Χριστόφορος Βερναρδάκης TwitterFacebookYouTubeLinkedInGoogle Plus
 



Broadcast live streaming video on Ustream



Οι επιδράσεις της προδικτατορικής περιόδου και της δικτατορίας στη διαμόρφωση της ταυτότητας της μεταπολιτευτικής αριστεράς
Καλησπέρα. Ευχαριστώ τους οργανωτές για την πρόσκληση. Εύχομαι το διήμερο αυτό να αποδειχτεί πολύ δημιουργικό και να συμβάλει στην ανάπτυξη του προβληματισμού πάνω σε αυτό που μας αφορά και μας απασχολεί: το ζήτημα της αποτίμησης της Αριστεράς, αλλά και το ζήτημα του τι γίνεται από εδώ και πέρα στο χώρο των ριζοσπαστικών κοινωνικών και πολιτικών υποκειμένων.
 
Θα με συγχωρέσετε για το αξιωματικό κάποιων διατυπώσεων που θα ακολουθήσουν, δυστυχώς ο χρόνος είναι λίγο περιορισμένος. Θα ήθελα όμως εξαρχής να διευκρινίσω, ότι αυτές οι «αξιωματικές διατυπώσεις» που θα ακολουθήσουν δεν στοχεύουν τόσο στο να ασκήσουν μια πολιτική κριτική στα όποια ρεύματα της ιστορικής ελληνικής Αριστεράς, όσο στο να τοποθετήσουν κάποιους προβληματισμούς που έχουν προκύψει από την «αντικειμενική» παρατήρηση διαφόρων πλευρών της ιστορικής πορείας των αριστερών κομμάτων και ομάδων. Με αυτή την απαραίτητη διευκρίνηση, για την Αριστερά της μεταπολιτευτικής περιόδου και για τη σημερινή της κατάσταση θα διατυπώσω τέσσερις βασικές θέσεις:
·        Η μετεμφυλιακή Αριστερά, όπως διαμορφώθηκε κατά τις δεκαετίες ’50 και ’60, υπήρξε στην Ελλάδα μια πολιτική Αριστερά. Συγκροτήθηκε δηλαδή πάνω στα πολιτικά ζητήματα του εκδημοκρατισμού, της ισονομίας, της διεκδίκησης και της απαίτησης ‘κράτους δικαίου’. Η συγκρότηση αυτή είναι άμεσα προφανώς συνδεδεμένη με τη διαμόρφωση του μετεμφυλιακού αστικού κράτους ως κράτους ‘έκτακτης ανάγκης’, προσανατολισμένου στην καταπολέμηση του κομμουνιστικού ‘εσωτερικού εχθρού’. Το αντικειμενικό αποτέλεσμα ωστόσο είναι να παραχθεί μια αριστερά ‘υπερ-πολιτική’, όπου τα στοιχεία της ‘αριστερής κοινωνικής ταυτότητας’, της επίδρασης των αυτόνομων κοινωνικών κινημάτων, της ανάδειξης νέων στοιχείων στην ‘κοινωνική ατζέντα’ της συγκυρίας, της διακριτής ιδεολογικής ταυτότητας από την ταυτότητα των κυρίαρχων τάξεων και ιδεολογικών δυνάμεων υπήρξαν δευτερεύοντα ή και ανύπαρκτα. Συνεπώς, και αυτό είναι ένα κρίσιμο ιστορικό στοιχείο για την ελληνική αριστερά, δεν κατέστη δυνατόν να υπάρξει μετά τη δεκαετία του ’40 ποτέ μια (νέα) συγχώνευση πολιτικής και κοινωνικής Αριστεράς σε ένα πολιτικό υποκείμενο. Κατ’ αυτήν την έννοια, η ιστορική Αριστερά στην Ελλάδα είναι βεβαίως ‘πολιτικοποιημένη’, ‘δημοκρατική’, αποβλέπει στην ‘ισότητα των δικαιωμάτων’, δεν είναι όμως – και δεν έγινε ποτέ – π.χ. ‘φεμινιστική’, ‘οικολογική’, ‘αμφισβητησιακή’, με δυο λόγια αυθεντικά κινηματική. Απ’ αυτήν ακριβώς την άποψη είναι μια Αριστερά η οποία διαφέρει ως προς την ποιότητά της από τις Αριστερές που συγκροτήθηκαν το ίδιο διάστημα στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, όπου το στοιχείο της κοινωνικής και της πολιτικής ταυτότητας συνυπήρχαν, στο μέτρο που συνυπήρχαν βεβαίως, ανάλογα και με τις ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας ή και του κάθε αριστερού κόμματος.
·        Αυτή η κατάσταση, αυτή η ιστορικότητα της πολιτικής Αριστεράς στην Ελλάδα, είναι η βασική συνθήκη που κατά τη γνώμη μου ερμηνεύει την ηγεμονία της ρεφορμιστικής Αριστεράς μέσα στον αριστερό χώρο, ή για να το διατυπώσουμε ακριβέστερα, την ηγεμονία ρεφορμιστικών αντιλήψεων στην πλειονότητα των αριστερών κομμάτων και ομάδων. Ακόμα περισσότερο, την εύκολη και συχνά απαντώμενη ‘μεταπήδηση’, ακόμα και ανθρώπων στρατευμένων στην επαναστατική αριστερά, στις γραμμές των δυνάμεων της ‘αγοράς’, της ‘ιδιωτικής οικονομίας’, ή της ‘επίσημης καθεστωτικής πολιτικής’. Η ιστορικότητα αυτή παρήγαγε μια ρεφορμιστική αριστερά, δηλαδή ένα πολιτικό υποκείμενο που ο ορίζοντάς του ήταν ανέκαθεν προσανατολισμένος στο εσωτερικό του κράτους, στα όρια των κρατικών πολιτικών, στα όρια του «εθνικού συμφέροντος» και ό,τι αυτό πειθανάγκαζε κατά κάποιο τρόπο την άσκηση της πολιτικής και της κοινωνικής πάλης.
·        Αυτού του τύπου η Αριστερά ‘τελειώνει’ με το τέλος της δεκαετίας του ’80, όταν το ΠΑΣΟΚ, τμήμα αυτής της ιστορικής πολιτικής Αριστεράς από την άποψη τουλάχιστον των βασικών προγραμματικών του στοιχείων και βεβαίως από την άποψη των κοινωνικών εκπροσωπήσεων που κατάφερε να συγκροτήσει μέσα στη Μεταπολίτευση, ολοκληρώνει τις πολιτικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις και μαζί με αυτές ολοκληρώνει και τη σύζευξη πλέον κράτους και Αριστεράς, τόσο ως πολιτικό προσωπικό όσο και ως πλαίσιο διαχείρισης των συντεταγμένων του νέου αυτού αστικού κράτους.
·        Έκτοτε, η Αριστερά απλώς δεν υπάρχει ως πολιτικό και κοινωνικό υποκείμενο αλλαγής της κοινωνίας. Υπάρχουν αριστεροί, αλλά Αριστερά ως πολιτικό και κοινωνικό υποκείμενο δεν υφίσταται. Υπάρχουν αριστερές ομάδες, αριστερές κριτικές, αλλά Αριστερά ως μεγάλη κοινωνική και πολιτική δύναμη αλλαγής της κοινωνίας, επικριτικής στο κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, με μαζική απήχηση, δεν υπάρχει. Η υπαρκτή επίσημη Αριστερά, η Αριστερά που βλέπουμε σήμερα στις διάφορες εκδοχές της, αυτό που προσδιορίζουμε στο δημόσιο λόγο ως Αριστερά – επισημαίνω ξανά ότι δεν αναφέρομαι σε συγκεκριμένα κόμματα ούτε, πολύ περισσότερο, αναφέρομαι σε πολιτικές κριτικές ομάδων, ρευμάτων ή τάσεων - είναι μια πολιτική πραγματικότητα που χαρακτηρίζεται από τρία στοιχεία: α) έχει ασαφείς και αντιφατικές κοινωνικές, ιδεολογικές, αξιακές και πολιτισμικές ταυτότητες, β) έχει περιορισμένη κοινωνική υποστήριξη, που εδράζεται κυρίως στο δημόσιο τομέα και μάλιστα στα πλέον εξασφαλισμένα και μορφωμένα τμήματά του και, γ) έχει οριακή κοινωνικώς εκλογική υποστήριξη. Το τελευταίο είναι και το πιο ορατό βεβαίως. Η σημερινή επίσημη Αριστερά εντάσσεται οργανικά στις κυρίαρχες ιδεολογικο-πολιτισμικές και αξιακές συνιστώσες. Ενας σημαντικός αριστερός διανοούμενος, ο Νικόλας Σεβαστάκης, ασκεί στο τελευταίο βιβλίο του ‘Κοινότοπη Χώρα» μια πολύ συστηματική κριτική της κυρίαρχης ιδεολογίας στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα. Διατυπώνει την άποψη περί ‘δημοκρατίας του Κέντρου’, δηλαδή ενός πλαισίου αντιφατικών, αλληλοαναιρούμενων κοινωνικών, πολιτικών και πολιτιστικών στοιχείων, όπου όλα τα πολιτικά μορφώματα – και η αριστερά βεβαίως – συνωθούνται, μεταβαλλόμενα σε αυτό που θα ονομάζαμε ‘κόμματα του μεσαίου χώρου’, ενώ την ίδια στιγμή συγκροτείται μια λαϊκότητα η οποία δεν είναι ανταγωνιστική του συστήματος, μια λαϊκότητα μεταμοντερνισμού, την οποία βιώνουμε όλοι και όλες κυρίως σε ό,τι αφορά στις κοινωνικές και ιδεολογικές μας αξίες.
 
Αυτές είναι οι τέσσερις βασικές θέσεις, αξιωματικά διατυπωμένες. Πράγματι, θα ήθελαν πολύ μεγάλη συζήτηση κάποιες από αυτές. Ας μείνουμε όμως, κατ’ αρχάς, ως πεδίο προβληματισμού σε αυτά. Θέλω να πω ότι από την κατάσταση αυτή, στις γενικές της συντεταγμένες, δεν έχει ξεφύγει, ούτε η παλαιότερη εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, ή οι οργανώσεις της άκρας Αριστεράς ή της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ο χώρος αυτός, ανεξαρτήτως της ιδεολογικής ή πολιτικής καταγωγής των επιμέρους ομάδων, υπήρξε και αυτός τμήμα της πολιτικής Αριστεράς. Υπήρξε ως μια ‘Αριστερά της Αριστεράς’, μια Αριστερά που ήθελε ένα πιο αριστερό, ένα πιο δυναμικό, ένα πιο ριζοσπαστικό ΚΚΕ. Όμως το μεγάλο ερώτημα που προσπάθησα να περιγράψω με όσα προανέφερα, είναι τι ήταν ως κοινωνική και πολιτική εκπροσώπηση το ΚΚΕ, η ΕΔΑ, η προδικτατορική Αριστερά, η επίσημη Αριστερά, η καθεστωτική Αριστερά και ό,τι προέκυπτε από αυτές τις κομματικές μορφές.
 
Ποιά είναι όμως τα σημεία τομής γι’ αυτή την εξέλιξη, πώς δημιουργήθηκε αυτή η κατάσταση της αριστεράς; Υπήρχε μια άλλη ιστορική πιθανότητα που ίσως να διαμόρφωνε άλλες συμπυκνώσεις; Θα θέσω τρία ζητήματα προς προβληματισμό σχετικά με τους λόγους για τους οποίους δημιουργήθηκε αυτού του τύπου η Αριστερά.
  1. Η πορεία των κινημάτων της δεκαετίας του ’60 με έμφαση στην περίοδο των Ιουλιανών. Χάθηκε τότε, αντικειμενικά, η ευκαιρία διαμόρφωσης μιας άλλης κοινωνικής Αριστεράς. Μιας Αριστεράς με διαφορετικά όρια, με διαφορετική ατζέντα, με διαφορετικούς τρόπους άσκησης της πολιτικής, με διαφορετικές σχέσεις με τις λαϊκές τάξεις.
  2. Η πτώση της δικτατορίας, που έγινε με όρους συνδιαλλαγής μεταξύ των βασικών πυλώνων του αστικού καθεστώτος και όχι με όρους κινήματος, παρά το γεγονός ότι η εξέγερση του Πολυτεχνείου είχε δώσει προς στιγμήν την ελπίδα ότι η πτώση της δικτατορίας θα γινόταν με όρους αυτόνομου, ριζοσπαστικού κινήματος σε σύγκρουση με τα τότε όρια νομιμότητας του αστικού κράτους.
  3. Κατά τη Μεταπολίτευση, η μη ανάπτυξη μεγάλων κινηματικών, διαιρετικών τομών που θα οδηγούσαν σε μια άλλη συγχώνευση πολιτικού και κοινωνικού και, βεβαίως, και στη συγκρότηση ενός διαφορετικού πολιτικού υποκειμένου. Προφανώς, και στη Μεταπολίτευση υπήρξαν σοβαρά κοινωνικά κινήματα –υπήρξε το φοιτητικό κίνημα, υπήρξε ο εργοστασιακός συνδικαλισμός της πρώτης περιόδου της Μεταπολίτευσης, υπήρξαν κινήματα γύρω από το χώρο της εκπαίδευσης, - αλλά σημαντικές διαιρετικές τομές, αντίστοιχες με άλλου τύπου κοινωνικές εξεγέρσεις όπως είχαμε για παράδειγμα στη Δυτική Ευρώπη την περίοδο 1968-1973, τέτοιου τύπου μεγάλη κοινωνική διαιρετική τομή στη Μεταπολίτευση δεν είχαμε. Και βεβαίως κάθε φορά, σε κάθε ιστορική περίοδο, το κοινωνικό κίνημα στην Ελλάδα είχε χαμηλότερους βαθμούς έντασης από την προηγούμενη περίοδο.
 
Ας δούμε, τέλος, τι γίνεται σήμερα. Κατά τη γνώμη μου, η υπαρκτή Αριστερά, αυτό που υπάρχει σήμερα ως κεντρική έκφραση της Αριστεράς, έχει εξαντλήσει πλέον τη δυναμική της. Δεν μπορεί να πάει πουθενά, στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να διαχειριστεί την κρίση της σε ένα αγώνα επιβίωσης. Έχει μικρή εκλογική δύναμη, το κυριότερο όμως είναι ότι έχει ασαφές πολιτικό σχέδιο, δεν συγκροτεί κοινωνική ταυτότητα αντιπαραθετική στο σύστημα εξουσίας, στις κυρίαρχες ιδεολογίες, στις οικονομικές πολιτικές, σε όλο το πολιτισμικό πλαίσιο άσκησης των σύγχρονων πολιτικών. Έχει τελειώσει λοιπόν και ως πολιτική συμπύκνωση και ως οργανωτική μορφή και ως ιδεολογική σχέση. Αυτό που μένει να προβληματιστούμε είναι τι μπορεί να αναγεννήσει αυτή την Αριστερά και, κατά τη γνώμη μου, αυτό που μπορεί να την αναγεννήσει είναι μια νέα κοινωνική διαιρετική τομή στο επίπεδο των κινημάτων. Αυτό θα είναι βεβαίως μια δύσκολη διαδικασία η οποία για να συντελεστεί προϋποθέτει μια συνολική επαναδιατύπωση των προβλημάτων και μια επανατοποθέτηση όλων των τάσεων και των ομάδων της υπαρκτής αριστερής ταυτότητας σήμερα – μια επανατοποθέτηση σε ένα άλλο, τελείως διαφορετικό πλαίσιο και σε ό,τι αφορά στη σχέση με τα κοινωνικά κινήματα και στις σχέσεις εσωτερικά της Αριστεράς. Τι θέλω να πω με αυτό; Θέλω να πω ότι ό,τι είναι να γραφτεί σαν ιστορικό γεγονός θα γραφτεί με ενωτικές διαδικασίες, με σεβασμό στις διαφορετικότητες των υπαρκτών αριστερών ρευμάτων, με σεβασμό στη δημοκρατική τους ιδιομορφία, αν θέλετε, και βεβαίως έχοντας πάντοτε ως κριτήριο το ριζοσπαστικό εκείνο στοιχείο που πρέπει να προσδιορίζει την πολιτική της παρουσία: την έξοδο από τα πλαίσια που θέτει σήμερα η επίσημη κρατική πολιτική.