε όλα τα μέσα και τα εργαλεία της ασφυξίας.

Aκόμη και οι διάφορες συνιστώσες εντός ΣΥΡΙΖΑ που έβλεπαν εν μέρει την πραγματικότητα αυτή, λειτουργούσαν εντός του ίδιου ιδεολογικού σχήματος. Εξαντλούσαν την πολιτική τους σε μια απολύτως γραφειοκρατική αντίληψη κατάκτησης θέσεων μέσα στο κόμμα – συμβάλλοντας καταλυτικά στην αδυναμία του να λειτουργεί από πολλά χρόνια πριν ως κόμμα μαζών -, ενώ αναπαρήγαγαν τις πιο εργαλειακές και επιδερμικές αναλύσεις για το σύγχρονο καπιταλιστικό κράτος επαναφέροντας την καταστροφική για τις λαϊκές τάξεις πρόταση περί εθνικού νομίσματος ως εναλλακτική πολιτική «ρήξης».

Με αυτά τα δεδομένα πέρασε το πρώτο πεντάμηνο της Κυβέρνησης. Οι ρωγμές στο μπλοκ των δανειστών δεν εμφανίστηκαν, καθώς οι διαπραγματεύσεις από τη μεριά τους γίνονταν όλο και περισσότερο προσχηματικές, κερδίζοντας χρόνο και επιβάλλοντας μέρα-μέρα την οικονομική ασφυξία της χώρας. Η «Ευρώπη δεν άλλαξε» κατά πως προσδοκούσε το προεκλογικό σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ, το «εσωτερικό μέτωπο» ανασυντάχθηκε ταχύτατα και η «αριστερή παρένθεση» ερχόταν όλο και κοντινότερα. Το Δημοψήφισμα του Ιουλίου αποτέλεσε ένα «τελευταίο χαρτί» στη μάχη αυτή. Η άμεση ένταξη του λαϊκού παράγοντα στο πεδίο των εξελίξεων προσέδωσε μια τεράστια πνοή στην Κυβέρνηση, καθώς ανέδειξε με πρωτοφανή τρόπο τον ταξικό και ιδεολογικό διαχωρισμό της κοινωνίας και πιστοποίησε την κοινωνική μας συμμαχία και τη δυναμική της. Ωστόσο, δεν κατάφερε να έχει καταλυτικό ρόλο στο μπρα-ντε-φερ με τους δανειστές, παρά το γεγονός ότι για αυτό το λόγο έγινε, για να «εξαναγκάσει» δηλαδή τον αντίπαλο σε μια αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία. Το αντίπαλο μπλοκ παρέμεινε απολύτως συμπαγές.  

Η Συμφωνία του Ιουλίου είναι σε τελική ανάλυση το υλικό αποτέλεσμα ενός δραματικά δυσμενούς συσχετισμού πολιτικής και οικονομικής δύναμης για τις λαϊκές τάξεις.

Tί μάθαμε λοιπόν – όχι από τα βιβλία, όχι από την ιστορία, αλλά μέσα στη δρώσα δυναμική της εφαρμοσμένης πολιτικής -, από εκείνο το «τρομερό καλοκαίρι» του 2015; Ότι ο ταξικός μας αντίπαλος δεν εμφορείται από «αξίες δημοκρατίας», αλλά από τα συμφέροντα της αγοράς. Ότι δεν διστάζει να προβεί σε ακρότητες, όταν διακυβεύεται η ουσία του σχεδίου του και της αρχιτεκτονικής που με κόπο έχει κτίσει σε όλη την Ευρώπη, συντρίβοντας τα εργατικά κινήματα και τα αριστερά κόμματα. Ότι για την ταξική μάχη που αποτελούσε για τους νεοφιλελεύθερους τη μητέρα των μαχών δεν είμασταν ως μαζικό κίνημα και ως κόμμα διόλου προετοιμασμένοι, ούτε πολιτικά ούτε οργανωτικά ούτε ιδεολογικά. Ότι, τέλος, δεν είχαμε σχεδόν καμία συμμαχία σε ευρωπαϊκό επίπεδο: μια χώρα μόνη, με μια οικονομία κατεστραμμένη και τόσες εν τοις πράγμασι εξαρτήσεις, δεν μπορούσε να πάει μακριά.  

Κατά μία έννοια, το καλοκαίρι του 2015 είναι το τέλος της «ιδεαλιστικής αριστεράς». Ξαναφέρνει στην επιφάνεια – έστω και με την «πονηριά» που το κάνει πολλές φορές η ιστορία - το ανοικτό ζήτημα της αριστερής στρατηγικής στις αναπτυγμένες χώρες του δυτικού καπιταλισμού, όχι ως άσκηση υπερ-επαναστατικού βερμπαλισμού ούτε ως άσκηση φαντασιωτικών ρήξεων, αλλά ως διακύβευση εφαρμοσμένης πολιτικής σε μία συγκεκριμένη χώρα που διαπερνάται από συγκεκριμένους ταξικούς κοινωνικούς συσχετισμούς, με ένα συγκεκριμένο κράτος και με συγκεκριμένους όρους συγκρότησης των δυνάμεων της εργασίας. Αν κανείς στην ανάλυσή του κάνει αφαίρεση των πεδίων αυτών, τότε δεν φτιάχνει απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτει ο κοινωνικός και ταξικός ανταγωνισμός, αλλά αναπαράγει ιδεαλιστικά σχήματα και συναισθηματικές αναφορές περί «προδοσίας». Και δυστυχώς αυτή είναι η περίπτωση του συνόλου σχεδόν των ομάδων και των ρευμάτων που αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ και αυτός είναι και ο θεμελιακός παράγων που έχει βαρύνει μέχρι σήμερα στην πολιτική τους συρρίκνωση.        

Βεβαίως, το μεγάλο – υπαρξιακό θα έλεγε κανείς – ερώτημα είναι, εντάξει, χωρίς όλες αυτές τις μείζονες ή ελάσσονες προϋποθέσεις τι κάνεις; Αρνείσαι μήπως τη λαϊκή εντολή να κυβερνήσεις; Περιμένεις μια καλύτερη χρονικά στιγμή που υποθέτεις ότι θα συμπίπτουν οι παραπάνω προϋποθέσεις; Και ποια είναι η στιγμή αυτή; Η κοινωνική συμμαχία που αντικειμενικά έχει συγκροτηθεί στο πεδίο της εκπροσώπησης συμφερόντων μπορεί να περιμένει; Για πόσο χρόνο; Ποιά είναι η έννοια και η διάσταση του πολιτικού χρόνου; Λίγο πριν είναι νωρίς - λίγο μετά είναι αργά, έγραφε ο Λένιν για την επαναστατική εμπειρία στη Ρωσία.

Δεν χωρά αμφιβολία ότι για την αριστερά που θέλει να παίξει τον ιστορικό ρόλο της στην κοινωνική απελευθέρωση των λαϊκών μαζών, η ανάληψη της ευθύνης των πραγμάτων και σε τελική ανάλυση η ευθύνη της εκπροσώπησης των λαϊκών τάξεων – ακόμα και όταν οι συνθήκες είναι δυσοίωνες -, είναι μονόδρομος. Γιατί αν δεν εκπροσωπήσει αυτή τα κοινωνικά συμφέροντα που τη συγκροτούν, αυτά είτε θα βρεθούν υπό τη διαχείριση άλλου είτε θα αναζητήσουν αλλού πολιτική εκπροσώπηση. Υπό το φως της αντικειμενικής αυτής κατάστασης ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε τώρα να αντιμετωπίσει το οξύ δίλημμα του καλοκαιριού του 2015.   

  1. Το δίλημμα του Ιουλίου 2015: στρατηγική ήττα ή τακτική υποχώρηση;

Τον Ιούλιο – Αύγουστο του 2015 διαμορφώθηκε επομένως ένα σκληρό και αδυσώπητο δίλημμα, ένα δίλημμα που δεν είχε «ενδιάμεσες» επιλογές, όπως πολλές φορές συμβαίνει όταν η ταξική πάλη φτάνει σε ένα οριακό σημείο:

  • είτε θα γινόταν αποδεκτή μια συμφωνία που ήταν έξω από το πλαίσιο της πολιτικής εντολής που είχε ο ΣΥΡΙΖΑ και εμπεριείχε σκληρές νεοφιλελεύθερες πολιτικές (με μόνο ίσως αντίβαρο ένα σχετικό κέρδος σε χρόνο για την κυβέρνηση),
  • είτε θα οδηγείτο σε μια «τυφλή ρήξη» που θα διατηρούσε βεβαίως σε πρώτο χρόνο την Αριστερά «συνεπή» και «υπερήφανη», αλλά που ταυτόχρονα στις συγκεκριμένες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες οδηγούσε μαθηματικά στην ταπεινωτική εγκατάλειψη της κυβέρνησης, δικαιώνοντας την πολιτική της «παρένθεσης» του αντιπάλου και δίνοντας ένα μήνυμα σε όλη την αριστερά του πλανήτη: η απόπειρα αλλαγής των συσχετισμών απέβη άκαρπη και το πιθανότερο δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει ρωγμή….οι συσχετισμοί υπέρ του κεφαλαίου ήταν (σίγουρο πια!) απολύτως ασφαλείς.

Στην πραγματικότητα, το δίλλημα που διαμορφώθηκε ήταν η επιλογή  μιας στρατηγικής ήττας ή η επιλογή μιας τακτικής ήττας - υποχώρησης.  

 

Τι σήμαινε η επιλογή της τακτικής υποχώρησης / ήττας;

Η αποδοχή της συμφωνίας είναι σαφές ότι απειλούσε (και απειλεί ακόμη) με διάλυση την κοινωνική συμμαχία που δημιουργήσαμε συμμετέχοντας στους αγώνες του ελληνικού λαού, καθώς δεν υπάρχει η δυνατότητα εφαρμογής της λαϊκής εντολής πάνω στην οποία συγκροτήθηκε αυτή η κοινωνική συμμαχία. Η λαϊκή εντολή ήταν ο πλήρης τερματισμός της λιτότητας. Η συνέχιση όμως πολιτικών λιτότητας, αφ’ ενός αναστέλλει την αποκατάσταση όλων των αδικιών που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια των μνημονίων και αφ’ ετέρου εντυπώνεται στο λαϊκό κίνημα μια αίσθηση ματαίωσης που οδηγεί με τη σειρά της στην απαξίωση, την απάθεια και σε κάθε περίπτωση στο χαμήλωμα των απαιτήσεων.

Ωστόσο, η ζωή (η ταξική πάλη) συνεχίζεται. Οι αντιθέσεις που προκύπτουν δημιουργούν (και) νέα πεδία άσκησης πολιτικών. Εφόσον εξακολουθείς να κρατάς το πηδάλιο – έχεις ή μπορείς να δημιουργήσεις έστω και μικρά περιθώρια για πολιτικές κοινωνικών αντίβαρων. Και να παρεμβαίνεις δυναμικά σε όποια ρωγμή παράγεται στο εσωτερικό του συστήματος. Έχεις, επίσης, το δυνητικό περιθώριο για άσκηση πολιτικών που αποδυναμώνουν το σύστημα της ολιγαρχίας στο εσωτερικό της χώρας. Και βεβαίως, κερδίζεις χρόνο. Εστω και μια μέρα που στερείς την πρωτοβουλία από τις συστημικές δυνάμεις είναι δύναμη και ελπίδα υπέρ των πολλών.

Τι σήμαινε η επιλογή της ρήξης / στρατηγική ήττα;

Η επιλογή της «ρήξης» και μάλιστα στις δεδομένες συνθήκες χώρου και χρόνου θα ισοδυναμούσε με εγκατάλειψη της Κυβέρνησης, δηλαδή του κυριότερου εργαλείου πολιτικής που κατάφεραν να στερήσουν οι λαϊκές δυνάμεις από την άρχουσα τάξη και τους νεοφιλελεύθερους. Οι υποστηρικτές της λεγόμενης «ρήξης» - που στην πράξη περιοριζόταν στην επιλογή εθνικού νομίσματος – αγνοούν (ή κάνουν πως αγνοούν) ότι ακόμα και η επιλογή αυτή θα έπρεπε να περάσει από την παραμονή στην Κυβέρνηση. Γιατί το μόνο εργαλείο ρήξης που θα διέθετε αυτό το σχέδιο θα ήταν η «Κυβέρνηση». Αλλά παραμονή στην Κυβέρνηση με αυτό το πολιτικό σχέδιο δεν μπορούσε να υπάρξει δεδομένου ότι δεν διέθετε ούτε κοινοβουλευτική ούτε εκλογική νομιμοποίηση, αλλά ούτε και μια ευρεία μαζική διαδικασία υποστήριξης. Στην περίπτωση αυτή – ακόμα κι’αν κανείς δεχτεί ότι αυτή ήταν μια σωστή πολιτική – δεν υπήρχε καθόλου ο παράγων χρόνος. Η πολιτική αντίδραση της «κατσαρόλας» ήταν θέμα λίγων ημερών να κατισχύσει της πολιτικής της «ρήξης», πολύ περισσότερο που θα συνοδευόταν από μια παρατεταμένη και μεθοδευμένη οικονομική ασφυξία.

Η επικείμενη απώλεια της κυβέρνησης θα συνοδευόταν από την καταφανή ομολογία αποτυχίας μιας εναλλακτικής προσέγγισης στο δόγμα της λιτότητας. Πιστοποιεί την κατηγορία της κυρίαρχης τάξης ότι η Αριστερά δεν μπορεί να κυβερνήσει και διαλύει τη κοινωνική συμμαχία που είχε συγκροτηθεί γύρω από αυτήν. Η ανάδυση μια νέας κυβέρνησης θα αναιρούσε την όποια πρόοδο είχαμε πετύχει κατά την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησης, παρουσιάζοντάς την μάλιστα ως ανεδαφική και αδιέξοδη πολιτική. Το πλήγμα στην αξιοπιστία θα ήταν πολλαπλό και το λαϊκό κίνημα θα αργούσε πάρα πολύ – ίσως πολλά χρόνια - να συγκροτηθεί ξανά γύρω από την αμφισβήτηση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Επίσης, το μήνυμα στην Ευρώπη θα ήταν σαφές: οι πολιτικές αμφισβήτησης της λιτότητας απλώς δεν υπάρχουν. Ο μονόδρομος κυριαρχεί.

Συνεπώς η επιλογή της τακτικής υποχώρησης έναντι της στρατηγικής ήταν σωστή. Γιατί: α) δεν διέλυε την κοινωνική συμμαχία που δημιουργήθηκε την περίοδο 2010-2015, αλλά της έδινε βαθμούς διατήρησης, β) κέρδιζε χρόνο, κάτι που είναι απολύτως απαραίτητο για μια κυβέρνηση που δεν έχει την πραγματική εξουσία του κράτους, της διοίκησης και της οικονομίας, ώστε να δημιουργήσει σε δεύτερο χρόνο έστω και μικρά ρήγματα στο σύστημα εξουσίας, γ) διατηρούσε την ελπίδα – έστω και μειωμένη - για μια μετατόπιση των συσχετισμών δύναμης στην Ευρώπη, κάτι που θα απαιτούσε έτσι κι’αλλιώς περισσότερη ενέργεια και υπομονή, απ’ ότι ο «αριστερός ιδεαλισμός» ήθελε να πιστεύει στις αρχές του 2015.

Στην πορεία των πραγμάτων, μετά τον Σεπτέμβριο του 2015 και τη δεύτερη εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ μάθαμε και έναν επιπλέον λόγο, ίσως τον σημαντικότερο, που σαφώς δεν τον ξέραμε το καλοκαίρι της «συνθηκολόγησης».  Δεν έχει σημασία μόνο η Συμφωνία που υπογράφεται, αλλά και ποιος είναι αυτός που θα κληθεί να την εφαρμόσει. Οι δανειστές και η ντόπια ολιγαρχία το κατάλαβαν σχεδόν αμέσως. Ο Τόμσεν και η Βελκουλέσκου το ομολόγησαν στις περίφημες συνομιλίες τους. Η Συμφωνία πράγματι περιέγραφε και οριοθετούσε νεοφιλελεύθερες στρατηγικές. Όμως, οι στρατηγικές αυτές θα έπρεπε να ενδυθούν εφαρμοστικές διατάξεις και νόμους, ρυθμίσεις συμφερόντων, διανομές πόρων. Επίσης, όπως κάθε σχέδιο έχει και αυτό τις αντιφάσεις του. Δεν μπορεί, π.χ., να «ρυθμίσει» όλα τα θέματα, ως ένα απόλυτο πανεποπτικό εργαλείο. Στα κενά και τις αντιφάσεις που άφηνε λοιπόν η Συμφωνία αναδεικνυόταν η κρισιμότητα του «εφαρμοστή» της Συμφωνίας. Πολύ περισσότερο που όλα αυτά διαδραματίζονται σε ένα απολύτως ρευστό ευρωπαϊκό σκηνικό, όπως ορίζεται από την οικονομική κρίση, την αμφισβήτηση του καπιταλισμού, τις αυξανόμενες πληθυσμιακές και προσφυγικές μεταβολές, την άνοδο της άκρας δεξιάς, την κρίση του ευρωπαϊκού κεκτημένου του κοινωνικού κράτους.

Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο το εντόπιο «σύστημα» αλλά και η πιο σκληρή πλευρά των δανειστών συνειδητοποιούσαν ότι «πρόγραμμα και εφαρμοστής» έπρεπε να είναι το ίδιο πράγμα. Είναι άλλο πράγμα να υιοθετείς τη Συμφωνία γιατί είναι οργανικό τμήμα της πολιτικής και ιδεολογικής σου φυσιογνωμίας και άλλο πράγμα να μην την υιοθετείς και να επιχειρείς να διαμορφώσεις στρώσεις αντίστροφων πολιτικών ή παράλληλα πεδία κοινωνικο-πολιτικών ρυθμίσεων. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ακριβώς επειδή δεν υιοθετούσε τη Συμφωνία ως δικό του πολιτικό πρόγραμμα, παρέμενε ανεπιθύμητος. Γιατί κάθε μέρα που περνούσε (και περνάει) αποτελεί κίνδυνο για τη δέσμη των ολιγαρχικών συμφερόντων που έχουν κυριαρχήσει στη χώρα. Και πράγματι, χάρι στην «ιδιομορφία» του διαχειριστή είδαμε ορισμένες μικρές αλλά καθόλου ασήμαντες ρωγμές στην κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού και της ολιγαρχίας: είδαμε μια πολιτική και ιδεολογική διαχείριση της προσφυγικής κρίσης ενάντια στην ακροδεξιά και ρατσιστική ατζέντα, με έντονο το στοιχείο της κοινωνικής ενεργοποίησης και αλληλεγγύης, είδαμε μια συστηματική πολιτική ανόρθωσης του δημόσιου συστήματος υγείας, με νέα στελέχωση, με νέες υποδομές και με αμείλικτο χτύπημα των κυκλωμάτων διαφθοράς, είδαμε μια μεγάλη προσπάθεια απάντησης στην ανθρωπιστική κρίση και στην ακραία φτώχεια, με στοχευμένες πολιτικές για τα στρώματα του κοινωνικού αποκλεισμού, είδαμε μια ανάσχεση της μείωσης των μισθών στο δημόσιο τομέα και μια συστηματική πολιτική στην κρατική διοίκηση με στόχο να αναστραφούν οι δομές ιδιωτικοποίησης των δημόσιων λειτουργιών, είδαμε μια σοβαρή προσπάθεια εκδημοκρατισμού της δικαιοσύνης και του σωφρονιστικού συστήματος, είδαμε θεσμοθέτηση νέων δικαιωμάτων, είδαμε άρση της φορολογικής ασυλίας του μεγάλου πλούτου, είδαμε το χτύπημα της μηντιακής διαπλοκής και πολλά – πολλά άλλα.

Γι’αυτόν ακριβώς το λόγο, η σκληρή πλευρά των δανειστών καθώς και το ντόπιο σύστημα αντιλήφθηκαν ότι δεν αρκούσε η υποταγή του ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015, απαιτείτο η πολιτική του εξόντωση και σε κάθε περίπτωση, η εκδίωξή του από την Κυβέρνηση. Το σενάριο (και η επιδίωξη) επανήλθε έτσι δειλά-δειλά, κυρίως μετά την εκλογή Μητσοτάκη στην αρχηγία της ΝΔ.    

Μάθαμε (ή καλύτερα, επιβεβαιώσαμε στην ίδια μας τη ζώσα πραγματικότητα) λοιπόν, ότι η ιστορία - και η ταξική πάλη – έχουν τις πονηριές τους, εκείνες τις ζωογόνες δηλαδή αντιφάσεις που αντιστρατεύονται την «κανονικότητα»: οι νικητές της διαπραγμάτευσης κυριάρχησαν δια των «όπλων», απέτυχαν όμως να νικήσουν στο πεδίο των «ιδεών». Επομένως, η ιστορία θα συνεχιζόταν…

  1. Το αστικό κράτος στην περίοδο του νεοφιλελευθερισμού και ο νεοφιλελευθερισμός ως μορφή του αστικού κράτους

Από τη συμφωνία της τακτικής υποχώρησης και μετά ετέθη όμως ένα κρίσιμο και υπαρκτό ερώτημα: Μπορεί ένα κόμμα που δεσμεύεται στην άσκηση της διακυβέρνησης από ένα νεοφιλελεύθερο πλαίσιο επιτροπείας να παραμένει αριστερό; Δεν αποτελεί μια αξεπέραστη αντίφαση; Αρκεί η υιοθέτηση και επιβολή «παράλληλων προγραμμάτων» για να πλοηγηθεί κανείς σε ένα ασφυκτικό χώρο νεοφιλελεύθερης επιτροπείας, χωρίς να μεταλλαχθεί πολιτικά, κοινωνικά και ηθικά. Και για πόσο χρόνο μπορεί να το κάνει αυτό;

Για να απαντηθούν τα εύλογα αυτά ερωτήματα χρειάζεται να ξαναγυρίσουμε τη συζήτηση σε ένα «ξεχασμένο» θεωρητικό ζήτημα, αυτό του κράτους και της σύγχρονης μορφής του.

Γνωρίζουμε από τον «μαρξισμό» μας ότι το αστικό Κράτος δεν είναι μια ουδέτερη οντότητα. Γνωρίζουμε επίσης ότι το αστικό Κράτος παίρνει διάφορες μορφές ανάλογα με την ιστορική φάση εξέλιξής του. Γνωρίζουμε τέλος, ότι κάθε αστικό Κράτος κάθε ιδιαίτερου κοινωνικού σχηματισμού έχει τα δικά του μοναδικά χαρακτηριστικά, όπως προκύπτουν από τις ταξικές και πολιτικές σχέσεις ανταγωνισμού στο εσωτερικό του.

Το αστικό κράτος της τελευταίας ιστορικής περιόδου, αυτής που οριοθετείται από την πολιτική και οικονομική ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού διαφέρει από το αστικό κράτος της πολιτικο-αντιπροσωπευτικής μορφής, αλλά ακόμα και από το (μεταγενέστερο) αστικό κράτος του (πουλαντζιανού) κρατικού αυταρχισμού.

Το αστικό κράτος της πολιτικο-αντιπροσωπευτικής δομής διακρινόταν από την τυπική διάκριση των εξουσιών και την αναβαθμισμένη θέση της πολιτικής και κοινοβουλευτικής δομής στη διαμόρφωση του προγράμματος διακυβέρνησης. Το «τυπικά ουδέτερο» αυτό κράτος μπορούσε να δεχτεί τις ενέσεις «κοινωνικότητας» που προέκυπταν από τους πολιτικούς συσχετισμούς και τη δύναμη της αριστεράς και των συνδικάτων. Ηταν η συνθήκη μέσα στην οποία άνθισε η μεταπολεμική σοσιαλδημοκρατία.

Το κράτος του αυταρχικού κρατισμού με τη σειρά του διακρινόταν από την σταδιακή αυτονόμηση της εκτελεστικής εξουσίας και μερίδων της κρατικής διοίκησης από τον πολιτικό και κοινοβουλευτικό έλεγχο, καθώς και την καθυπόταξη της τυπικής διάκρισης των εξουσιών στις προτεραιότητες και τις «διαταγές» της εκτελεστικής εξουσίας. Το πεδίο διαμόρφωσης της διακυβέρνησης μετατίθετο οργανικά στον μη-ορατό από το κοινοβούλιο και την κοινωνία χώρο του κράτους. Το κράτος έτσι γινόταν ολοένα και λιγότερο ευεπίφορο στις πολιτικές διαδικασίες και στους κοινωνικούς συσχετισμούς.

Η αμέσως επόμενη φάση του αστικού κράτους, αυτή που αρχίζει μετά τη δεκαετία του ’90 είναι η στιγμή της οριστικής καθυπόταξης της (ήδη αυτονομημένης) εκτελεστικής εξουσίας στα εξωθεσμικά ισχυρά οικονομικά ιδιωτικά συμφέροντα. Πεδίο διαμόρφωσης της διακυβέρνησης καθίσταται η μεγάλη και ισχυρή ιδιωτική οικονομία που ελέγχει καταλυτικά την εκτελεστική εξουσία και όλες τις δομές παραγωγής πολιτικής νομιμοποίησης (αστικά κόμματα, συνδικάτα, πολιτικό προσωπικό). Είναι η εποχή του θεσμοποιημένου πια νεοφιλελευθερισμού. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι απλώς μια ιδεολογία για την αγορά και την κοινωνία, ένα ιδεολογικό-πολιτικό ρεύμα, μία τάση, ένα κόμμα. Είναι το ίδιο το αστικό κράτος, απαλλαγμένο από τις ενοχλητικές πιέσεις των «αναδιανεμητικών» ιδεολογιών. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι το ίδιο το αστικό κράτος της σύγχρονης εποχής. Εχει «κλειδώσει» θεσμικά, διοικητικά, οικονομικά τις βασικές ράγες της διακυβέρνησης. Υπό αυτές τις συνθήκες μια εκλογική νίκη των αντινεοφιλελεύθερων δυνάμεων, όπως μας δείχνει και η ελληνική εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ, δίνει ένα πρώτο δικαίωμα να κυβερνήσουμε και όχι τη δύναμη να κυβερνήσουμε.

Το θεωρητικό και πολιτικό επομένως πρόβλημα που έχει ανακύψει στο πεδίο της αριστερής πολιτικής είναι ότι αναλαμβάνοντας την «Κυβέρνηση», δηλαδή ένα κρίσιμο εργαλείο του αστικού κράτους, αναλαμβάνεις ουσιαστικά την εποπτεία και το συντονισμό μιας «κλειδωμένης» νεοφιλελεύθερης δομής. Μιας δομής δηλαδή που έχει διαμορφώσει ένα ασφυκτικά δομημένο μοντέλο κρατικής διοίκησης (πολυδιάσπαση διοικητικών αρμοδιοτήτων, Ανεξάρτητες Αρχές, πρότυπα διοίκησης, κλπ), έχει αποκόψει από τον έλεγχο της πολιτικής όλα σχεδόν τα οικονομικά και χρηματοδοτικά εργαλεία (τράπεζες, επενδυτικά κεφάλαια, αναπτυξιακές πολιτικές) και έχει διαμορφώσει ένα ισχυρότατο πλέγμα νομικών εγγυήσεων υπέρ του κεφαλαίου. Η αλλαγή ή η ανατροπή αυτού του υποδείγματος δεν είναι αποτέλεσμα μόνον μιας πολιτικής (εκλογικής) αλλαγής, όπως θα πίστευε μια «ιδεαλιστική αριστερά». Επίσης, δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα μιας «εξωτερικής» προς το φρούριο του αστικού κράτους επίθεσης, όπως αφελώς πιστεύει μια δήθεν επαναστατική αριστερά. Και βεβαίως, δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα «νομισματικών» φαντασιώσεων, που δείχνουν απλώς τη θεωρητική και πολιτική ανεπάρκεια κατανόησης του σύγχρονου κράτους.   

Από την άλλη πλευρά, η κατάκτηση της «Κυβέρνησης» δεν είναι κάτι αμελητέο. Το εργαλείο αυτό της εκτελεστικής εξουσίας εξακολουθεί να έχει ειδικό βάρος στη δομή του αστικού κράτους και να μπορεί επομένως να αποτελέσει ένα βραχίονα μετατοπίσεων των συσχετισμών και «ξεκλειδώματος» των νεοφιλελεύθερων δομών. Η «Κυβέρνηση» δεν ταυτίζεται μεν με την κατάκτηση της εξουσίας, δεν παύει ωστόσο να αποτελεί ένα κρίσιμο κρίκο στην αλυσίδα των εργαλείων που διαθέτει το αστικό κράτος. Η ανάληψη της Κυβέρνησης επομένως προσφέρει ένα εργαλείο για τη συνέχιση αυτής της πάλης από μια πιο προνομιακή θέση. Αποτελεί κατά συνέπεια στρατηγικό πεδίο κατάκτησης στον «πόλεμο θέσεων» που διεξάγουν οι λαϊκές τάξεις απέναντι στην κυριαρχία του κεφαλαίου.

Και το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι με ποιόν τρόπο μπορεί να ασκηθεί η «Κυβέρνηση» ώστε να μην είναι μια γραμμική συνέχεια του νεοφιλελευθερισμού αλλά να εξυπηρετείται βήμα-βήμα και διαδοχικά μια στρατηγική ήττας του νεοφιλελευθερισμού, μια πολιτική επαναθεμελίωσης του κοινωνικού και δημοκρατικού κράτους, μια πολιτική κοινωνικού μετασχηματισμού. Και πιο συγκεκριμένα:

-ποια πολιτικά και οικονομικά κριτήρια θα υπηρετήσουμε για να πετύχουμε το στρατηγικό μας στόχο,

-Πως θα μετασχηματίσουμε τη δομή της κρατικής διοίκησης και με ποια εργαλεία ώστε να αντιστρέψουμε την προνομιακή σχέση του κεφαλαίου με το Κράτος έναντι των λαϊκών τάξεων,

-τι μεταρρυθμίσεις οφείλουμε να κάνουμε στις εργασιακές και παραγωγικές σχέσεις ώστε να παλέψουν από καλύτερες θέσεις οι δυνάμεις της εργασίας,

-πως μπορούμε να εξουδετερώνουμε ενδεχόμενους μελλοντικούς πολιτικούς εκβιασμούς από τις κυρίαρχες ολιγαρχικές ελίτ,

-τι είδους πολιτική οικονομία θα υιοθετήσουμε και κυρίως να αναζητήσουμε και να βρούμε εκείνες τις μεταβλητές  που εξυπηρετώντας τες, φθάνουμε ένα βήμα κοντύτερα στον στρατηγικό μας στόχο, τον κοινωνικό μετασχηματισμό.

Αυτά είναι μερικά ίσως από τα μεγάλα ανοικτά ερωτήματα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε σ’αυτό που ονομάζεται «κυβερνητική πολιτική» ή αλλιώς «αριστερή διακυβέρνηση». Οφείλουμε να τα απαντήσουμε ολοκληρωμένα, γιατί από την απάντηση που θα δώσουμε θα εξαρτηθεί και η επιτυχία της «πρώτης αριστερής κυβέρνησης» αλλά και η φυσιογνωμία του κόμματος τα επόμενα χρόνια. Γιατί όχι, πιθανόν και η ίδια του η ύπαρξη. Αν δεν τα απαντήσουμε και μείνουμε στις βεβαιότητες των παλιών μας γνώσεων ή στη ρουτίνα της τρέχουσας πραγματικότητας, ο κίνδυνος του κυβερνητισμού θα φουντώσει και ενδεχομένως θα μας καταπιεί. Δεν θα ιππεύσουμε εμείς την πορεία των πραγμάτων, θα μας ιππεύσει η «αντικειμενική πραγματικότητα».  

  1. Ο κυβερνητισμός,  το «παράλληλο πρόγραμμα» και οι κίνδυνοι μετάλλαξης του κόμματος.

Η επιλογή της τακτικής υποχώρησης δεν ήταν λοιπόν και δεν είναι ακόμα αναίμακτη για τον ΣΥΡΙΖΑ και την κοινωνική του συμμαχία. Οι πονηριές της ιστορίας δεν ισχύουν μόνο για τους δανειστές ισχύουν και γι’αυτόν.

Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει σήμερα ένα δίδυμο κίνδυνο. Την υπόκλιση στον κυβερνητισμό και τη μετάλλαξή του από κόμμα της κοινωνίας σε κόμμα του κράτους. Ας δούμε όμως τους δυο κινδύνους από πιο κοντά.

Κυβερνητισμός δεν είναι η ανάληψη της κυβέρνησης ούτε η προσπάθεια διατήρησής της, όπως θα ισχυριζόταν ένας αρχαϊκός αριστερισμός. Και αυτό γιατί η «Κυβέρνηση» δεν είναι παρά μόνο ένα «εργαλείο» και μια «στιγμή» μιας συνολικής πολιτικής στρατηγικής.  Κυβερνητισμός είναι όταν η άσκηση της διακυβέρνησης  παραμένει εγκλωβισμένη σε έναν ορίζοντα τρεχουσών διευθετήσεων και μικρο-διαχειρίσεων,  και αυτές σταδιακά μετατρέπονται σε στρατηγικό ορίζοντα του κόμματος και σε ιδεολογία.

Υπό την έννοια αυτή επιβάλλεται να γίνει ένας καθαρός διαχωρισμός μεταξύ αυτού που ονομάστηκε «παράλληλο πρόγραμμα» και ενός στρατηγικού σχεδίου που πρέπει να έχει το κόμμα στις σημερινές συνθήκες. Πολύ περισσότερο μάλιστα που ένα «παράλληλο πρόγραμμα» έχει μια πεπερασμένη πολιτική και χρονική διάσταση. Υπάρχει ως μια παράλληλη γραμμή άμυνας των λαϊκών δικαιωμάτων απέναντι σε ένα πρόγραμμα που οργανώνεται ως επίθεση στα λαϊκά δικαιώματα. Εκτυλίσσεται παράλληλα με το «κύριο» πρόγραμμα και αναπτύσσεται σε σχέση με αυτό. Θα γίνει ακόμα πιο κατανοητό αυτό με ένα απτό παράδειγμα: η κυβέρνηση είναι απαραίτητο να ρίξει το βάρος σε διευθετήσεις αποκατάστασης των συσσωρευμένων αδικιών της εποχής των μνημονίων. Δεν μπορεί όμως να είναι η αποκατάσταση των αδικιών ο στρατηγικός ορίζοντας που έχουμε για την κοινωνία.

Διότι εάν συμβεί αυτό, τότε η κρατικοποίηση του κόμματος, η μετάλλαξή του από κόμμα της κοινωνίας σε κόμμα του κράτους θα είναι μια αναπόφευκτη εξέλιξη. Το «κύριο» πρόγραμμα εκ των πραγμάτων θα έχει υιοθετηθεί ως «δικό μας πρόγραμμα» και θα αποτελεί τον αδιαπραγμάτευτο προγραμματικό ορίζοντα.

Τι σημαίνει πρακτικά η μετάλλαξη του κόμματος σε κόμμα του κράτους;

Σημαίνει ότι έχει πάψει να αναζητεί τους πόρους του στην κοινωνία (όλων των ειδών τους πόρους: προγραμματικούς, ιδεολογικούς, οικονομικούς, ανθρώπινους, κοκ) και έχει μεταβληθεί σε ένα είδος «κρατικού κόμματος» όπου όλοι οι πόροι του εξαρτώνται και προέρχονται από το κράτος. Τα «μνημόνια» δεν θα είναι πια μια εξαναγκαστική έκβαση των δυσμενών ταξικών συσχετισμών, αλλά το «δικό μας πρόγραμμα», η «δικιά μας στρατηγική για την κοινωνία», όπως ακριβώς συμβαίνει με τα αστικά και νεοφιλελεύθερα κόμματα.   

Σημαίνει ότι το υλικό πεδίο συγκρότησης και αναπαραγωγής της κοινωνικής μας συμμαχίας είναι η «Κυβέρνηση» (και κατ’ επέκταση το Κράτος) και όχι το κόμμα. Η κοινωνική συμμαχία που μας έφερε στη θέση του καπετάνιου της πολιτικής ζωής, στην περίπτωση αυτή θα εκφυλιστεί σε ένα συντεχνιακό άθροισμα επιμέρους βραχυχρόνιων εξυπηρετήσεων.

Σημαίνει ότι τα μέλη του κόμματος αντί να λειτουργούν ως καταλύτες ανάπτυξης κοινωνικών πρωτοβουλιών που θα διευρύνουν τις δυνατότητες της Κυβέρνησης, θα λειτουργούν ως νομιμοποιητές και μόνον της κυβερνητικής πολιτικής, όποια κι’αν είναι αυτή.  

Σημαίνει, τέλος, ότι το κόμμα δεν έχει ρόλο και λόγο ύπαρξης. Δεν εμβολιάζει την Κυβέρνηση με ιδέες και γνώσεις, δεν της προσφέρει στελέχη, δεν της διευρύνει το χώρο ύπαρξης.

Αν όλα αυτά ή πολλά από αυτά συμβούν και μονιμοποιηθούν τότε ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είναι ένα κόμμα της Αριστεράς, αλλά κάτι άλλο. Εχει σημασία άρα να αποφασίσουμε τι είδους κόμμα θέλουμε να είμαστε, δηλαδή τι είδους και τι μορφής πολιτική αντιπροσώπευση θέλουμε να αποτυπώσουμε.

Και καταρχήν πρέπει να δηλώσουμε τι δεν θέλουμε να είμαστε: δεν θέλουμε καταρχήν να είμαστε μια δύναμη αδράνειας στην έκβαση της ταξικής πάλης και στη διαδικασία εκπροσώπησης των λαϊκών μαζών. Δεν θέλουμε δηλαδή να είμαστε ΚΚΕ. Δεν θέλουμε επίσης να γίνουμε ένα κόμμα της κεντροαριστεράς. Δηλαδή, ένα κόμμα του κυβερνητισμού, της εξάρτησης από οικονομικά συμφέροντα…..

Η απάντηση που κατά τη γνώμη μας πρέπει να δώσουμε είναι ότι θέλουμε να είμαστε ένα ηγεμονικό κόμμα της Αριστεράς. Ηγεμονικό, γιατί πρέπει να στοχεύει στην εκπροσώπηση των πληβειακών λαϊκών τάξεων της χώρας που αποτελούν τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία. Κόμμα της Αριστεράς, επίσης, που ενσωματώνει στις τάξεις του και ανασυνθέτει όλες τις αριστερές, δημοκρατικές και ανατρεπτικές παραδόσεις που εμφανίστηκαν διαχρονικά μέσα στους κοινωνικούς αγώνες της χώρας. Κόμμα με στρατηγικό του ορίζοντα τον κοινωνικό μετασχηματισμό, που οργανώνει και συστηματοποιεί τον γκραμσιανό «πόλεμο θέσεων»…  

Το τρέχον κυβερνητικό μας πρόγραμμα πρέπει να έχει επομένως στρατηγικές οριοθετήσεις και ένα σαφή οδικό χάρτη που περιλαμβάνει:

-τη σταδιακή μείωση του χάσματος μεταξύ των κατώτερων και των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων,

-τις ίσες ευκαιρίες για όλους και όλες,

-την πλήρη απασχόληση,

-την αναδιανομή του εισοδήματος,

-την επέκταση των δικαιωμάτων,

-το ισχυρό Κράτος Πρόνοιας με έμφαση στην καθολική πρόσβαση στην Υγεία και την Παιδεία,

-την ανάκτηση από την πολιτική δημόσια εξουσία εργαλείων οικονομικής πολιτικής που θα περιορίσουν τη φορολογική ανισότητα και θα εισάγουν μια νέα ιεράρχηση κοινωνικών και περιβαλλοντικών αναγκών στις επενδύσεις,

-τη βαθιά αλλαγή στις λειτουργίες του πολιτικού συστήματος.

Ολες αυτές οι κυβερνητικές συντεταγμένες προσδιορίζονται από μικρές ή μεγαλύτερες ρήξεις, για τις οποίες το κόμμα πρέπει να προετοιμάζεται και να προετοιμάζει, να παρεμβαίνει στην κοινωνία, να διευρύνει το πλαίσιο άσκησης μιας πολιτικής. Ακριβώς γιατί ο «πόλεμος θέσεων» που κάνουμε εμπεριέχει σημαντικά πεδία συγκρούσεων: Δεν μπορεί  να αναδιανεμηθεί το εισόδημα χωρίς να υπονομευθεί μεγάλο μέρος του ιδιωτικού κέρδους, δεν μπορεί το Κράτος να οργανώσει ρυθμίσεις κοινού συμφέροντος χωρίς να αποξενώσει ιδιωτικές επενδύσεις ή «επενδύσεις». Δεν μπορεί να εισάγει μεγάλες τομές στον εκδημοκρατισμό της παραγωγής χωρίς να συμπεριλάβει στο σχεδιασμό του την ιδεολογική αντεπίθεση του ιδιωτικού κεφαλαίου που διαρκώς θα επιζητά «ασφαλέστερο πολιτικό περιβάλλον». Όλα αυτά τα πεδία πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων μόνο ένα ισχυρό κόμμα μπορεί να τα διαχειριστεί. Ένα κόμμα όμως βαθύτατα πολιτικοποιημένο, με θεωρητικό και πολιτικό εξοπλισμό, με εξωστρέφεια στους κοινωνικούς χώρους.

Επομένως: Εξι βασικά πράγματα που πρέπει να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ την επόμενη περίοδο

1.       Να διαχειριστεί μια δυναμική συζήτηση για το κόμμα και την Κυβέρνηση. Η συζήτηση περί σχέσεων Κόμματος – Κυβέρνησης δεν πρέπει να γίνει με παλαιές και ξεπερασμένες θεωρητικές προσεγγίσεις. Συνήθως η συζήτηση αυτή εξαντλείται σε διαπιστώσεις δεοντολογίας: «το κόμμα (πρέπει να) πιέζει την κυβέρνηση», «(να) κριτικάρει την Κυβέρνηση», «(να) ελέγχει την Κυβέρνηση», κοκ. Τελευταία έχει προστεθεί και η φράση: «το κόμμα πρέπει να στηρίζει στην κοινωνία το κυβερνητικό έργο». Είναι κατά τη γνώμη μας λάθος μέθοδος συζήτησης, λάθος σημείο αφετηρίας.

Το κόμμα για να τα κάνει όλα αυτά και πολύ περισσότερα, πρέπει να αλλάξει το πεδίο της δραστηριότητάς του. Το κόμμα δεν πρέπει να «βλέπει» προς την Κυβέρνηση, αλλά προς την κοινωνία και το κοινωνικό σώμα. Να οργανώσει και να κάνει συνεκτική την κοινωνική συμμαχία που εκπροσωπεί. Εχει το δικό του πεδίο βολής, τον δικό του ορίζοντα. Θα ήταν δομικό λάθος να εξαρτήσει τη δουλειά του και το χώρο του από την Κυβέρνηση. Ούτε μπρος ούτε πίσω από την Κυβέρνηση. Κανένας ετεροκαθορισμός από την Κυβέρνηση. Στροφή προς το κοινωνικό σώμα, με μαζικό προσανατολισμό, στρατηγική συγκρότησης κοινωνικών μετώπων και ανάδειξη μαζικών κοινωνικών στελεχών. Εάν και εφόσον τα κάνει όλα αυτά, τότε η επίδραση προς την «Κυβέρνηση» θα είναι αυτονόητη και πολύ σημαντική. Γιατί, απλούστατα, δεν θα είναι παρακολούθημα του κράτους αλλά ισχυρό «κόμμα της κοινωνίας».

2.       Το κόμμα επιβάλλεται να αποκτήσει μαζικό προσανατολισμό και συγκροτημένη δουλειά πεδίου. Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Το κόμμα πρέπει να ρίξει το βάρος του στη διεύρυνση και σταθεροποίηση της κοινωνικής εκλογικής βάσης, να αντιστοιχηθεί με αυτήν με ένα πολιτικό πρόγραμμα και μια πολιτική ανάδειξης νέας γενιάς μαζικών κοινωνικών στελεχών, με μετρήσιμους στόχους μέσα στην επόμενη πενταετία. Στην πρώτη γραμμή των στόχων του πρέπει να είναι η δημιουργία / ισχυροποίηση συνδικάτων και δομών κοινωνικής αντιπροσώπευσης, με έμφαση στην ένταξη όλων των «αποκλεισμένων» σε αυτήν, ο πλήρης εκδημοκρατισμός της ΓΣΕΕ και η οριστική συντριβή του συνδικαλιστικού καρτέλ που λυμαίνεται τα συνδικάτα, η ανάπτυξη ενός ισχυρού και δομημένου νεολαϊστικού και πολιτισμικού κινήματος στη χώρα, με έμφαση στην κατοχύρωση κοινωνικών και επικοινωνιακών δικαιωμάτων, και βεβαίως, η ενίσχυση των τοπικών δομών αλληλεγγύης με στόχο την καθοριστική ενίσχυση της Αριστεράς στο τοπικό κράτος (γειτονιές, Δήμοι, Περιφέρειες), εκεί δηλαδή που συγκροτούνται και ανασυγκροτούνται οι κοινωνικές συμμαχίες μακροχρόνια.  

3.       Ο μαζικός κοινωνικός προσανατολισμός του κόμματος πρέπει να εκφράζεται σε «μετρήσιμους στόχους». Βασικός στόχος, π.χ., του κόμματος πρέπει να είναι η ενίσχυση των θέσεών του στο πεδίο της Αυτοδιοίκησης, με ορίζοντα τις επόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές. Για το σκοπό αυτό θα πρέπει να οργανώσει τοπικές κοινωνικές συμμαχίες και αναπτυξιακά προγράμματα, να δημιουργήσει συναρθρώσεις των κοινωνικών και κινηματικών αιτημάτων με εφικτά προγράμματα τοπικής δια-κυβέρνησης και, στο τέλος, να αναζητήσει τα κατάλληλα πρόσωπα που να μπορούν να εκπροσωπήσουν τα παραπάνω. Οι οργανώσεις του κόμματος – και συνολικά το κόμμα – θα κριθεί εμπράκτως από τη δυνατότητα να αυξήσει καταλυτικά την επιρροή του κόμματος στις τοπικές κοινωνίες και τα τοπικά κράτη, ακριβώς δηλαδή εκεί που συγκροτούνται εμβρυακά οι κοινωνικές συμμαχίες.

4.       Το κόμμα χρειάζεται να αποκτήσει ξανά ισχυρό θεωρητικό και διανοητικό πυλώνα. Τμήμα θεωρίας, θεωρητικό περιοδικό παραγωγής πολιτικής σκέψης, ομάδες εργασίας και ανοιχτών θεωρητικών συζητήσεων, αναβάθμιση του Ινστιτούτου «Νίκος Πουλαντζάς». Χωρίς επαναστατική θεωρία και θεωρητικές επεξεργασίες δεν μπορεί να υπάρχει συλλογικός διανοούμενος, μόνον εμπειρικές και αποσπασματικές παρεμβάσεις.

5.       Προφανώς, όλη αυτή η στρατηγική για το κόμμα περνάει μέσα από την ενίσχυση των δομών του και της ενδοκομματικής του δημοκρατίας. Επιβάλλεται μια διευρυμένη συζήτηση για ένα κόμμα μαζικό, ανοικτό στα κοινωνικά κινήματα και τις συλλογικότητες, με καταστατικές αλλαγές που θα εμβαθύνουν τη δημοκρατία και την εσωκομματική απογραφειοκρατικοποίηση, με αναβαθμισμένα όργανα πολιτικής συγκρότησης και παραγωγής πολιτικής και στρατηγικής. Είναι ανάγκη να αντιληφθούμε συλλογικά ότι το κόμμα δεν είναι στελεχιακά ένα συμπλήρωμα της κυβέρνησης, αλλά αντίθετα το κέντρο παραγωγής της πολιτικής. Αν δεν συμβεί αυτό τότε οι σχέσεις εκπροσώπησης θα μεταβληθούν σε σχέσεις διαμεσολάβησης και η ιδεολογική μετάλλαξη θα το καταστήσει ατροφικό οργανισμό.

 6.      Το κόμμα πρέπει να ξαναβρεί την συντροφικότητα και την ανιδιοτέλεια της παλιάς αγνής αριστεράς. Το ηθικό πλεονέκτημα πρέπει να διατηρηθεί πάση θυσία, γιατί είναι η υλική βάση κάθε αριστεράς διαχρονικά. Η ανάγκη αυτή δεν διατυπώνεται σαν μια «ηθικιστική» επίκληση, αλλά σαν βαθιά πολιτική και υλική αναγκαιότητα που πρέπει να διαπερνά κάθε κοινωνικό υποκείμενο που έχει στόχο μια καλύτερη και πιο ανθρώπινη κοινωνία.